Ακριβώς την ημέρα των πέμπτων γενεθλίων του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, το "μτλγ" παρουσίασε το δεύτερο, μετά τον Τάκη Παπατσώνη (Ιαν. 2017), αφιέρωμά του σε μείζονα Έλληνα ποιητή: "Ξαναδιαβάζοντας την Ελένη Βακαλό". Ποιήτρια της «Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς» του Σαχτούρη και του Καρούζου, η Β. παραταύτα δεν συζητείται και δεν μελετάται το ίδιο έντονα με αυτούς. Στα μοντερνιστικά ποιήματά της, δεν λείπει το χιούμορ και η, πλήρης σοβαρότητος, 'παιδικότητα'. Από το 1944 ώς το 1978, εξέδωσε 13 βιβλία ποίησης· τα περισσότερα συγκεντρώθηκαν το 1995 στο Το άλλο του πράγματος.
Το έργο της κορυφώθηκε με τα Επιλεγόμενα (1997). Την αξία και την σημασία του έργου της, ανέδειξαν οι 14 ποιήτριες και ποιητές που συμμετείχαν στην εκδήλωση επιλέγοντας, διαβάζοντας και σχολιάζοντας ποιήματά της: Ορφέας Απέργης, Μαίρη Γιόση, Άννα Γρίβα, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Δήμητρα Κωτούλα, Αλέκος Λούντζης, Παυλίνα Μάρβιν, Γιάννα Μπούκοβα, Όλγα Παπακώστα, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Χρήστος Σιορίκης, Μαρία Τοπάλη, και Μάριος Χατζηπροκοπίου.
Το αφιέρωμα δημοσιεύθηκε αργότερα στο τεύχος Ιουνίου 2019 του "The Books' Journal":
Παναγιώτης Ιωαννίδης (επιμέλεια), Μαίρη Γιόση, Άννα Γρίβα, Δήμητρα Κωτούλα, Αλέκος Λούντζης, Όλγα Παπακώστα, Χρήστος Σιορίκης, και Μαρία Τοπάλη
Ξαναδιαβάζοντας την Ελένη
Βακαλό
Η
αφάνεια –η σχεδόν αποσιώπηση–
της Ελένης Βακαλό είναι ένα από τα
σκάνδαλα της ελληνικής πνευματικής
ζωής. Κάτι ανάλογο με την αποσιώπηση
του Παπατσώνη (έστω κι αν αυτή κάπως
αρχίζει να αναστρέφεται με πρόσφατες
εκδηλώσεις και δημοσιεύσεις), τον οποίο
το «Με τα λόγια (γίνεται)» είχε τιμήσει
το 2015 (το περιεχόμενο της εκδήλωσης
δημοσιεύθηκε στο τ. 90, Σεπτεμβρίου 2018,
του «TBJ»),
στο πρώτο αφιέρωμά του σε σημαντικές
–ποιητικά
σημαντικές: όχι απλώς ιστορικά ή
φιλολογικά– μορφές της νεοελληνικής
ποίησης που δεν μας συντροφεύουν όσο
πυκνά θα τους έπρεπε – και όσο συχνά θα
μας ωφελούσε.
Η
Ελένη, το γένος Σταυρινού, μετέπειτα
σύζυγος του ζωγράφου Γιώργου Βακαλό,
γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το
1921. Πρωτοεμφανίστηκε το 1944: κατατάσσεται,
άρα, στην 'Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά'
– μαζί με τον Σαχτούρη και τον Καρούζο,
για παράδειγμα. Γιατί, λοιπόν, εκείνη
δεν συζητείται και δεν μελετάται το
ίδιο έντονα με αυτούς (και άλλους·
το γραμματικό γένος εδώ έχει σημασία);
Ίσως το ερώτημα να μην αφορά μόνον την
φιλολογία, αλλά και την κοινωνιολογία.
Και, οπωσδήποτε, την ιστορία και την
αισθητική.
Η μοντερνιστική ποίηση της Βακαλό συνιστά εν πολλοίς ανεξιχνίαστη ακόμη τομή στην ελληνική ποίηση: την επόμενη τομή μετά την (απατηλή) πεζολογία του Σεφέρη, και την (εξίσου απατηλή) απελευθέρωση των υπερρεαλιστών. Δεν πρόκειται απλώς για ένα νέο ύφος: αυτό είναι αναμενόμενο από κάθε καλό ποιητή, και όχι σπάνιο – αλλά για μια ριζική ανανέωση του γλωσσικού οργάνου της ποίησης∙ και άρα, για μια ριζική ανανέωση του τρόπου με τον οποίο μάς κάνει να βλέπουμε τον κόσμο η ποίηση. Τομή, θα μπορούσε να αποτολμήσει κανείς, ανάλογη (όχι βέβαια σε δριμύτητα ή καταγωγή) με αυτήν που κατάφερε ο Τσέλαν στην γερμανική ποίηση. Πώς να την αναλύσεις, λοιπόν, φιλολογικά, κριτικά; Και πώς να την αφομοιώσεις; Φυσικά, και η ανάλυση έχει επιχειρηθεί, και η δημιουργική αφομοίωση έχει συμβεί. Αλλά σιωπηρώς – και περίπου ασχολίαστα.
Η μοντερνιστική ποίηση της Βακαλό συνιστά εν πολλοίς ανεξιχνίαστη ακόμη τομή στην ελληνική ποίηση: την επόμενη τομή μετά την (απατηλή) πεζολογία του Σεφέρη, και την (εξίσου απατηλή) απελευθέρωση των υπερρεαλιστών. Δεν πρόκειται απλώς για ένα νέο ύφος: αυτό είναι αναμενόμενο από κάθε καλό ποιητή, και όχι σπάνιο – αλλά για μια ριζική ανανέωση του γλωσσικού οργάνου της ποίησης∙ και άρα, για μια ριζική ανανέωση του τρόπου με τον οποίο μάς κάνει να βλέπουμε τον κόσμο η ποίηση. Τομή, θα μπορούσε να αποτολμήσει κανείς, ανάλογη (όχι βέβαια σε δριμύτητα ή καταγωγή) με αυτήν που κατάφερε ο Τσέλαν στην γερμανική ποίηση. Πώς να την αναλύσεις, λοιπόν, φιλολογικά, κριτικά; Και πώς να την αφομοιώσεις; Φυσικά, και η ανάλυση έχει επιχειρηθεί, και η δημιουργική αφομοίωση έχει συμβεί. Αλλά σιωπηρώς – και περίπου ασχολίαστα.
Η
ποίηση της Βακαλό έχει κάμποσες παραξενιές
που την κάνουν εντελώς ξεχωριστή – και
από αυτήν των συγχρόνων της, και
απ’ ό,τι ακολούθησε. Για παράδειγμα,
δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει, με
χιούμορ και με κάθε σοβαρότητα, την
'παιδικότητα' – πράγμα σχεδόν αδιανόητο
μεταξύ των σοβαρών αρρένων ποιητών της
γενιάς της, και όχι μόνον. Είναι άψογα
ρυθμισμένη μουσικά – ακόμα και όταν
έχει πεζή μορφή: το ακούμε, σαν την
διαβάζουμε μεγαλόφωνα. Και, αν θέλουμε
να της βρούμε ελληνικούς ποιητικούς
'προγόνους', θα πρέπει να υπερπηδήσουμε
την αμέσως προηγηθείσα ‘γενιά του ‘30’,
και να γυρίσουμε στον Σολωμό (κι εν μέρει
στον Παπατσώνη και τον Καρυωτάκη). Το
ύφος και η γλώσσα της, είτε πυκνώνουν,
είτε εκτείνονται –κι ας μοιάζουν εν
πρώτοις 'παράξενα'– έχουν, ωστόσο, κάτι
τόσο λιτό και κοινόχρηστο, ώστε να
φαίνονται άχρονα. Το μόττο της ποίησής
της θα μπορούσε να είναι: “Η ακρίβεια
είναι θέμα ευαισθησίας” – όπως περίπου
είχε πει η ίδια το 2000. Πέθανε έναν χρόνο
αργότερα, αλλά τα ποιήματά της θα
μπορούσαν να έχουν γραφτεί σήμερα – ή
να γραφτούν μεθαύριο.
Εκτός
από ποίηση, έγραψε επίσης βιβλία και
άρθρα ιστορίας και κριτικής των εικαστικών
τεχνών: ως προς τούτα, τουλάχιστον,
γρήγορα αναγνωρίστηκε ως μείζων
προσωπικότητα. Παραταύτα –πλην ενός
ελάχιστου τομίδιου– όλο το πλήθος των
πολυτιμότατων σχετικών βιβλίων της
είναι εξαντλημένο: έτερο σκάνδαλο. Από
το 1944 ώς το 1978, εξέδωσε 13 βιβλία ποίησης
– μα η συγκεντρωτική έκδοση του 1995, Το
άλλο του πράγματος,
που η ίδια επέβλεψε, ορίζει ως αρχή το
1954. Το έργο της έστεψαν τα Επιλεγόμενα
του 1997 – και αξίζει να αναρωτηθούμε
ποιος άλλος Έλληνας ποιητής, απ' όσους
συνέχισαν να εκδίδουν πέρα απ' τα
εβδομήντα τους χρόνια, έβγαλε τελευταίο
βιβλίο που να είναι εφάμιλλο, αν όχι
καλύτερο, απ' όσα προηγήθηκαν.
(Στα
κείμενα που ακολουθούν, οι αναφορές σε
αριθμό σελίδας παραπέμπουν στην
προαναφερθείσα συγκεντρωτική έκδοση
Το
άλλο του πράγματος – Ποίηση 1954-1994.)
*
Μαίρη
Γιόση
– Δεν
‘διαβάζω’ Ελένη Βακαλό. Πολύ πριν μάθω
Ανάγνωση και Γραφή, η Ελένη Βακαλό με
‘διαβάζει’.
Καλό του κάνει;
Του
Κόσμου,
172
Ι
Κατοικημένη
που δεν είμαι ερημιά
Στη
διασταύρωση των εντόμων
Και
εκείνων απ’ τα πουλιά που όταν τρέφονται
ανεβαίνουν και τα
άλλα έρχονται με το γρήγορο γύρισμα
χαμηλά
Ακούς.
Των παλιών πληθυσμών οι προσκλήσεις
Είν’
οι οδοί σκοτεινοί, οι δίαυλοι που σίγουρα
υπάρχουν
Την
επίβλεψη για το έργο, για τη διάσωση των
νερών
Από
πόρους υπόγειους, περάσματα δύσκολα
χτυπώντας τούς βάτους
Ανακαλώ.
Στο άγριό μου σώμα αναγκάζω, παρακαλώ
Τρυπημένο
απ’ τον άνεμο των πουλιών όταν πέρασαν,
φαγωμένο,
γεμάτο
διαβάσεις
Της
επικοινωνίας μου με το νερό.
Κι
η ψυχή μου ανεβαίνει μαζί με τον θάνατο
του σώματος
Που
γρήγορα ο χτύπος του κύματος από μέσα
απαίσιας θάλασσας
θα
γίνει
Μπορεί
να μην τον ακούει τ’ αυτί
Μα
είν’ ολόκληρος τρόμος χαμού που φουσκώνει
τ’ ανέβασμα της
ψυχής
Κι
ήρθ’ η θάλασσα με το μέρος μου τότε
Μ’
αντάμωσε
Ήταν
έτοιμη κοίτη στο σώμα μου ησυχία τώρα
βαθειά
Ο
Τρόπος να Κινδυνεύομε,
88
ΙΙ
Γενεαλογία
Η
γιαγιά μου ήταν ένα κοριτσάκι γριά
Το
καπέλο της γιαγιάς μου
Την
ρώτησα πώς είχε ερωτευτεί για πρώτη
πρώτη φορά,
Φορούσα
ένα καπέλο
Στο
γύρο του λουλούδια
Και
πάνω στην κορφή του ένα πουλί,
Απ’ το πουλί
κρεμόντανε άλλο κλαδί
Και στο κλαδί
λουλούδια
Στην άκρη
του φωλιά
Καθόνταν στο
λαιμό μου
Κι είχε πουλιά
κι εκεί
Πετούσαν
τα πουλιά
Γενεαλογία,
110
ΙΙΙ
Ιστορία
αγάπης, δεύτερη
(Επανάληψη)
Την
ιστορία αγάπης αυτήν, τη βάζω ξανά όπως
την είχα γράψει στην αρχή γιατί δεν
αποφασίζω, για μένα και κάποιο απ’ τα
πάθη μου τί έχω πει σωστότερα στη μια ή
στην άλλη
Κρατώ
τη φωνή του λάρυγγα πρώτα υψηλά
Κι
ύστερα αρχίζω να διηγούμαι
Για
εραστές που δεν έγιναν.
Μεταθανάτια
θα έρθουν
Και
σ’ όνειρο, πνεύματα
(Γιατί
να φοβάμαι τις λέξεις;)
Τα
μέλη που λίγωναν άλλοτε
Άνεμος,
το βάρος τα λίγωνε έτσι
Και κάτι
όμοιο σε μένα ετοιμάζεται
Στο σχήμα
που αρχίζει πια κούφιο να μένει
Εκεί ο άνεμος
θα έρθει
Περνώντας
γλυκά ή και άγρια
Τους εραστές
μου όσους δεν έγιναν
Συλλογίζομαι
Κι άχ, είπε
εκείνος που μ’ έμαθε,
Σα μελετάς
γι’ αυτά, καλύτερα,
Χτυπώντας
τη φωνή σου στο θόλο
Να
τη διακόπτεις
Του
Κόσμου,
169
IV
Την
ταφή της στην καρδιά μου
Ανάμεσα
στα πόδια μου κλωστή ο θάνατός μου
Μέσα
μου γυρνάει τ’ αδράχτι
Μία
άλλη από μένα
Κρεμασμένη
απ’ τη σπηλιά μου
Που
ορίζουν τα πλευρά μου
Από
πάνω προς τα κάτω
Και
ανάποδα από μένα
Ασημένια
είναι η κλωστή του θανάτου
Την
ταφή της στην καρδιά μου
Με
τον τάφο μου ενώνει
Οι
Παλάβρες της Κυρα Ροδαλίνας,
194
– Ως
επιμύθιο:
Όποιος βγάζει τα νύχια από τον τίγρη
Καλό του κάνει;
Του Κόσμου,
172
*
Άννα
Γρίβα
Στην ενότητα ποιημάτων Φυτική αγωγή η Ελένη Βακαλό καταπιάνεται με τη μυστική ζωή των φυτών. Τι στ’ αλήθεια συμβαίνει όταν γεννιούνται, τι κρύβουν οι ίσκιοι τους, ποιες οι κρυφές ηδονές και οι τρομερές τους συνήθειες, ποια η σχέση τους με τις εποχές και τους κύκλους του φεγγαριού; Τα φυτά περιγράφονται σαν μέσα σ’ ένα μαγικό παραμύθι. Η ποιήτρια μοιάζει να τα τραγουδά για να τα εξημερώσει, μοιάζει να λέει ένα ξόρκι για να μας γλιτώσει από τα δόντια του σκοτεινού θεού που εκπορεύεται από τη φύση.
Τα
φυτά έχουν άλλη από των ανθρώπων την
αγωγή
Ότι δεν κινούνται δεν είναι μοναδικό
Ούτε πως δεν αυτοκτονούν
Τα φυτά είναι μονίμως επαναστατικά
Σκεφτείτε πως την ώρα του φεγγαριού αυξάνουνε τα φυτά
Ότι δεν κινούνται δεν είναι μοναδικό
Ούτε πως δεν αυτοκτονούν
Τα φυτά είναι μονίμως επαναστατικά
Σκεφτείτε πως την ώρα του φεγγαριού αυξάνουνε τα φυτά
Ποιες
συνήθειες των φυτών με τρομάζουν
Στα
ξερά τα κλαδιά όταν σκάνε τα μάτια
διπλωμένα είναι μέσα τους ένα ένα τα πράσινα φύλλα
–Ίσως είναι γι’ αυτό που δεν ξέρεις τα φυτά αν πεθαίνουν στ’ αλήθεια–
γιατί ένα κλωνάρι καινούργιο
γερό που ανθίζει
πετάει απ’ την ίδια τη ρίζα
και τη θέση του κορμού που μαραίνεται παίρνει
πάλι είναι φυτά πριν πεθάνουν ο σπόρος τους πέφτει
στην κατάλληλη εποχή θα τα δεις να φυτρώνουν
ή η ρίζα τους μένει
πιο πολλά που γεμίζουνε τότε τον επόμενο χρόνο μάς δίνει
Η αντοχή των φυτών με ξαφνιάζει
Μερικά με τη ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια
Απ’ τον κήπο στο πλάι
Μια λεύκα μάς φύτρωσε έτσι κι είναι τώρα μεγάλη
Τα φυτά δεν τα ορίζεις
Τα κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει
Τα φυτά που απλά τα νομίζουμε όλοι
διπλωμένα είναι μέσα τους ένα ένα τα πράσινα φύλλα
–Ίσως είναι γι’ αυτό που δεν ξέρεις τα φυτά αν πεθαίνουν στ’ αλήθεια–
γιατί ένα κλωνάρι καινούργιο
γερό που ανθίζει
πετάει απ’ την ίδια τη ρίζα
και τη θέση του κορμού που μαραίνεται παίρνει
πάλι είναι φυτά πριν πεθάνουν ο σπόρος τους πέφτει
στην κατάλληλη εποχή θα τα δεις να φυτρώνουν
ή η ρίζα τους μένει
πιο πολλά που γεμίζουνε τότε τον επόμενο χρόνο μάς δίνει
Η αντοχή των φυτών με ξαφνιάζει
Μερικά με τη ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια
Απ’ τον κήπο στο πλάι
Μια λεύκα μάς φύτρωσε έτσι κι είναι τώρα μεγάλη
Τα φυτά δεν τα ορίζεις
Τα κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει
Τα φυτά που απλά τα νομίζουμε όλοι
*
Παναγιώτης
Ιωαννίδης
Είναι κοινός τόπος η δυσκολία να διακρίνουμε, στα περισσότερα βιβλία της Βακαλό, πού τελειώνει ένα ποίημα, και πού αρχίζει το άλλο – ακόμα κι όταν παρεμβάλλονται τίτλοι. Νιώθω πως αυτή είναι μια ηθελημένη σύγχυση, που μας επιτρέπει, αν δεν μας επιβάλλει, να διαβάσουμε τα ποιήματα της Βακαλό ως ένα ποίημα: ενιαίο και διαρκές. Έτσι, επέλεξα κάποια αποσπάσματα από ποιήματα χρονικώς απομακρυσμένα μεταξύ τους –απ’ το 1958 έως και το 1971– αλλά χωρίς να τηρήσω την χρονολογική σειρά τους.
Είναι
επίσης κοινός τόπος η παρομοίωση της
γένεσης ενός ποιήματος με την γένεση
ενός φυτού – στα καθ’ ημάς, από τον
Σαρηγιάννη για τον Καβάφη, για παράδειγμα.
Και συνειδητοποιώ ότι και μια προηγούμενη
επιλογή μου από τον Παπατσώνη αφορούσε
ποιήματα για κήπους και φυτά. Όπως και
ο Παπατσώνης, έτσι και η Βακαλό, όταν
μιλά για φυτά και κήπους, δεν μιλά μόνον
για φυτά και κήπους. Αλλ’ όμως δεν
κάνει συμβολισμό. Ούτε καν μιλά μεταφορικά.
Μιλά απολύτως κυριολεκτικά, και συγχρόνως,
μέσα, πίσω και
μπροστά από αυτήν την κυριολεκτική
ομιλία, ακούγεται ο άλλος
λόγος.
Γιατί, αν τα νέα φυτά γεννιώνται από
προϋπάρχοντα σπόρο ή από ένα τμήμα
άλλου, ζώντος, φυτού, κάπως έτσι δεν
γεννιώνται –και δεν ζουν– και οι
άνθρωποι;
[από
το Ημερολόγιο
της ηλικίας
(1958), 43]
Η
ρ ε μ ί α
Είναι
απ’ τη σιωπή η περιφρούρηση
Ενός τοπίου χαμηλού
Με ηλικία αχόρταγη ακόμη
Βαθειά ενεδρεύοντας
Ενός τοπίου χαμηλού
Με ηλικία αχόρταγη ακόμη
Βαθειά ενεδρεύοντας
[από
το Η
έννοια των τυφλών,
1962, 77]
[Γ
ν ω ρ ι μ ί α α π’ τ ο υ ς ί σ κ ι ο υ
ς
–ή στη μεγάλη αυλή–]
–ή στη μεγάλη αυλή–]
Γύρω
μου σαν καθόμουνα στην αυλή κι απ’ τους
ίσκιους σημάδια αγνώριστα ένα-ένα
πετούσαν δεν ήξερες ποιο κι από πού
πολύς
θόρυβος ξαφνικά σα να είχανε όλα μαζί
σηκωθεί, απ’ τα χέρια, τους ώμους μου,
φεύγοντας
τα
ζευγάρια των άλλων πουλιών μες στο
πλήθος τους άγγιζαν φτερουγίζοντας
Ήταν
πάντοτε βράδυ κι ήταν πάντοτε ανήσυχα
πρώτα πριν να πέσει το φως
Και
φανέρωναν τότε μόλις για μια στιγμή σα
μια πεδιάδα με ήλιο ξανά, ανάμεσά της
για να περνούν
τα
ζευγάρια που πέταξαν, τα σημάδια των
ίσκιων ένα σχήμα κινήσεως γνωρίζοντας
–αυτά
που είχαν
φύγει
απ’ τη νύχτα και τα άλλα που έκρυβα σε
χιλιάδες φωλιές με δροσιά–
εκείνα
τα ερωτευμένα παιδιά μες στον ίσκιο
τους ακουμπώντας τον ίδιο καθώς ένα
σάλεμα τα ‘παιρνε φεύγοντας
για
τους κόκκινους λόφους που κάπου κλείνουν
τη γη
[από
την Γενεαλογία,
1971, 140]
Σαν
κόσμος που μαζεύτηκε κρύβοντας μια
φοβέρα
Το δάσος που τα δέντρα του ακόμη δε σηκώθηκαν
Ξεχωριστά στη μέρα
Σαν ενωθούν βαριές καρδιές πολλών μαζί ανθρώπων
Πριν βγει κανένας τους μπροστά, πριν πιάσουν να μιλήσουν
Κι αυτά είναι έτσι, πράσινα που πιο πολύ είναι μαύρα
Λίγες κορφές τους μες στο φως
Και τ’ άλλα ακόμη σκοτεινά πυκνή σιωπή κρατώντας
Το δάσος που τα δέντρα του ακόμη δε σηκώθηκαν
Ξεχωριστά στη μέρα
Σαν ενωθούν βαριές καρδιές πολλών μαζί ανθρώπων
Πριν βγει κανένας τους μπροστά, πριν πιάσουν να μιλήσουν
Κι αυτά είναι έτσι, πράσινα που πιο πολύ είναι μαύρα
Λίγες κορφές τους μες στο φως
Και τ’ άλλα ακόμη σκοτεινά πυκνή σιωπή κρατώντας
[από
το Ο
τρόπος να κινδυνεύομε,
1966, 92-3]
εποχές
Ανθισμένες,
με τόσους κήπους γεμάτους
απελπισία γεμάτους θαυμάσιου έρωτα
Τώρα την άνοιξη που έστρεφαν αργά υψώνοντας τη δροσιά
απελπισία γεμάτους θαυμάσιου έρωτα
Τώρα την άνοιξη που έστρεφαν αργά υψώνοντας τη δροσιά
Καθόμουν
τη νύχτα κι έβλεπα πώς εγινόταν οι
κήποι
Βαθείς σε τρόπο, θυμίζαν πώς τ’ αγκάλιασμα έγερνε
Όσων γινήκανε εραστές
Έκπαγλης πτώσης που κράτησε
Θανάσιμο όλον εκείνο τον ουρανό
Κι από το δέντρο κάτω πολλοί στη σκιά του είχανε μαζευτεί, όλοι άσαρκοι, με τα κεφάλια στο πρώτο βάθος του ίσκιου να ξημερώνουν, αγαπητά πρόσωπα, στης αγρυπνίας τον κόπο που παρομοιάζει το πλήρωμα ξένων και μόνων σε ένα σκεύος καρδιάς.
Βαθείς σε τρόπο, θυμίζαν πώς τ’ αγκάλιασμα έγερνε
Όσων γινήκανε εραστές
Έκπαγλης πτώσης που κράτησε
Θανάσιμο όλον εκείνο τον ουρανό
Κι από το δέντρο κάτω πολλοί στη σκιά του είχανε μαζευτεί, όλοι άσαρκοι, με τα κεφάλια στο πρώτο βάθος του ίσκιου να ξημερώνουν, αγαπητά πρόσωπα, στης αγρυπνίας τον κόπο που παρομοιάζει το πλήρωμα ξένων και μόνων σε ένα σκεύος καρδιάς.
[από
το Ο
τρόπος να κινδυνεύομε,
1966, 96]
Που
η αγάπη τότε περισσότερη είναι
Όπως όταν τον πόθο περάσεις τότε κάθε αίσθηση του έρωτα γίνεται έτσι ξεχωριστή
Κι έχει μερίδιο του κόσμου
Το ένα που τρέχει, το άλλο που κελαϊδεί∙
Είναι γεμάτος ο κόσμος
Όπως θα ήθελα χωρίς να τρομάζω που πλέει ο νους
Όπως όταν τον πόθο περάσεις τότε κάθε αίσθηση του έρωτα γίνεται έτσι ξεχωριστή
Κι έχει μερίδιο του κόσμου
Το ένα που τρέχει, το άλλο που κελαϊδεί∙
Είναι γεμάτος ο κόσμος
Όπως θα ήθελα χωρίς να τρομάζω που πλέει ο νους
Νομίζω
πως ό,τι θαυμάσιο κι αλλόκοτο πια δε θα
μοιάζει, μπορεί εκεί να συμβεί
*
Δήμητρα
Κωτούλα
Ελένη
Βακαλό: «Επιμένω ν’ ακούσεις αυτόν τον
ήχο»
«Δέχομαι
την επίσκεψη... / Ταράζει η μέθη, ταράζονται
με την έγερση / Τα ορατά και τα αόρατα...
Αναιρώ όσα έκανα έργα... / Ετοιμάζομαι
για το θαύμα»
(«Το
Θαύμα», Επιλεγόμενα,
1997).
Ανακάλυψα
την Ελένη Βακαλό μέσω της μαθητείας μου
στην ιστορία της τέχνης∙ με κατέκτησε
με την ποίησή της. Και δικαιολογημένα.
Ειδικότεροι
μελετητές του έργου της από μένα, έχουν
ήδη αναφερθεί και θα αναφερθούν
εκτενέστερα στο μέλλον στα στοιχεία
της ποίησης της Βακαλό που, σήμερα, την
τοποθετούν στην πρώτη γραμμή της
νεοελληνικής και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας∙
μια ποίηση σπάνια, με τη δική της γλώσσα
και μαζί γλώσσα «κοινή», στοχαστική και
αυτοσαρκαστική, που καταφάσκει και
αποφάσκει, αντιστέκεται και ενδίδει,
συλλογίζεται και (συν)αισθάνεται.
Ανακάλυψα
–και ήταν θεϊκή τύχη, σκέφτομαι σήμερα–
την ποιήτρια Ελένη Βακαλό, ευτυχώς,
νωρίς. Η Βακαλό μού έδειξε –και εν
πολλοίς μού απέδειξε– ότι η ποιητική
είναι η μόνη «θαυμάσια», η πιο χαρισματική
μορφή γνώσης που διαθέτουμε, ικανή να
μας σώσει από τη βαρβαρότητα του
εύγλωττου, την αναλήθεια, συχνά, της
κοινής γνώμης, την κακοτοπιά του εύκολου
και του εύπεπτου. Η φωνή της με ακολούθησε,
για χρόνια, σαν έμμονη ιδέα. Και σήμερα,
ελάχιστες φωνές αναπαύουν τόσο τον
βουρκωμένο νου μου στις χαμηλές του
ώρες όσο η Βακαλό.
«...Και
ως ακρίδα / Εγώ, η κάθε φορά ανέραστη /
Της ξηρασίας άφτερο πλάσμα∙ ντροπή μου
/ Αποβάλλω του προσώπου το είδος∙ ας τ’
αποβάλλω»
Είναι
ο κοφτερός ηρωισμός εκείνου του «αναιρώ
όσα έκανα έργα» από
μια ποιήτρια με έργο που, πολύ απλά, δε
γίνεται να αναιρεθεί; Είναι η εντελώς
πρωτότυπη δύναμη εκείνης της κατάνυξης
«αποβάλλω
του προσώπου το είδος∙ ας τ’ αποβάλλω»;
Είναι
η εκθαμβωτική συμπλοκή των λέξεων μιας
γλώσσας ξεχωριστής, ο καταιγισμός των
εικόνων, ανάγλυφων, σχεδόν ζωγραφικών
εικόνων, που γεμίζουν τις λιγοστές μα
καίριες σελίδες ειδικά στα Επιλεγόμενα;
Ομολογώ
ότι με γοητεύουν τα
λίγο
«ένοχα» έργα, αυτά που γράφονται
τελευταία, μετά το όλο σώμα μιας γραφής,
μετά τα λεγόμενα ή, μάλλον, «επί
των λεγομένων» – όταν
ο ποιητής, ίσως, θεωρεί ότι έχει καταθέσει
ό,τι είχε να πει– τα έργα που γράφονται
ξαφνιάζοντας τον ίδιο τον δημιουργό
τους, ενάντια στη βούλησή του, κάπως σαν
στο περιθώριο αλλά διόλου περιθωριακά,
ίσα-ίσα συνοψίζοντας όλα όσα πριν
ειπώθηκαν...
«Επιλεγόμενα:
Μαζεμένη στα πόδια μου / Ερμηνεύω το
όραμα / Που ό,τι έρωτας / Η αρχή των αθώων
/ Με ειδοποίησε∙ / Επρόκειτο ο λόγος να
με χαρίσει / Σ’ εκείνη τη φύση που ευθύς
του αντιστέκεται / Του ελέους»
Η
μάχη που δίνεται στο χαρτί, αναμφίβολα
πρέπει να δοθεί μέχρις εσχάτων – αλλιώς
δεν υπάρχει ελπίδα να κερδηθεί. Αν η
Βακαλό κέρδισε αυτή τη μάχη, είναι όχι
μόνο γιατί έγραψε, όπως γράφει κάθε
αληθινός ποιητής, στην κόψη του ξυραφιού,
αλλά γιατί με την ποίησή της κατέδειξε
ότι η δημιουργία γίνεται, πράττεται,
τελείται πολύ απλά για να ξεπεραστεί:
για να αποδώσει το Κύριο Πρόσωπό της,
τον Άνθρωπο, μετά το έργο του, σ’ εκείνη
την άλλη «φύση», του ελέους. Οφείλουμε
να διασχίσουμε την πραγματικότητα, το
κομμάτι του χρόνου που αναλογεί στον
καθένα μας, με το δικό μας, ιδιαίτερο
βήμα, βάζοντας σε δοκιμασία όλους τους
δυνατούς ιδιοσυγκρασιακούς ρυθμούς
της ύπαρξής μας. Οφείλουμε να προσεγγίσουμε
«το
κορίτσι που κατεβαίνει στο ποτάμι»,
«το
πράγμα που γεμίζει στον εαυτό του»,
«το
ζώο-πράγμα που βελάζει στη μοναξιά του»,
μέσα από μια μελαγχολία που «σαν
να είναι από αλλού».
Οφείλουμε, εν τέλει, γράφοντας ή όχι
ποιήματα, ν’ ακούσουμε εκείνο τον άλλο
ήχο, τον ήχο του Άλλου,
που αριστοτεχνικά με έμαθε να ακούω η
Βακαλό.
«Το
κορίτσι κατεβαίνει στο ποτάμι / Προσθέτω
ρήμα / Κινείται / Στο τοπίο ή στο ποτάμι
/ Περνάει μέσα απ’ το τοπίο / Διαμέσου
της περνάει το τοπίο / Τόνος μελαγχολίας
/ Που σα να είναι απ’ αλλού / Κατέχει το
νου μου / Ως παρουσία / Εντούτοις δεν
είναι...Το πράγμα γεμίζει στον εαυτό του
/ Είναι ένα ζώο / Σκοτεινό, πλήρες / Το
ζώο-πράγμα βελάζει στη μοναξιά του /
Επιμένω ν’ ακούσεις αυτόν τον ήχο»
(«Μικρές Σημειώσεις για την Ποίησή μου»,
Επιλεγόμενα,
1997).
*
Αλέκος
Λούντζης
Δυο
λόγια για την Ελένη Βακαλό
Για
την αξιολόγηση, ή έστω την ιστορική και
λογοτεχνική ένταξη του έργου της Ελένης
Βακαλό, δεν θα μπορούσα να εκφέρω επαρκώς
επεξεργασμένη και άρα έγκυρη γνώμη.
Η
δική μου μικρή συνεισφορά περιορίζεται
στην εξής κάπως προσωπική σημείωση:
Η
ταξινόμηση και η προσέγγιση της
λογοτεχνίας με κριτήριο το φύλο μού
προκαλούσε και μου προκαλεί ακόμα
αμηχανία. Αντιλαμβάνομαι, προφανώς, τη
σημασία της παραμέτρου, τα όσα φωτίζει
και αυτή η ερμηνευτική, πλάι στις άλλες
και όχι πέραν αυτών, αλλά κατά βάση
εξακολουθεί και μου φαίνεται είτε
υπερβολική γενίκευση είτε ευκολία. Μου
φαίνεται, εν τέλει, σχηματική και ενίοτε
άδικη, ακόμη και εκεί που επιχειρεί να
αποκαταστήσει αδικίες.
Ε,
διαβάζοντας για πρώτη φορά μεθοδικά
την ποίηση της Βακαλό, δελεάστηκα σκληρά
να αναθεωρήσω, κι ας μην συνέβη εξ
ολοκλήρου. Πέρα από τα σημαντικά άλλα,
υπάρχει κάτι καθοριστικά και αξιοθαύμαστο
γυναικείο στη γραφή της, κάτι εξίσου
οικείο όσο και απρόσιτο, κάτι που μπορείς
να το διακρίνεις με την πρώτη ματιά αν
σ’ το δείξουν, αλλά ξέρεις ότι δεν
μπορείς να το βρεις μόνος σου όσο και
αν ψάξεις. Και εκείνη το έκανε να γίνεται
απτό με
τα πρώτα
της
λόγια.
- «Γενεαλογία», «…η μητέρα τριαντάφυλλο» (τίτλος πορείας) – από τη συλλογή Γενεαλογία (1971)
Γενεαλογία
Απ’
τη μεγάλη ορμή του πατέρα μου γινήκανε
τρία ποτάμια,
γάλα το ένα κι έβοσκαν αγελάδες
και βόδια, το άλλο γεμάτο κρασί
και καθόντανε άνθρωποι
με κανάτια γελώντας, το τρίτο που είχαν
οι γραφές απ’ την αρχή του κόσμου ποτάμι
αίμα και δάκρυα
«…η
μητέρα τριαντάφυλλο»
Όταν
η μητέρα μου έφτασε στην ηλικία εκείνη
που το δέρμα της χωριστά ζούσε ρίγη κι
άλλαζε κάθε μέρα-
Τότε
ήταν πιο συγκινητική να τη βλέπεις μόλις
ωραία
Τότε
είναι πιο συγκινητικά και τα τριαντάφυλλα
που ο Μάιος
τους κήπους γεμίζει-
Ο
πατέρας μου περισσότερο δεν μπορούσε
πια ν’ αγαπήσει
κι έτσι άρχισε να υποφέρει
Τ
ο τ ρ ι α ν τ ά φ υ λ λ ο
Ένα
μόνο τριαντάφυλλο
Στολίζει
όλο το σπίτι
Και
το τριαντάφυλλο αυτό
Το
έκοψε εκείνη
- «Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά στα παιδιά παραμύθια» (απόσπ.) – από τη συλλογή Η έννοια των τυφλών (1962)
Στο
υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από
άλλοτε των σπιτιών
τα θεμέλια είναι ένα χτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα
πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλα
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που
καιγόνταν
τα θεμέλια είναι ένα χτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα
πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλα
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που
καιγόνταν
Είναι
πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό
παλιό το είδωλο μου
Κι
αν γέμισε αυτό το ποίημα μου
φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Ήταν
το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος
του ανέμου που
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ‘ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ‘ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
Κατέφυγα
στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
- «…το εμποδισμένο νερό» (τίτλος πορείας) – από τη συλλογή Ο τρόπος να κινδυνεύομε (1966)
Είχε
περάσει σε μεγάλες ριπές ο αέρας νύχτες
πολλές
Το σκοτάδι κινούσε.
Παράφορα κουβαλούσε από παντού μυρωδιές
Στα πλευρά
μου άνοιγε κήπους. Έβλεπες άλλες φορές
τοπία θαλασσινά
Δροσεροί
στις όχθες τους ξάπλωναν όσοι θυμόμαστε
Δεν καίγονται, δεν μαραίνονται
Τότε αναβρύζαν
πηγές
Από τη μια γλυκό κυλούσε νερό ως μέσα
στη θάλασσα προχω-
ρώντας σε ήσυχους δρόμους
Εκεί όταν
είναι οι μέρες καλές πιο κρύο σαν κολυμπάς
αισθάνεσαι
το νερό
Κι όπως σε
πλάκα μαρμάρινη αν σταθείς απόγευμα
του καλοκαιριού
Όντας εσύ πιο ζεστός, εκείνη
στη σκιά και στα χόρτα κρυμένη
Μιαν
άλλη ανάσα θαρρείς πως περνά
Κι ανάπαυση σε τραβά και
τρόμος σε διώχνει
Έτσι
αισθάνεσαι όταν τα ρεύματα αυτά συναντάς
Καλλίτερο
για τη δίψα του άγιου τους στόματος το
εμποδισμένο νερό
*
Όλγα
Παπακώστα
Σχόλια
στην ποίηση
Και
τα τρία ποιήματα έχουν ως θέμα τους την
τέχνη της ποίησης και τη μοίρα των
ποιημάτων ή την σχέση τους με τη μοίρα
του ποιητή. Το πρώτο το επέλεξα για την
υπέροχη περιγραφή της ανησυχίας που
προκαλεί στην ποιήτρια η περιέργεια με
την οποία θα εξετάζονται τα ποιήματά
της όταν εκείνη δεν θα ζει πια. Το δεύτερο
επειδή βλέπει τα ποιήματα είτε ως σήματα
λυγρά για το μέλλον είτε ως αναδρομικές
ερμηνείες του παρελθόντος. Το τρίτο
για τους τρεις τελευταίους του στίχους,
αλλά και για όλους τους προηγούμενους.
~
Λοιπόν
όταν άλλοτε έγραφα να κρύβω ήθελα μερικά,
εκείνα
που
νόμιζα ότι οι άλλοι δεν τα χρειάζονται
και
γιατί από μένα να ξέρουν περισσότερα,
το πώς και το τι
Καθένας
έλεγα τα δικά του και μαζί του τα παίρνει,
ύστερα
όταν
πεθάνει τα βρίσκουνε διάφοροι άλλοι
ποια ήταν αυτά
μας
κολακεύει μάλιστα μια τέτοια
περιέργεια
τους πιο πολλούς
(κανένας
λοιπόν ποιητής
και
γυναίκα δεν το απόφυγε αυτό)
Μα
έτσι έπρεπε να βρεθώ που άλλος τρόπος
δεν έμεινε κά-
ποιον
στα τελευταία να ελπίζω κοντά μου παρά
και την αυτοκτονία
να
χάσω της ποίησης
καθώς
το
λογαριάζω πως είναι η ποίηση, και τώρα
ούτε να ξέρω ποιο θα
ήταν
το πιο καλό
~
Ανάγκη
στο ποίημα αυτό να μη παραβλέψομε πόσα
πέρασαν
γιατί
όσο το ποίημα το γράφομε κι άλλα
συμβαίνουν. Τότε θα
έλεγα
και τα πρώτα με άλλο μάτι οι ίδιοι τα
βλέπομε
Εννοώ
τα ειπωμένα πρωτύτερα, φανερώνονται
τώρα περισ-
σότερα
από ό,τι θα έλεγες
Τι
κυριεύει η λέξη;
Τα
κρυφά αυτά τα ακούσματα, που έχουν έτοιμα
για όσα
τους
βρίσκουνε τους ανθρώπους
Αλλά
ούτε κι εγώ το περίμενα όσα έγιναν ότι
είχαν αρχίσει
Γιατί
όταν έγραφα
«Για τα σφάγια, στοιβαγμένα
στα
πόδια μου πώς θα τ’αφήσω ζητούσαν»
(αυτό δεν θα το βρείς,
από
τότε με είχε τρομάξει)
«Τα σκληρά και ενάντια, που
έλεγα,
ή άερας, ή μόρια αέρα ας ήταν και μεγάλα
μου φάνταζαν
πλάσματα»
Αγαπητά
πως μου είναι κι όχι κίνδυνος μοιάζουνε
Ο
κόσμος τι να ξέρει;
~
Ο
τόπος όλος κοντά του που δεν το έπινε
το νερό ήταν σπαρμένος
με
κάλυκες λάσπης, μικρές τρύπες της γης,
με χώμα λεπτό-
τερο
γύρω στα χείλη. Κι οι έτοιμοι των ανοίξεων
νεκροί την
τρυφερότητά
τους την περιβάλλονται έτσι
Το
ίδιο αν δεν ήταν που έφερνε τον καιρό,
φυσούσε ασάλευτο, το
δέντρο
ήταν σχεδία. Σε σύννεφα και τσαμπιά του
καιρού του
κακού
που μαζεύονταν το περιέπλεα, τότε
επιβιβαζόμουν τα
μελανά
του πουλιά
Σε
όλο το χώρο μου έρχονταν τόσο πολλά. Κι
η κυριαρχία των
νέων
δεχόταν απότομα, γρήγορα να περνά τη
σκιά τους αφού
είχαν
μακρύνει προτύτερα αυτά, τα ηλιόλουστα
στο τοπίο
της
πτήσης και στο σώμα του σκοτεινά
Σ’
αυτό το δέντρο που χρόνια καθόμουν τον
ήχο του ν’ ανεβαίνει
τον
άκουγα, τον περίμενα ν’ ακουστεί
Όσα
γινήκαν φωνές και τ’ άλλα σιωπή
Θυμηθείτε
το αυτό όταν με διέτρεχε η σκιά
Εγώ
δεν είχα ποτέ μου πολλές άλλες φωνές
Γιατί
στην άβυσσο μέσα υπάρχω όπως υπάρχει
στο ποίημά μου
πάντα
κρυμένος, όχι μια λέξη, παρά ένας λυγμός.
*
Χρήστος
Σιορίκης
Η
γλώσσα κατάσαρκα
Απόσπασμα
από το ποίημα «Η έννοια των τυφλών»:
– Απ’το ημερολόγιο των τυφλών –
Απλώθηκε
σα σκιά απειλής κι ησυχίας μεγάλης, όταν
μέσα της
βρίσκεσαι και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θάρθει»
βρίσκεσαι και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θάρθει»
Εφηβεία
καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς
το μπορού-
σα κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει
σα κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει
Κι
όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την
καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά
γύρω μου και αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως
πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι
ψίθυροι και τα νεύ-
ματα που διακρίνεις
ματα που διακρίνεις
Όλα
μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία
αργής μεταμόρωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί
τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο
ποίημα και τα άλλα
που τον θάνατο ετοιμάζουν;
που τον θάνατο ετοιμάζουν;
Αυτά
ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει
Η
απορία που μένει, τι είναι έρωτας
Μ’
όσα παιδιά ερχόντανε και παίζαμε μπροστά
στα κάγκελα του κήπου τέτοιο παιχνίδι
κάναμε, πηδώντας στο σκαλάκι το ένα πόδι
ανέβαζες με τ’ άλλο κατεβαίνοντας ευθύς
στο παρακάτω
Ύστερα
συνεχίζαμε στο δρόμο τις τρεχάλες και
πότε φεύγαμε πιο εκεί μακριά απ’ το
παιχνίδι και τα κρυφά που έχουνε να
πούνε δυο κορίτσια κοντά κοντά τα λέγαμε
κι από το ένα αρχίζοντας περισσότερα
μας έφερνε ο νους μας
~
Πολλές
φίλες και φίλοι με έχουν ακούσει, έξαλλο,
να λέω: «Μα είναι δυνατόν να μη διαβάζεται
ευρέως η Βακαλό; Είναι δυνατόν να την
αναφέρουν τόσο λίγο;»
Μέσα
στον εικοστό αιώνα κυριάρχησαν ως
δημοφιλείς, ποιητές –άντρες ποιητές–
που χρησιμοποίησαν με μια πρόχειρη
ευκολία το σύμβολο, και με ελάχιστη
τέχνη τις αποφθεγματικές διατυπώσεις,
δημιουργώντας μια αίσθηση στους ανθρώπους
ότι αυτό είναι η ποίηση. Όμως έρχεται η
Ελένη Βακαλό, η οποία ευτυχώς δεν είναι
μόνη, για να μας δείξει πως η ποίηση
είναι κοντά στο συμβάν και στο σώμα.
Σκέφτομαι
ότι, αν ο τρόπος της ήταν πιο οικείος
στους ποιητές και στους αναγνώστες, θα
είχαμε όλοι μια διαφορετική, βαθύτερη,
απαιτητική –αλλά και πιο ευχάριστη–
σχέση με τη γλώσσα. Και δεν θα είχαμε
φτάσει εδώ που φτάσαμε.
Η
ποίηση της Ελένης Βακαλό, έτσι όπως
περιέχει, και δένει, το αίσθημα, το
σωματικό αίσθημα, τον συλλογισμό, τη
θέση και τη μουσική, μας δείχνει ότι,
μετά το σώμα, το αμέσως φυσικότερο πράγμα
είναι η ποίηση.
Και
επειδή και το σώμα και η ποίηση έχουν
λατρέψει την επανάληψη, ας διαβάσουμε
πάλι το ποίημα «Η απορία που μένει, τι
είναι έρωτας».
*
Μαρία
Τοπάλη
Δεν
ήμουν καθόλου εξοικειωμένη με το έργο
της Ελένης Βακαλό πριν μου δοθεί αυτή
η ευκαιρία, χάρη στον Παναγιώτη Ιωαννίδη
και το [μτλγ]. Έτσι, μολονότι ο τρόπος
δεν είναι δόκιμος, επέλεξα το κολάζ των
στίχων σαν μια περιδιάβαση του αμύητου.
Με τη συγκεκριμένη πρόχειρη σύνθεση
επιχειρώ να κατασκευάσω την "ατμόσφαιρα
Βακαλό" όπως απηχείται μέσα μου:
ευρεία, γόνιμη θηλυκότητα, φύση και
φυλή, και μια μοντερνιστική επεξεργασία
του παραδοσιακού ποιητικού τόνου σπάνιας
ομορφιάς.
[98]
«Χόρτο
μαζεύω μνήμη ανθίζει
Τα
λέω έγνοιες, τα λέω αρνιά»
[127]
«Και
πόσο αγαπώ την αγελάδα με τα ίσια της
βλέφαρα που πιστεύω ολόκληρη ανθρωπότητα
αν ήτανε με το δεξί της χέρι την αγελάδα
θα τιμούσε κι όσα μας δίνει»
[134]
«Μην
ακούς τι λέω, κλαίω.»
[140]
«Τα
πράσινα τα σκοτεινά πριν ανεβεί ο ήλιος,»
[147]
«Έβλεπα
που η οικογένειά μου μεγάλωνε, σ’ όλα
τα μέρη της γης άπλωνε κι απ’ όλα τα
μέρη της γης ειδήσεις σα λάβαινα γι’
αγαπητά μου έμοιαζε πρόσωπα μάθαινα,
όμοια με μένα στα πάθη τους και σε όσα
θα χαίρονταν, με αίμα δικό μου δικοί μου
γινήκανε άνθρωποι
Κι
αποφάσισα γι’ αυτούς γιατί να μη γράψω;»
[148]
«Και
επειδή θέλω όχι μόνον αγάπη αλλά και
τιμή δίνοντας όπως σε συγγενείς μακρινούς
έστω αν δυστυχήσουν κοντά τους πρέπει
εκείνη την ώρα να είσαι
γιατί
κοντά συμφορές είναι σε όλους
έτσι
θ’ αρχίσω»
[155]
«Πως
υπάρχει στην Περσία όπως άκουσα μια
φυλή. Χτίζουν και μένουνε στα φαράγγια
της Άρντερουμ
Κάθε
γενιά, μία φορά, τα σπίτια τους τα παίρνει
η βροχή
Όσοι
σωθούνε γυρίζουν και χτίζουνε στα
φαράγγια της Άρντερουμ»
*
Μαίρη
Γιόση. Σπούδασε
νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του
Τορόντο (Καναδάς). Είναι αναπληρώτρια
καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών και, πέρα από το
επιστημονικό και μεταφραστικό της έργο,
έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικά βιβλία
(τα δύο πρώτα με το όνομα Μαίρη Κάσου):
Πασιφάη
(1981), Τοπίο
κατάβασης
(1985), Ειδική
διαδρομή
(1990), Οι
Γάμοι
(1993) και Χαμηλός
Ουρανός
(2006).
Άννα
Γρίβα. Γεννήθηκε
στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία
στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας
στη Ρώμη. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές
συλλογές, η τελευταία με τίτλο Σκοτεινή
κλωστή δεμένη
(2017). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα
αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά,
ισπανικά.
Παναγιώτης
Ιωαννίδης.
Τρία βιβλία ποίησης: Το
σωσίβιο
(2008), Ακάλυπτος
(2013), Πολωνία
(2016)∙ έπεται ο Ρινόκερως.
Πιο πρόσφατη έκδοση, το συλλογικό βιβλίο
δοκιμίων Μια
συζήτηση για την ποίηση τώρα
(2018). Μέλος της συντακτικής ομάδας του
περιοδικού «ΦΡΜΚ» και επιμελητής των
ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια
[γίνεται]».
Αλέκος
Λούντζης.
Κοινωνικός ανθρωπολόγος και νομικός,
εργάζεται στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας
Παιδιών και Ενηλίκων. Το 2015 δημοσίευσε
τη συλλογή Προπαγάνδα:
κάποια γράμματα για κάποια πράγματα
(βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή του
περιοδικού «Αναγνώστης»), ενώ προσφάτως
εκδόθηκε το λιμπρέτο του για την όπερα
του Δ. Μαραγκόπουλου με θέμα τον Στρατηγό
Μακρυγιάννη, που παρουσιάστηκε στην
Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής
Σκηνής.
Δήμητρα
Κωτούλα.
Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της
τέχνης. Έχει εκδώσει τις Τρεις
Νότες για μια Μουσική
(2004) και την Επίμονη
Αφήγηση
(2017). Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν
παρουσιαστεί φεστιβάλ και δημοσιευθεί
σε περιοδικά και ανθολογίες στην Ελλάδα
και διεθνώς. Έχει μεταφραστεί σε δέκα
γλώσσες. Με την εποπτεία του Poet Laureate Ted
Kooser και σε μετάφραση της Maria Nazos θα
κυκλοφορήσει επιλογή από το έργο της
στις ΗΠΑ. Εργάζεται ως αρχαιολόγος και
ζει με την κόρη της στην Αθήνα.
Όλγα
Παπακώστα.
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε
Κλασική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές
συλλογές (η πιο πρόσφατη: Μεταμορφώ[θ]εις,
2018) και έχει μεταφράσει τις Τουσκουλανές
Διατριβές του Κικέρωνα.
Χρήστος Σιορίκης. Eργάζεται ως δάσκαλος ισπανικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή Η πρώτη φορά (2018 – υποψήφια για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου του «Αναγνώστη»).
Χρήστος Σιορίκης. Eργάζεται ως δάσκαλος ισπανικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή Η πρώτη φορά (2018 – υποψήφια για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου του «Αναγνώστη»).
Μαρία
Τοπάλη. Γεννήθηκε
στην Θεσσαλονίκη∙ ζει και εργάζεται
στην Αθήνα. Τέσσερεις ποιητικές συλλογές,
δύο έργα για μουσικό θέατρο, μια
αλληλογραφία (με τον Κ. Ματσούκα).
Μεταφράζει ποίηση, πεζογραφία και
επιστημονικά κείμενα από τα γερμανικά
προς τα ελληνικά. Γράφει κριτική
συστηματικά για την "Ποιητική"
(της οποίας είναι μέλος τής Σ.Ε.) και για
την "Καθημερινή της Κυριακής", και
σποραδικά για διάφορα έντυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου