20191217

Ο Ελύτης και οι άλλοι




 

 

 

 

 

 

 

Ο ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ

Συνεχίζοντας την αναψηλάφιση του νεοελληνικού ποιητικού κανόνα που ξεκίνησαν το 2013, οι ποιητικές συναντήσεις «Με τα λόγια (γίνεται)», στην δεύτερη εκδήλωση της ένατης περιόδου τους την Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, παρουσίασαν την εκδήλωση «Ο Ελύτης και οι άλλοι», με αφορμή την συμπλήρωση 40 χρόνων από την απονομή του βραβείου Νομπέλ στον ποιητή. Είχαν προηγηθεί ανάλογες εκδηλώσεις –οι περισσότερες, κατόπιν δημοσιευμένες στο “The Books' Journal” και αναδημοσιευμένες εδώ– αφιερωμένες στον Καβάφη πέρα από τα 154 ποιήματα τού 'κανόνα', στον Τάκη Παπατσώνη (τ. 90, Σεπ. 2018), στον Κώστα Καρυωτάκη και τους συγχρόνους του (τ. 101, Σεπ. 2019), στην Ζωή Καρέλλη (τ. 106, Φεβ. 2020), και στην Ελένη Βακαλό (τ. 99, Ιούν. 2019).

Ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996), από πολύ νωρίς, μετέφρασε, μελέτησε, συναναστράφηκε και, ρητώς ή υπαινικτικότερα, αναφέρθηκε στα ποιήματά του σε πλήθος παλαιότερων ποιητών, Ελλήνων και ξένων. Αυτήν την δημιουργική συνομιλία του σχολίασαν, διαβάζοντας τα σχετικά ποιήματα, επτά σύγχρονοι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες.

 

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ορφέας Απέργης

 

Ελύτης-Σολωμός, μεταφυσικοί παρά την πατρίδα

 

 

Με αφορμή μια εκδήλωση της ομάδας «Με τα λόγια γίνεται» για τα 40 χρόνια από το «Νόμπελ του Ελύτη», επισκέφτηκα ξανά γνώριμα κι αγαπημένα μέρη της πατρίδας, ξανασκαλίζοντας τη σχέση Ελύτη-Σολωμού.

 

Η οφειλή του Ελύτη προς τον Σολωμό ομολογείται από τον ίδιο, διαρκώς:

 

«Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει δύο πόλους. Στον βόρειο τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός. [Στον νότιο ο Καβάφης…]» (Εν λευκώ, σ. 353).

«Ευτυχήσαμε να έχουμε το Σολωμό. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο ανακαλύπτω το μεγαλείο του. Νομίζω ότι είναι ένας από τους δέκα μεγαλύτερους ποιητές όλων των καιρών». (Συν τοις άλλοις [2011], σ. 84, συνέντευξη 1972 στον Λεωνίδα Ζενάκο). «Προσωπικά, οι μεγάλοι μου δάσκαλοι –αλλά, πιστεύω, για όλους όσοι δουλεύουν συνειδητά την ποιητική τέχνη– εστάθηκαν ο Χαίλντερλιν, ο Μαλλαρμέ, ο Ρεμπώ και ο Σολωμός. Το μεγαλείο του Σολωμού ολοένα μου αποκαλύπτεται και δεν εξαντλείται. Κι άλλα εκατό χρόνια να ζήσω, πιστεύω, κάτι θα διδάσκομαι, κάτι θ’ αντλώ από τη μεγαλοφυΐα του. Είναι κρίμα ότι οι ξένοι δεν μπορούν να διαβάσουν ελληνικά. Αν και, όπως έλεγε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ‘πρέπει να έχεις γεννηθεί μέσα στην ελληνική γλώσσα για να καταλάβεις τον Σολωμό’». (Συν τοις άλλοις [2011], σ. 232-33, συνέντευξη 1981 στους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο).

 

Αλλά και εντός της ποίησής του, τον ομολογεί ο Ελύτης τον Σολωμό, φευγαλέα αλλά τόσο εντατικά:

 

«Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου. / Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!» και «Πάνω απ’ την άβυσσο   αιωρούμενη γνώρισα / ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ   ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!» (Το Άξιον Εστί, Τα Πάθη Β΄ και α΄), κι ύστερα «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί / όπου και να θολώνει ο νους σας / μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό / και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.» (Το Άξιον Εστί, Τα Πάθη ΙΑ΄).

 

Και ούτω καθεξής.

 

Αυτή η διαρκής επιστροφή, η διαρκής επίκληση του Σολωμού, μας επιτρέπει να μιλήσουμε για το «αναβαλλόμενο σολωμικό δοκίμιο» του Ελύτη, για το δοκίμιο που ο λαλίστατος Ελύτης δεν μπόρεσε ποτέ να γράψει με θέμα τον Σολωμό. Οι αιτίες της απουσίας αυτής προσφέρουν έδαφος για πολλές αιτιάσεις. Νομίζω αρκεί εδώ να πούμε ότι ο Ελύτης δεν μπορεί να περιλάβει τον Σολωμό σε ένα δοκίμιο γιατί νιώθει να περιλαμβάνεται ο ίδιος στο σολωμικό έργο. Δεν μπορεί να γράψει ως εάν ο Σολωμός να ήταν γνήσιο υποσύνολο της περι-γραφικής του, γιατί ο ίδιος αισθάνεται εκείνος γνήσιο υποσύνολο της περιγραφικής του Σολωμού. Δεν μπορεί να το περιέχει γιατί τον περιέχει εκείνος, ο Σολωμός.

 

Κι ακόμα, γιατί ο Ελύτης θέλει πολύ –επιθυμεί πραγματικά– να γράφει και να μιλάει και, κυρίως, να ηχεί σαν εθνικός ποιητής. Και αν έγραφε δοκίμιο, θα αναγκαζόταν να πει ψέματα, ή να αποκαλύψει ότι αυτό που κυρίως τον συνδέει με τον Σολωμό είναι η πίστη στη μεταφυσική, όπου –κι αυτό θα ξεσήκωνε μομφή και ψόγο– η πατρίδα χρησιμοποιείται μόνον ως αφορμή. Ίσως και ο ίδιος δεν θα ήθελε, ούτε θα άντεχε ποτέ να το πει αυτό στον εαυτό του.

 

Στις συνεντεύξεις του, απουσία του διαρκώς αναβαλλόμενου δοκιμίου, ο Ελύτης ενίοτε ψελλίζει κατά συνθήκην ψεύδη, που επιμένουν να φιλοτεχνούν την εικόνα του ως νέου εθνικού ποιητή, αυτή την εικόνα που με αποφασιστικότητα φιλοτέχνησε δι’ εαυτόν μέσω του «Άξιον Εστί», όπου η μεταφυσική πίστη μασκαρεύεται –ή έστω μεταγράφεται– ως επίκληση του κοσμοειδώλου «Ελλάς». Λέει, για παράδειγμα: «Όμως εμένα, εκείνο που με στηρίζει είναι η Ελλάδα του Σολωμού, ‘μέσα εις το μέλλον, εντυμένη με άπειρη δόξα’». (Συν τοις άλλοις [2011], σ. 83, συνέντευξη 1972 στον Λεωνίδα Ζενάκο).

 

Μπορούμε, όμως, να αμφισβητήσουμε μονομερώς την αγάπη του μεταφυσικού Σολωμού και του μεταφυσικού Ελύτη για την Ελλάδα; Μπορούμε, αλλά δεν αισθάνομαι ότι έχουμε αυτό το δικαίωμα. Γι’ αυτό είπα για μεταφυσική που δεν μασκαρεύεται αλλά μεταγράφεται ως Ελλάς, για μεταφυσική που αποκτάει φυσική σάρκα και κόκκαλα Ελλήνων, βουνά και νησιά ελληνικά, φύση από τη φύση που τους δόθηκε να βλέπουν οι ποιητές που κατοικούν εδώ. Και δεν μπορεί να υπάρξει μεταφυσική, τουλάχιστον δρώσα ποιητική μεταφυσική, χωρίς τη φυσική της.

 

Γι’ αυτό ας είμαστε δεκτικοί κι ας πούμε ότι Σολωμός και Ελύτης ήτανε μεταφυσικοί παρά την πατρίδα. Σε πείσμα της, αλλά και παραστέκοντάς την.

 

Ζωμένοι τον μεταφυσικό σφαδαγμό αλλά κι ευζωνάκια παρά το μνήμα του άγνωστου λαϊκού στρατιώτη της.

 

Η αποκάλυψη της μεταφυσικής πίστης του Ελύτη και άρα της μυστικής συνομιλίας του με τον Σολωμό βρίσκεται όχι στις ευκολίες του Άξιον Εστί που παράθεσα, αλλά στις δυσκολίες του κατοπινού Φωτόδεντρου που προτιμώ να επικαλούμαι. Ομολογεί κι ο ίδιος, ολίγον εν παρόδω, στη συνέντευξη του ’71: «…μερικά ποιήματα από το Φωτόδεντρο, με τα δικά μου κριτήρια, είναι ό,τι σημαντικότερο έχω γράψει στη ζωή μου». (Συν τοις άλλοις [2011], σ. 86, συνέντευξη 1972 στον Λεωνίδα Ζενάκο).

 

Η βασική ιδέα του Φωτόδεντρου; «Πρόκειται για μια μεταφυσική του φωτός» (ό.π., σ. 88). «Θυμηθείτε τη φράση του Γερμανού φιλοσόφου: ‘Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την παρουσία της αυθεντικής πραγματικότητας παρά υπερβαίνοντας και ξεπερνώντας την εμπειρική αντικειμενικότητα του κόσμου’. Μέσα σε μια τέτοια αντίληψη, θα βρείτε το κλειδί του Φωτόδεντρου. (ό.π., σ. 88).

 

Είναι η αντίληψη που τον συνδέει οριστικά και αδιάρρηκτα με τον Σολωμό: η εμπειρική αντικειμενικότητα του τόπου «Ελλάς» τους επιτρέπει να αντιληφθούν την παρουσία της αυθεντικής πραγματικότητας, πέρα, πολύ πέρα από αυτό το «Ελλάς». Αυτός είναι και ο λόγος που ο Καβάφης, αν και «νότιος πόλος της σφαίρας που σχηματίζει η νεοελληνική ποίηση», του είναι εν συγκρίσει «ξένος, ξένος πολύ»: «Αναγνωρίζω ανεπιφύλαχτα όλη του τη μεγάλη σημασία, ωστόσο κάτι μ’ εμποδίζει να τον βάλω πλάι στον Σολωμό. Κάτι μου φταίει, που δεν το έχω προσδιορίσει μες στη συνείδησή μου [Σ.τ.Σ. να, πάλι, η αποφυγή της αλήθειας και άρα η υπεκφυγή]. Ίσως να είναι [Σ.τ.Σ. αλλά η αλήθεια, επίμονη, δεν μπορεί να καταχωνιαστεί και εκβάλλει στο λόγο!] ο αποκλειστικά εμπειρικός τρόπος που βλέπει τα πράγματα. Το γεγονός ότι δεν επικοινωνεί, παρά πολύ σπάνια, με αυτό που ονομάζουμε ‘υπερβατική αλήθεια’. Κοντολογίς, του λείπει το ‘από Θεού’. Ίσως, όμως, και να ’χω λάθος {Σ.τ.Σ. και γρήγορα-γρήγορα ξανακρύβεται ο ποιητής πίσω απ’ τη μάσκα]». (Συν τοις άλλοις [2011], σ. 84, συνέντευξη 1972 στον Λεωνίδα Ζενάκο).

 

Και η υπερβατική, μεταφυσική αυτή αλήθεια, η μόνιμη οδός της μυστικής επικοινωνίας Ελύτη-Σολωμού, γίνεται ακόμα πιο συγκεκριμένη αλλού, εκεί όπου ο Ελύτης περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο είναι «καθαρή» (pure) η σολωμική ποίηση: «Με τον όρο ‘καθαρότητα’ εννοώ μια διαφάνεια που να αντιστοιχεί από τη φυσική της πλευρά στο φως το ελληνικό [Σ.τ.Σ. σίγουρα μια αφορμή, λοιπόν, το ελληνικό φως, ή έστω, ένας συμβολισμός, μια ενσάρκωση, μια οδός-δίοδος προς το μεταφυσικό βάθος] και από την πνευματική της σε μια τέτοιαν άρση πάνω από το Κακό, που η προσφερόμενη ορατότητα, πραγματικά, να γίνεται απέραντη. […] Να ‘μένεις στην εποχή σου’ δεν σημαίνει να διεκτραγωδείς απλώς τα δεινά της – κάτι εύκολο. Είναι να της αντιτάσσεις όπλα πνευματικά, που να τα προμηθεύεσαι από την αποθήκη της μνήμης του λαού σου. Τη λαλιά του Σολωμού και τη λαλιά του Παπαδιαμάντη, στο κείμενο που αναφέρατε [Σ.τ.Σ. Το Άξιον Εστί, Τα Πάθη ΙΑ΄], τις ταυτίζω με το καθαρό νερό της ελληνικής κρήνης. Πατέρες της καθαρότητας, ο πρώτος χάρη στην υψηλή του διάνοια, και ο δεύτερος χάρη στην απείραγη από τις μικρότητες ψυχή του». (Συν τοις άλλοις [2011], σ. 160-61, συνέντευξη 1977 στον Ματθαίο Μουντέ).

 

Ο Ελύτης φτάνει στην «καθαρότητα» με το Φωτόδεντρο του ’71, αφήνοντας πίσω του την αφορμή-πατρίδα – αν όχι σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, τουλάχιστον στο ομώνυμο ποίημα, όπου περιγράφει το μεταφυσικό του φωτόδεντρο: «…ήταν μόνο το φωτόδεντρο / Εκεί   στο πίσω μέρος της αυλής   μες στις βρομούσες και στα παλιοσίδερα   όμως    Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει   αλλά   Παίζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω από ψηλά  περνούσαμε τις μέρες ώσπου / Μονομιάς   σπούσε η άνοιξη τους τοίχους   μου ’φευγε το περβάζι απ’ τον αγκώνα κι έμενα μπρούμυτα μες στον αέρα να κοιτώ / Τι λογής είναι η αλήθεια   όλο φύλλα στρογγυλά   κι από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα   πέντε   δέκα    εκατοντάδες   αρπαγμένα εφ’ όρου ζωής απ’ το άγνωστο / Ακριβώς όπως εμείς   Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω   ας πέθαιναν οι άνθρωποι   ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού ξανασταλμένος ο απόηχος του πολέμου   τίποτε αυτό   μια στιγμή σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ’ αντέξει / Τέλος    επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως   όπως ο Ιησούς Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι» («Το Φωτόδεντρο», ΙΙ).

 

Στο τέλος του ποιήματος, «το σπίτι της παιδικής του ηλικίας στο μακρινό νησί» έχει αντικατασταθεί από ένα μοναστήρι, που το γυροφέρνει ο αφηγητής σαν πουλί τ’ ουρανού, βγάζοντας φως κοκκινωπό «από το να ’χω παιδευτεί κι από το να ’μαι μόνος» [πόσο δραστικός είναι ο ξαφνικός δεκαπεντασύλλαβος εδώ, που επιβεβαιώνει τη συνομιλία με το Σολωμό], ένα μοναστήρι όπου «άσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν   κι ούτε που μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα  σε τι μεριές με μάλωνε η μητέρα μου   πού πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη το φωτόδεντρο   εάν υπάρχει ακόμη / Από κάπου ο καπνός περνούσε   από το βλέμμα του Αγίου Ισίδωρου ίσως   πέμπονταν το μήνυμα ότι / Τα δεινά μας καλώς έχουν   και η τάξη δεν πρόκειται ν’ ανατραπεί / Αχ πού ’σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο   πού ’σαι φωτόδεντρο παραμιλούσα κι έτρεχα   τώρα σε θέλω   τώρα που έχασα ως και τ’ όνομά μου / Που πια κανένας δεν πενθεί τ’ αηδόνια   κι όλοι γράφουν ποιήματα» («Το Φωτόδεντρο», IV).

 

Το δέντρο αυτό, ο τόπος της μεταφυσικής καταφυγής του Ελύτη όταν (1971, ή και παλιότερα!) τον πολιορκούν οι συμφορές, ο αινιγματικός τόπος της καθαρής ποίησης που αντιστρατεύεται κι αντιμάχεται το Κακό, ο τόπος της αλήθειας της συναλληλίας –της συμπόνιας και του έρωτα, του Ιησού Χριστού και των ερωτευμένων–, ή όποιας άλλης αλήθειας κομίζουν τα αηδόνια, ο ενορατικός τόπος που μπορεί να πολιορκηθεί αλλά ποτέ να περιγραφεί και να περιφραγεί από τις λέξεις, είναι το ίδιο δέντρο που ανομολόγητα (εκ μέρους του Ελύτη) πρώτος υψώνει ο Διονύσιος Σολωμός:

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (από το Carmen Saeculare [Σ.τ.Σ. Τραγούδι του Αιώνα])

 

Δεν είναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δεν είναι·

βρύσες απλώνει τα κλαδιά το δέντρο στον αέρα·

μην καρτερείς εδώ πουλί, και μην προσμένεις χλόη [Σ.τ.Σ. πράσινο φύλλωμα]·

γιατί τα φύλλ’ αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα.

Το ψηλό δέντρ’ ολόκληρο κι ηχολογά κι αστράφτει

μ’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τ’ ουρανού τα φώτα.

Σαστίζ’ η γη κι η θάλασσα κι ο ουρανός το θάμα,

το μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης,

κι αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα,

χίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα.»

 

(όπως το παραθέτει, δικαίως «αποκαθαρμένο» από στίχους αλλότριων στιχουργημάτων περί ερωτευμένης βοσκοπούλας και άλλων τινών… βουκολικών, ο Στυλιανός Αλεξίου, σ. 320, Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά, εκδ. Στιγμή, 1994).

 

Και η μεταφυσική του δέντρου του Σολωμού, όπως και αυτή του φωτόδεντρου του Ελύτη, θυσιάστηκε από πολύ νωρίς –ήδη από τα Προλεγόμενα του Πολυλά– στο βωμό και την υπηρεσία της μητέρας-πατρίδος: «Σκοπός [του σολωμικού Δέντρου] ήταν να ζωγραφίσει την τωρινή κατάσταση του ελληνικού έθνους και το μέλλον του». Και ο Αλεξίου, δυστυχώς κατ’ εμέ, προσυπογράφει χωρίς ενδοιασμούς: «Ανάλογο προφανώς ήθελε και ο Σολωμός να είναι το δικό του «ποίημα του αιώνα» [Σ.τ.Σ. κατά το προηγούμενο της ομώνυμης Ωδής του Ορατίου, του 17 π.Χ. , η οποία περιλάμβανε κυρίως ευχές και δεήσεις προς τους θεούς για την προκοπή της Ρώμης], ύμνος και ευχή για το μεγάλο μέλλον της Ελλάδας. Είναι μια έκλαμψη αισιοδοξίας μέσα στην απογοήτευση του [ύστερου] Σολωμού από το νεοελληνικό κράτος. Ένα καλύτερο μέλλον του τόπου συμβόλιζε το υπερφυσικό δέντρο με το πλήθος των μεγάλων κλάδων, φύλλων και ήχων του, που πρέπει ασφαλώς να το φαντασθούμε ως τεράστιο πλάτανο, όχι ως ελιά όπως προτάθηκε τελευταία. […] Σαφής είναι [και] η ανάμνηση του ‘Δένδρου της Ελευθερίας’ που φύτεψαν πανηγυρικά οι δημοκρατικοί Γάλλοι στα 1797 στις πλατείες της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας. Στο «Φυτόν της Ελευθερίας» ορκιζόταν και ο [προσολωμικός] Μαρτελάος». (Αλεξίου, ό.π., σ. 298).

 

Στενός κορσές η πατρίδα για αυτό το μεγαλειώδες μεταφυσικό όραμα του ύστερου Σολωμού. Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι αυτήν έχει κατά νου, τότε όσα εννοεί ιστορικά είναι σίγουρα πολύ πιο δραστικά αν αναγνωστούν οντολογικά και υπαρξιακά, αν διαβαστούν σαν μια φαινομενολογία τού είναι. Το ελυτικό Φωτόδεντρο, πιστή μεταφύτευση του σολωμικού οράματος σε ένα πιο υπερρεαλιστικό-ονειρώδες τοπίο, ηχεί εξαρχής πιο ανεξάρτητο από τις παλαιότερες εθνικές έγνοιες του ποιητή, παρόλο που αυτές και εδώ υπονοούνται. Ο Ελύτης σα να αδράχνει και να σώζει τον Σολωμό από τα νύχια του εθνικού ποιητικού αφηγήματος, κάνοντας το «πολυκάντηλο» δέντρο του ένα πραγματικό μεταφυσικό «θάμα».

 

Την οριστική έξοδο και σωτηρία του ποιητή από την οδό της απωλείας της ποιητικής ανεξιπατρίας την πιστοποιεί (ποιώντας την ύστατη πίστη του) και το μεγαλειώδες «Σολωμού συντριβή και δέος», από τα Ελεγεία της Οξώπετρας, του 1991.

 

«‘Οξώπετρα’ είναι, γεωγραφικά μιλώντας, ένα ακρωτήριο στο νησί της Αστυπάλαιας. Για μένα είναι το πιο προχωρημένο σημείο της γης μέσα στη θάλασσα, το πιο προχωρημένο σημείο της εποχής μας μέσα σε μιαν άλλη εποχή, και το πιο προχωρημένο σημείο της ζωής μου μέσα στον θάνατο», λέει ο Ελύτης το 1981 (Συν τοις άλλοις [2011], σ. 232-33, συνέντευξη στους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο). Ας πούμε, λοιπόν, ότι και το ελεγείο για το Σολωμό είναι το πιο προχωρημένο σημείο της ποίησης του μέσα στο δοκίμιο, η ύστατη προσπάθειά του Ελύτη να επανορθώσει για την διαρκή αναβολή του δοκιμίου του για το Σολωμό, είναι εν τέλει το διαρκώς αναβαλλόμενο δοκίμιο ως ποίημα – ποίημα για το πώς, «με καιρό και με κόπο» (σολωμική έκφραση που αγαπάει πολύ ο Ελύτης) φτιάχνονται τα ποιήματα.

 

Αλλά και μαζί, το πιο προχωρημένο σημείο της εποχής του «εθνικώς ταυτοτικού» μέσα στην εποχή του «εθνικώς διάφορου και αδιάφορου», «διάφορου» όπως το φως των χίλιων χιλιάδων άστρων του σολωμικού Δέντρου, που αδιαφορεί, θεωρώ, για πατρίδες.

 

Και με αυτή την έννοια, η «συντριβή» του τίτλου του ελεγείου μπορεί να είναι και συντριβή του εθνικού ποιητή υπό το βάρος της ενόρασης του απελεύθερου ποιητικού είναι:

 

«Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός» – όχι η πατρίδα.

                

Το παραθέτω ολόκληρο:

 

Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου —που ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι

    Α κει μονάχα να ’ταν

Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού

τις πλάκες

 

Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν’ ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί

το στέρνο σου

 

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες

την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα

Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ’ ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

 

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω

αλλ’
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από

καιρό ουρανός

Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα

     μ’ αποτελείωνε.

 

 

*        

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

Οδυσσέας Ελύτης – Ρενέ Σαρ

 

 

Ο Ύπνος άρπαξε τον χειμώνα και τον έντυσε με γρανίτη. Ο χειμώνας γύρισε σε ύπνο και ο Ύπνος έγινε φωτιά. Η συνέχεια ανήκει στους ανθρώπους.

 

Έτσι ξεκινά ένα είδος 'ποιητικού σημειωματαρίου' του Γάλλου ποιητή Ρενέ Σαρ (1907-1988): τα Φύλλα –ή Φυλλάδια– του Ύπνου.

 

Με κάτι σαν εφιαλτικό όνειρο, ανοίγει το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου του –κατά τέσσερα μόλις χρόνια νεότερού του– Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996):

 

Ολοένα τ’ άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.

 

Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας.

 

Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. ΄Η σταματήσουνε άξαφνα – κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.

 

Ο Ρενέ Σαρ γνώρισε τον κύκλο των υπερρεαλιστών και εντάχθηκε σ' αυτόν το 1929, ταξιδεύοντας στο Παρίσι από τον τόπο του, στον Νότο της Γαλλίας, την Ιλ-συρ-Σοργκ της Προβηγκίας.

 

Την ίδια χρονιά, το 1929, γνωρίζει και ο Οδυσσέας Ελύτης, ως αναγνώστης, τον υπερρεαλισμό. Το 1936, θα δημοσιεύσει στα “Νέα  Γράμματα” τις πρώτες μεταφράσεις του: ποιήματα του Γάλλου υπερρεαλιστή Πωλ Ελυάρ.

 

Μαζί με τον Ελυάρ και τον Αντρέ Μπρετόν, το 1930, ο Σαρ είχε εκδώσει το ποιητικό βιβλίο Επιβραδύνατε, έργα.

 

Σύντομα, ο Σαρ θα απομακρυνθεί από τους υπερρεαλιστές. Μα και ο Ελύτης, παρά την μεγάλη και ομολογημένη οφειλή του στο κίνημα αυτό, ουδέποτε υπήρξε καθαρόαιμος εκφραστής του.

 

Οι δυο τους συναντήθηκαν και συνδέθηκαν το 1948, όταν φτάνει στο Παρίσι ο Ελύτης (θα παραμείνει εκεί ώς το 1952). Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, είχε δημοσιεύσει ο Σαρ τα Φύλλα του Ύπνου: στην σειρά «Ελπίδα» που διηύθυνε στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ ο Αλμπέρ Καμύ.

 

Το βιβλίο αυτό προέκυψε από τον 'ποιητικό μεταβολισμό' του σημειωματαρίου που κρατούσε, από το 1943 ώς το 1944, ως αντιστασιακός με το ψευδώνυμο “Λοχαγός Αλέξανδρος”. Μετά το τέλος του πολέμου, αφού αντέγραψε ό,τι θεωρούσε πως θα του ήταν χρήσιμο, ο Σαρ κατέστρεψε το πρωτότυπο. Έπλασε τότε ένα βιβλίο 237 εδαφίων, που σηματοδοτεί την πλήρη ωριμότητά του. Τα κείμενα που το συνθέτουν, κυμαίνονται από παραινέσεις στρατηγικής, περιγραφές αντιστασιακών ενεργειών, αποστροφές εις εαυτόν, αποφθέγματα ηθικής, πολιτικής, αισθητικής και ποιητικής, μέχρι υπαρξιακούς στοχασμούς και θραύσματα υψηλού λυρισμού – όλα διατυπωμένα με μία, κοινή, γλώσσα.

 

Ακούστε τώρα δέκα από τα σύντομα αυτά εδάφια (και αντιστέκομαι στον αρχικό μου πειρασμό να μη σας φανερώσω τον ποιητή, πεπεισμένος ότι θα μπορούσαν να εκληφθούν ως γνήσιες γραμμές του Ελύτη):

 

5

 

Δεν ανήκουμε σε κανέναν παρά μόνον στο χρυσό σημείο του φαναριού εκείνου που δεν μας είναι γνωστό, ούτε προσβάσιμο, σε μας που μας κρατάει άγρυπνους το θάρρος και η σιωπή.

 

16

 

Η ευφυία με τον άγγελο μαζί, πρωταρχική μας έγνοια.

(Άγγελος, αυτό που, στο εσωτερικό του ανθρώπου, κρατά, παράμερα από την θρησκευτική σύμβαση, τον λόγο της υψηλότερης σιωπής, την σημασία που δεν αποτιμάται. Χορδιστής πνευμόνων που χρυσώνει τα θρεπτικά τσαμπιά του αδύνατου. Γνωρίζει το αίμα, αγνοεί το ουράνιο. Άγγελος: το κερί που κλίνει κατά τον βορρά της καρδιάς.)

 

42

 

Ανάμεσα στα δύο πυρ! που αποφάσισαν για το πεπρωμένο του, είχε τον χρόνο ν' αποκαλέσει μία μύγα: “Κυρία”.

 

46

 

Η πράξη είναι παρθένος, έστω και επαναλαμβανόμενη.

 

62

 

Της κληρονομιάς μας δεν προηγείται καμμία διαθήκη.

 

73

 

Αν πιστέψουμε το υπέδαφος της χλόης όπου τραγούδαγε ένα ζευγάρι γρύλλων την νύχτα αυτή, η ζωή πριν από την γέννηση πρέπει να 'ναι πολύ γλυκιά.

 

86

 

Οι αγνότερες σοδειές σπέρνονται σε ανύπαρκτο έδαφος. Αποκλείουν την ευγνωμοσύνη και δεν χρωστούν παρά στην άνοιξη.

 

111

 

Το φως εκδιώχθηκε από τα μάτια μας. Είναι παραχωμένο κάπου μες στα κόκκαλά μας. Με την σειρά μας το εκδιώκουμε γιά να του επιστρέψουμε το στέμμα του.

 

165

 

Ο καρπός είναι τυφλός. Το δέντρο βλέπει.

 

203

 

Έζησα σήμερα ένα λεπτό απόλυτης εξουσίας και απόλυτης ατρωσίας. Ήμουν κυψέλη που άνοιγε φτερά για τις πηγές του ύψους μ' όλο το μέλι της κι όλες τις μέλισσές της.

 

 

Και οι δύο ποιητές, όπως και ο κοινός τους φίλος Καμύ, είναι συγγραφείς της Μεσογείου: τους κατέχει μια θρησκευτική σχεδόν πίστη στον Άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα αναζητούν και μια μεταφυσικότητα στην φύση του τόπου τους. Μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Σαρ και ο Καμύ σχεδιάζουν ένα περιοδικό με τίτλο “Εμπεδοκλής”, “πάνω στην αυστηρή γραμμή”, θα γράψει αργότερα ο Ελύτης στα Ανοιχτά χαρτιά, “της μάχης για το φως και της Μεσογειακής αίσθησης, όπως αυτά είχανε αρχίσει να ιχνογραφούνται με σπάνια ενάργεια στα ποιήματα του ενός, με διαύγεια διαμαντένια στα δοκίμια του άλλου”. Για το περιοδικό αυτό, ζητούν συνεργασία από τον Ελύτη, και τότε εκείνος πρωτοδιατυπώνει τις θέσεις του περί μιας “μεταφυσικής του φωτός”.

 

Το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου εκδίδεται το 1984: ο Ελύτης βρίσκεται στην ακμή της ωριμότητάς του. Εδώ, συναντάμε αρτιωμένες τις δύο κύριες ποιητικές αρετές του: την ασύλληπτης ελευθερίας εικονοπλασία (που, μεταξύ των άλλων, χώνεψε και 'εξημέρωσε' θαυμαστά στην ελληνική ποίηση τις κατακτήσεις του υπερρεαλισμού), και την ακρίβεια μιας γλώσσας που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί λέξεις από διάφορα χρονικά στρώματα της ελληνικής. Αυτές οι δύο αρετές είναι επίσης χαρακτηριστικές του Σαρ. Εξάλλου, τους δυο ποιητές ενώνει και το συχνά υψιπετές ύφος.

 

Σ' αυτό το βιβλίο του Ελύτη, η δομή είναι εμπνευσμένα απλή: πρόκειται για το ημερολόγιο ενός μηνός (συν μιας εβδομάδας από τον επόμενο), με ‘καταγραφές’ σε πεζό ή στίχους, κάποτε παραπάνω από μία ανά ημέρα, και όχι κατ' ανάγκην κάθε μέρα. Ως τίτλος, παρατίθεται η εκάστοτε ημερομηνία – αν και, βεβαίως, δεν ακολουθείται από απλή, ανεπεξέργαστη ημερολογιακή καταγραφή. Στο παρομοίως 'μεταβολισμένο' του σημειωματάριο, ο Σαρ έχει απαλείψει τις ημερομηνίες, και αντί τίτλων, χρησιμοποιεί έναν αύξοντα αριθμό.

 

Ιδού ακόμη ένα πεζό ποίημα από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου:

 

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22

 

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει.

 

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

 

Και τώρα μαύρος αιώνας.

 

 

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα 'μαύρο' 'ημερολόγιο', όπου κυριαρχούν τα όνειρα –συχνά, εφιάλτες– και ο Θάνατος (αδελφός του Ύπνου, κατά την αρχαιοελληνική μυθολογία). Όπως κυριαρχεί ο θάνατος και στο 'σημειωματάριο' του Σαρ: ο θάνατος ανταρτών και αμάχων από τον Γερμανικό στρατό· Γερμανών στρατιωτών από τον Σαρ και τους συντρόφους του αντιστασιακούς. Όμως εντέλει θριαμβεύει η Ομορφιά και η Ελπίδα (έννοιες ακριβές, βεβαίως, και στον Ελύτη), οι οποίες και κλείνουν το βιβλίο, με το τελευταίο εδάφιο και, ακροτελεύτιο, το μοναδικό ποίημα με τίτλο:

 

237

 

Μες στα ερέβη μας, δεν υπάρχει κάποιος χώρος γιά την Ομορφιά. Όλος ο χώρος είναι γιά την Ομορφιά.

 

 

ΡΟΔΟ ΔΡΥΟΣ

 

Καθένα από τα γράμματα που συνθέτουν το όνομά σου, ω Ομορφιά, στον τιμητικό κατάλογο των μαρτυρίων, υιοθετεί την επίπεδη απλότητα του ηλίου, εγγράφεται στην γιγάντια φράση που φράζει τον ουρανό, και συνδέεται με τον άνθρωπο που λυσσά να ξεγελάσει το πεπρωμένο του με το αδάμαστο αντίθετό του: την ελπίδα.

 


Ας συγκρατήσουμε, λοιπόν, σ' αυτόν τον ύμνο προς την Ομορφιά, την κατάληξή του, την αδάμαστη Ελπίδα, και ας ακούσουμε τώρα ένα ακόμη ποίημα του Ελύτη, αυτήν την φορά από τις Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό του 1960:

 

 

ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

 

 

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.

 

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος

 

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.

 

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

 

Χειμώνα ελάχιστε

 

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

 

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

 

~

Σημείωση: Όλα τα αποσπάσματα από τα Φύλλα του Ύπνου του Ρενέ Σαρ δημοσιεύονται εδώ σε μετάφραση του Παναγιώτη Ιωαννίδη, που είχε γίνει για τις ανάγκες της ανακοίνωσής του “Πότε (δεν) βρίσκεται σε κρίση η ποίηση;” στο 31ο Συμπόσιο Ποίησης (Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών, 2011). Το έργο Σαρ κυκλοφορεί σε μετάφραση του Θανάση Χατζόπουλου από τις Εκδόσεις Πόλις (δίγλωσση έκδοση, 2017).

 

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δήμητρα Κωτούλα

 

Ελύτης – Σαπφώ: «Είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση»

 

Αρχινώ το τραγούδι μου μ’ αιθέρια λόγια

μα γι’ αυτό κι απαλά στ’ άκουσμα

την Ομορφιά διακόνησα-τι ποιο μεγάλο θα μπορούσα

που μ’ αξιώσαν (οι Μούσες) τη δική τους

δύναμη δίνοντας να λέω: αλήθεια

σε μελλούμενους καιρούς κάποιος

θα βρίσκεται να με θυμάτ’ εμένα.

            (Σαπφώ, Απόσπασμα – Απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης)

                                   

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ’ άπλυτα

--------------

Τυράγνιες ζηλοφθόνιες φόνους παιδεμούς

τ’ αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

--------------

Τ’ αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη

που ΄δώσε το σκοτάδι φως για να το πιεί

--------------

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση

όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

--------------

Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανέβει ο καημός

να πάρει και να δώσει αλήθεια ο νους κι ο λογισμός.

(Οδυσσέας Ελύτης, Από τον «Ήλιο», Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας)

 

 

Γράφει ο Ελύτης στα «Δημόσια και τα Ιδιωτικά» από τον β’ τόμο των δοκιμίων του, Εν Λευκώ: «Περιμένω τον καλλιτέχνη –που όσο περνάν τα χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν ν’ αναφανεί- τον ικανό να στήσει, αποστραγγίζοντας όλο το απόθεμα του θυμητικού μας, το μνημείο στον ‘άγνωστο ιδιώτη’...Παραμένω έτσι ένας ιδιώτης απαρηγόρητος, που δεν καταφέρνει ν’ ανήκει πουθενά, σε καμιά κοινότητα, ούτε καν των ποιητών αφού και μ’ αυτούς τα σκάφη μας μήτε που συναντιούνται θα ΄λεγες, για τη χαρά έστω να σφυρίξει το ένα για να χαιρετίσει το άλλο».

 

Ο ποιητικός τρόπος είναι ένας απαιτητικός πόνος. Xρειάζεται συνοδοιπόρους για να ευδοκιμήσει. Κάθε γνήσιος ποιητής -και ο Ελύτης- ιδιώτης απαρηγόρητος και μόνος, βρίσκεται σε διαρκή αναμονή του καλλιτέχνη, εκείνου του πολύτιμου άλλου, που θα μπορούσε να συμπορευτεί μαζί του και να τον συντροφεύσει στις χαμηλές του ώρες. Στην αναμονή αυτή, που μπορεί να διαρκέσει και μια ολόκληρη ζωή, αναπόφευκτα, σχεδόν, ο ποιητής στρέφεται στο παρελθόν. Σκαλίζει τα χαρτιά και αναπλάθει, στην κυριολεξία ξαναγράφει ερήμην τους, το έργο των δημιουργών εκείνων που διαισθάνεται ότι «τα σκάφη τους», φορτωμένα με την ύλη της γραφής τους, θα μπορούσαν να συναντηθούν, να διασταυρωθούν με τα δικά του στα γλωσσικά πελάγη και να «χαιρετίσει το ένα το άλλο». Εφευρίσκει έτσι εναλλακτικούς τρόπους για να αγαπήσει, να κερδίσει (ή να χάσει;) κάθε φορά ο ίδιος τη γλώσσα του, τη γλωσσική σκευή του.

 

Ναι, αναντίρρητα υπάρχουν εμφανείς ομοιότητες ανάμεσα στο έργο της Σαπφώς και του Ελύτη και αυτές ήδη έχουν εντοπισθεί, αναλυθεί και επαρκώς σχολιαστεί από τους θεωρητικούς στη λογοτεχνική γραφή. Ο ίδιος ο ποιητής σημειώνει και απαριθμεί στο μικρό σημείωμά του για τη Σαπφώ στο Εν Λευκώ τις συγγένειες που μοιράζονται οι δυο τους: κοινή αίσθηση του φυσικού κόσμου, πίστη στην ποιητική ιδέα, παρόμοια ευαισθησία, τόλμη και θεματολογία, παραπλήσια υφή της γλώσσας και, άρα, συχνά και της λειτουργίας του ποιήματος. Ωστόσο, στον πυρήνα της συνάντησης του Ελύτη με τη Σαπφώ, όπως και της συνάντησής του με τον Χαίλντερλιν, τον Ρίλκε, τον Ρενέ Σαρ, αλλά και τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Μακρυγιάννη ή ακόμη και τον Θεόφιλο, βρίσκεται η δημιουργική και γονιμοποιός ανασύνθεση του έργου τους.

 

Ο ίδιος ο Ελύτης ομολογεί ότι καταπιάστηκε με την ποίηση της Σαπφώς συστηματικά επιχειρώντας όχι μία μετάφραση, περισσότερο ή λιγότερο ακριβή, αλλά μια ανασύνθεση και απόδοση των στίχων της. Η έκδοση της «Σαπφώς» από τον Ίκαρο το 1984 ρητά αυτό δηλώνει: εντοπίζοντας εκλεκτικές συγγένειες, παρόμοιο ύφος και γλώσσα στους στίχους της ποιήτριας από τη Λέσβο ο ποιητής τους χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο προκειμένου να συναντηθεί επαρκέστερα με τη δική του γλώσσα. Αν η ποίηση είναι ένας εργαλειακός μηχανισμός έκφρασης της ανθρώπινης συγκίνησης, ο Ελύτης αναζήτησε και βρήκε στη Σαπφώ τρόπους για τον ορθότερο χειρισμό των μηχανισμών αυτών μέσα του. Κι αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι «δανείστηκε» έναν ή δυο στίχους, εδώ κι εκεί έναν ρυθμό. Αλλά ότι μοιράζεται με τη Σαπφώ και εκδηλώνει με παρόμοιο τρόπο, ακόμη και όταν αυτό δεν είναι εμφανές, τη «μόνη έγνοια» του, το «μέλημα τώμον» για τη γλώσσα του και το χειρισμό της ζωτικότητάς της. Παρόμοια μοναδικοί και μόνοι, παρόμοια θλιμμένοι, παρόμοια ασύμβατοι με το περιβάλλον, παρόμοια στοχαστικοί και διερευνητικοί, παρόμοιοι στην κατάφασή τους ότι «δια χειρός θανάτου», τελικά, γράφεται η ποίηση. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσα να δω στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», όπου εμφανώς συνυπάρχουν τουλάχιστον ο Χαίλντερλιν και ο Σολωμός, και την παρουσία της Σαπφώς:

 

«Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν,

πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βασιλέψανε-

και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη».

            (Σαπφώ, Απόσπασμα – Απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης)

 

«Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από

            τις πυρκαγιές

Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε

            ο καπνός. Προεξέχουν μόνον

Η κόλλα το χαρτί κι η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα

Χτυπά ο Θεός κι είναι αμέτρητα τα βάσανα έως το ταβάνι

Κοντά να ξημερώσει

                        μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα

Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα ‘ναι φαίνεται ότι

Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή»

            (Οδυσσέας Ελύτης, Από τα Περασμένα μεσάνυχτα)

 

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παυλίνα Μάρβιν

 

Οδυσσέας προς Ρωμανό, Ρωμανός προς Οδυσσέα, όβερ

 

Διατρέχοντας  τον τόμο με τις συνεντεύξεις του Οδυσσέα Ελύτη υπό τον τίτλο «Συν τοις άλλοις» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ύψιλον το 2011, θα συναντήσουμε σε συνέντευξη δημοσιευμένη στις 2 Νοεμβρίου 1975 –ημέρα των 54ων γενεθλίων του- την φράση: «Με απασχολούν κυριότατα μορφές που αγαπώ, από τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον Παπαδιαμάντη ως τον Ανδρέα Εμπειρίκο».

 

Το δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη για τον Ρωμανό τον Μελωδό, δημοσιεύεται το 1986 στο τεύχος 15 του περιοδικού “ΕΚΗΒΟΛΟΣ”. Στην εισαγωγή διαβάζουμε: «Το φως της λαμπάδας που άναψε αυτός ο νεαρός διάκονος της Βηρυτού, φτάνοντας μία μέρα στη Βασιλεύουσα μ’ ένα τυλιχτάρι κάτω από τη μασχάλη, για να κλειστεί σ’ ένα καμαράκι και να γράψει εκατοντάδες ποιήματα, δεν ομολογεί απλώς πίστη και αφοσίωση στην εκκλησία του Χριστού· καίει και θρέφεται από μια παράδοση που δεν είχε ίσως κανένα πλέον αντίκρισμα στον απέραντο ελληνόφωνο πληθυσμό (ηττημένη καθώς ήτανε από τον μονοθεϊσμό και τις νέες ανθρωπιστικές αξίες), κρατιότανε όμως γερά, σαν τρόπος εκφραστικός, αγκιστρωμένη από τη γλώσσα κι έτοιμη, μεσ’ απ’ αυτήν, να περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο, για να κατισχύσει με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που ο φορέας της είχε, ειρηνικά κι εκείνος, πετύχει να βρεθεί, από υποτελής, κυρίαρχος και ιδρυτής μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας. Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν αδύνατον να προβλέψει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να είχε η μετακίνησή του, πόσο μάλλον ο Ρωμανός. Λίγοι, ελάχιστοι, ακόμη και σήμερα, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το χαρτί που του έδωσε κάποια νύχτα η Παναγία να καταβροχθίσει, όπως μας λένε τα συναξάρια, τον έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον κορμό του αρχαίου στον κορμό του μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό τρόπο του εκφράζεσθαι που έφτασε σώος ως τις μέρες μας (…). Και πρώτα - πρώτα, ο ίδιος ο Ρωμανός θα ’χε λόγους να διαμαρτυρηθεί: καμιά σχέση δεν ήθελε να ’χει αυτός με τον αρχαίο κόσμο. Ούτε καν Ελληνας δεν ήταν. Σύρος ή κατά τον Maas, Εβραίος, έγραψε στην κοινή του καιρού του, μια μεταβατική φάση της ελληνικής, που -υπάρχουνε πολλά δείγματα- τη χειρίσθηκε με τους δισταγμούς και τα παραπατήματα ενός ξένου (…). Και στον επίλογο γράφει ο Ελύτης: «Διάκονος ήταν και καθώς φαίνεται, διάκονος έμεινε ως το τέλος της ζωής του ο Ρωμανός με τόσες πτυχές στην ιδιωτική του ζωή όσες και στο φτωχό του ράσο. Είναι αυτό ένα μεγαλείο που, ανεξάρτητα εντελώς από κάθε ηθική, χριστιανική ή άλλη, μας βοηθεί να βλέπουμε τους δημιουργούς μέσα στη μόνωσή τους και να τους παρακολουθούμε στον αγώνα τους για μιαν αφιλόκερδη αποτίμηση της ζωής και των αξιών που περικλείνει».

 

Είναι ατελείωτες οι συνδέσεις ανάμεσα στα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη και στην εκκλησιαστική παράδοση της ορθοδοξίας. Και μιας που κοντεύουν Χριστούγεννα, ας σκεφτούμε πως ακόμη και το περιβόητο «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» οπωσδήποτε σχετίζεται με τον εσπερινό των Χριστουγέννων, στο σημείο που λέει «Ανέτειλας Χριστέ εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης, και Αστήρ σε υπέδειξεν, εν σπηλαίο χωρούμενον τον αχώρητον…».

 

Η δική μου σχέση με τον Ελύτη εδράζεται σε μια σειρά από δίκαιες και άδικες προκαταλήψεις που δεν εξετάζουμε εδώ απόψε. Θέλω όμως ν’ αναφερθώ στο ρήμα «κατάκλεψε» που χρησιμοποιούσε κατά κόρον, όπως το θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία, ο θεολόγος νονός μου, για να πει τη γνώμη του αναφορικά με το τι την έκανε ο Ελύτης την ορθόδοξη παράδοση. Με την αφορμή αυτού του ρήματος φάνηκε έπειτα και σ’ εμένα πως ο Ελύτης μάλλον απομαγεύει παρά ενισχύει τον εκκλησιαστικό λόγο, όπως τον μεταμορφώνει στα κείμενά του και ιδιαίτερα στο «Άξιον Εστί». Δηλαδή, έτσι μου φαινόταν μέχρι πριν λίγους μήνες, όταν, με την αφορμή της αποψινής εκδήλωσης διάβασα και το δοκίμιο του Ελύτη για τον Ρωμανό τον Μελωδό. Παρά τις όποιες ενστάσεις μου επί του περιεχομένου, το δοκίμιο με συγκίνησε, ιδιαίτερα για τον επίλογό του, όπου ο ποιητής παρακολουθεί τον άλλον ποιητή, τον Ρωμανό τον Μελωδό, να δημιουργεί μέσα στην μόνωσή του, έχοντας καταβάλει προσπάθεια να φανταστεί την κάμαρά του και να εισχωρήσει σε αυτήν με την σκέψη του. Κάπου εκεί έφερα στον νου μου τον Ρωμανό να γράφει στον καιρό του ένα σημείωμα για τον Ελύτη, λέγοντας: «Γράφει κάποιος Ελύτης «άξιον εστί (…) τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα». Κι άλλα γράφει τέτοια, αυτός ο ποιητής από το μέλλον. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνει ολότελα, μα ξέρω πως μ’ αγαπά. Κι ας μην έχω ιδέα πώς συναντηθήκαμε έπειτα από δεκατέσσερις αιώνες. Ήρθε να με βρει, και με βρήκε».

 

  

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όλγα Παπακώστα

 

Ελύτης και Χαίλντερλιν

 

Η όχι και τόσο έξυπνη ιδέα μου να μιλήσω για τη σχέση του Ελύτη με τον Χαίλντερλιν, παρότι δεν ξέρω γρυ Γερμανικά, οφείλεται σ’ ένα ποίημα από τη Μαρία Νεφέλη που θα  ακούσετε στη συνέχεια. Στο τέλος του ποιήματος υπάρχει ένα απόσπασμα στα γερμανικά, το οποίο προέρχεται από τον Χαίλντερλιν, όχι όμως από κάποιο ποίημά του, αλλά από μια επιστολή του.

           

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ

 

Φοβηθείτε

        αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου

 

ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας

ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας

ολοένα μ' απίθανες χειρονομίες δρα:

                                                           το Ασύλληπτο!    

 

α' δύο χέρια ωραία γυναίκας (ή και αντρός) που να 'χουν εξοικειωθεί

        με τ' αγριοπερίστερα

β' ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να 'ναι από ρεύμα ηλεκτρικό

        και ανύποπτα πουλιά

γ' μία κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα

δ' το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.

 

Θα 'χετε καταλάβει βέβαια τι εννοώ.

 

Είμαστε το αρνητικό του ονείρου

γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι

και ζούμε τη φθορά

πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Όμως

Das Reine Κυρίες και Κύριοι

kann sich nur darstellen im Unreinen

und versuchst Du das Edle zu geben

ohne Gemeines

so wird es als das Allerunnatürlichste

λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί

τα Επάνω Μονοπάτια.

 

Και κάτι πρέπει να ήξερε.

 

Διαβάζοντας, λοιπόν, αυτό το ποίημα από τη Μαρία Νεφέλη το προηγούμενο καλοκαίρι, αναρωτήθηκα τι να σήμαινε άραγε το συγκεκριμένο απόσπασμα και πόσο δύσκολο θα ήταν να βρω μια μετάφραση εφόσον δεν προερχόταν από ποίημα, αλλά, σύμφωνα με το διαδίκτυο, από επιστολή του ποιητή. Να, όμως, που όποιος ψάχνει βρίσκει: πέρα από την άμεση συνδρομή κάποιων γερμανομαθών φίλων, σε ένα παλιό τεύχος του περιοδικού «Χάρτης» από το 1986, ανακάλυψα πως ένας παλιός μου καθηγητής από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ο αείμνηστος Δανιήλ Ιακώβ, σε άρθρο του για τη συνάντηση Ελύτη-Χαίλντερλιν παρέθετε και τη μετάφραση του εν λόγω αποσπάσματος - να θυμίσω ότι ο τίτλος στο ποίημα του Ελύτη ήταν “Λόγος περί κάλλους” – το οποίο σημαίνει περίπου τα εξής: Το καθαρό / το αγνό / το αμόλυντο είναι δυνατόν να απεικονιστεί μόνο μέσα από το ακάθαρτο και, αν επιχειρήσεις να παραστήσεις το ευγενές χωρίς το χυδαίο, αυτό που θα προκύψει θα είναι κάτι πέρα ως πέρα αφύσικο.

Ο Δανιήλ Ιακώβ διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ελύτη και του είχε μάλιστα προτείνει μία ερμηνεία για το τέλος του ποιήματος, διότι ο Ελύτης δεν γράφει «λέει ο Χαίλντερλιν», αλλά «λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί τα Επάνω Μονοπάτια».

Κι αυτό επειδή ένα εμβληματικό έργο του Χαίλντερλιν, το μυθιστόρημα Υπερίων έχει ως τίτλο του ένα όνομα που, σύμφωνα με τα αρχαία σχόλια στην Οδύσσεια, ετυμολογείται από το «ὑπὲρ ἡμᾶς ἰέναι», δηλαδή Υπερίων είναι αυτός ο οποίος βαδίζει, πηγαίνει πάνω από μας, πιο ψηλά από μας.

Ο Δανιήλ Ιακώβ, λοιπόν, σε επιστολή του προς τον Ελύτη αναφέρει ότι ίσως εδώ το «Αυτός που εδέησε να διαβεί τα Επάνω Μονοπάτια» θα μπορούσε να είναι μία ερμηνεία της λέξης Υπερίων και ο Ελύτης του απαντά: «Η σύνδεση Επάνω Μονοπάτια - Υπερίων δεν ήταν ηθελημένη, όμως την υιοθετώ με ενθουσιασμό. Συχνά μου έχουν τύχει παρόμοιες συμπτώσεις, που δείχνουν από ποιον παράλληλο προς τη λογική δρόμο συμβαίνει να γίνονται τέτοιες διεργασίες.»

Ο Ελύτης είχε συναντηθεί με το έργο του Χαίλντερλιν στη διάρκεια της Κατοχής και είναι πραγματικά συγκινητικό ότι στο Χρονικό Μιας Δεκαετίας αναφέρει πως ακριβώς τότε που όλοι οι Έλληνες μίσησαν τη Γερμανική γλώσσα, εκείνος θέλησε να ψάξει και να βρει έναν Γερμανό ποιητή που να τον εμπνεύσει και να τον κάνει να αγαπήσει αυτή τη γλώσσα, ώστε να αντισταθεί πνευματικά σ’ αυτό που γινόταν γύρω του. «Tον καιρό που οι φανατισμένοι συμπατριώτες του χτυπούσαν το τακούνι με ηδονή πάνω στην όψη του ανθρώπου», ο Ελύτης γράφει ότι «από τη στιγμή που παύουν να ακολουθούν το νήμα της φωνής των ποιητών τους οι λαοί, βαδίζουν κατευθείαν στην άβυσσο. Μου άρεσε, τριγυρισμένος από Γερμανούς, να ανακαλύπτω έναν Γερμανό που μου έδειχνε ανάποδα το είδωλό τους, που έδειχνε πιο φρόνιμος μέσα στην παράκρουσή του απ’ αυτούς τους έξαλλους μέσα στη σιδερένια τους λογική. Και τον έβλεπα σαν μια εγγύηση ότι το ανθρώπινο πνεύμα, κάτω από τους αυθαίρετους διαχωρισμούς που του επιβάλανε οι πρόσκαιροι εξουσιαστές του, παραμένει αδιαίρετο.»

Είναι, επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι, όταν ο Ελύτης παρέλαβε το Νόμπελ, στήριξε όλη την περίφημη ομιλία του στη Στοκχόλμη πάνω σ’ ένα στίχο του Χαίλντερλιν. Αυτός είναι ο πιο διάσημος στίχος του Χαίλντερλιν στα Ελληνικά, όλοι τον έχουμε ακούσει, τον είχε παραθέσει πολλά χρόνια πριν ο Σεφέρης ως προμετωπίδα στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;». Καθώς λοιπόν, εκφωνεί την ομιλία του ο Ελύτης, σχετικά νωρίς, λέει το εξής: «Πώς να μην αναφερθώ εδώ πέρα στο Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, το μεγάλο ποιητή, που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σε ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη, θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, να ανακράξει Wozu Dichter in dürftiger Zeit?”. Οι καιροί, φευ, εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο dürftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο.» Λέει, δηλαδή, το στίχο που είχε μεταφράσει ο Σεφέρης, αλλά στο πρωτότυπο. Λέει ότι «οι καιροί ανέκαθεν ήταν μικρόψυχοι». Και πώς τελειώνει η ομιλία του Ελύτη στη Στοκχόλμη; «Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση, και δη στους καιρούς τους dürftiger, είναι ακριβώς αυτή, ότι η μοίρα μας παρ’ όλα αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.»

Μπαίνει κανείς στον πειρασμό, βέβαια, να αναρωτηθεί μήπως εδώ δεν υπάρχει απλώς μία συνομιλία με τον Χαίλντερλιν, αλλά και με το Σεφέρη, μήπως ο Ελύτης εδώ απαντά στο ερώτημα που ο Σεφέρης έβαλε να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας για όλα τα επόμενα χρόνια.

Από τα Ελεγεία της Οξώπετρας, και συγκεκριμένα από το ποίημα «Έρως και Ψυχή», θα ακούσετε ένα απόσπασμα, που αναφέρεται ευθέως στον Χαίλντερλιν - και μάλιστα σ’ αυτό το απόσπασμα, δίπλα στη φράση «της Σουαβίας τα ύδατα», ο Ελύτης βάζει έναν αστερίσκο και από κάτω μια υποσημείωση που ποιητικά επεξηγεί τον αστερίσκο:

 

Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα

Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει

Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα*

Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί

 

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου

 

Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος

Μες στης Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε

Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli

 

Όλα αυτά ηχούν κάπως ακατανόητα αν κάποιος δεν είναι εξοικειωμένος με στοιχειώδη βιογραφικά στοιχεία του Χαίλντερλιν. Ο Χαίλντερλιν γεννήθηκε το 1770 -την ίδια χρονιά με τον Μπετόβεν, το Χέγκελ και το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη- και πέθανε εβδομήντα τρία χρόνια μετά, έχοντας ζήσει τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια της ζωής του τυλιγμένος στο πέπλο της τρέλας. Σε αυτά τα τριάντα επτά χρόνια συνέχισε να γράφει -πιο αραιά βέβαια- υπογράφοντας με φανταστικά ονόματα, ένα από τα οποία είναι το όνομα Scardanelli, που αναφέρει εδώ ο Ελύτης και -το πιο τρομερό- βάζοντας ημερομηνίες στα ποιήματά του (αυτά που έγραφε την εποχή της σχιζοφρένειας) οι οποίες ανήκαν σε προηγούμενους ή σε επόμενους αιώνες.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα πολύ να ακούσουμε ένα μικρό απόσπασμα για τον Χαίλντερλιν από το βιβλίο της Μαρίνας Τσβετάγιεβα Ο Ποιητής και ο Χρόνος: «Η ιδιοφυΐα έχει κάθε δικαίωμα να διατείνεται ό,τι διατεινόταν ο Λουδοβίκος, ο οποίος δεν είχε αυτό το δικαίωμα, για το Κράτος, δηλαδή η ιδιοφυΐα έχει το δικαίωμα να λέει “Ο Χρόνος είμαι εγώ”. Αυτά όσον αφορά την ιδιοφυΐα που έχει το προβάδισμα στην εποχή της. Όσον αφορά εκείνη που δήθεν έχει καθυστερήσει δύο ή τρεις αιώνες», συνεχίζει η Τσβετάγιεβα, «θα παραθέσω μία μόνο περίπτωση, τον ποιητή Χαίλντερλιν, ο οποίος από απόψεως θεμάτων, πηγών, ακόμη και λεξιλογίου, είναι αρχαίος -κατέφθασε στον δέκατο όγδοο αιώνα με καθυστέρηση δεκαοκτώ αιώνων- τον Χαίλντερλιν, τον οποίο μόλις αρχίζουν στη Γερμανία να διαβάζουν μετά από τουλάχιστον εκατό χρόνια και τον οποίο τελικά υιοθετεί ο δικός μας αιώνας.»

Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη με τον Χαίλντερλιν, δηλαδή από τη στιγμή που βυθίστηκε στην τρέλα πέρασαν εκατό χρόνια για να τον ξανανακαλύψουν στις αρχές του εικοστού αιώνα και μόνο τότε έγινε διάσημος στην Ευρώπη, τότε μεταφυτεύτηκε και στην Ελλάδα μέσα από τις μεταφράσεις που έγιναν από σπουδαίους ποιητές των αρχών του εικοστού αιώνα.

«Και τι σημαίνει», λέει η Τσβετάγιεβα, «τούτο το παράδοξο θαύμα; Ότι στην τέχνη χωρεί η καθυστέρηση. Κι ότι η ίδια η τέχνη, απ’ όπου κι αν τρέφεται, ό,τι κι αν επιζητά να παλινορθώσει, είναι από τη φύση της μία κίνηση προς τα μπροστά.»

Θα ακούσετε τώρα λίγους σκόρπιους στίχους του Χαίλντερλιν. Επειδή οι συνθέσεις του είναι μεγάλες, δεν προσφέρονται για δημόσια ανάγνωση και δύσκολα μπορεί κανείς να τις παρακολουθήσει, διάλεξα δύο-τρία πολύ μικρά αποσπάσματα. Στο πρώτο, που δεν έχει τίτλο, ο Χαίλντερλιν συγκρίνει τον εαυτό του με κομήτη ή μάλλον μιλάει για την επιθυμία του να ήταν κομήτης. Σημειωτέον ότι οι μελετητές έχουν όντως παρομοιάσει τον Χαίλντερλιν με κομήτη γιατί, ενώ η σταδιοδρομία του ως ποιητή κράτησε τόσο λίγα χρόνια (κι εννοώ το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έγραψε τα ποιήματά του) όλη η λαμπρή αύρα που άφησε στην μετέπειτα Ευρωπαϊκή ποίηση ήταν πολύ εντυπωσιακή. Λέει, λοιπόν ο ίδιος:

 

Αν ήθελα να ήμουν ένας κομήτης; Θαρρώ πως ναι.

Γιατί έχουν τη γρηγοράδα των πουλιών

Ως άνθη ξεπετιούνται όλο φωτιά

Κι ολόαγνοι παραμένουν σαν παιδιά.

Κάτι τρανότερο να επιθυμήσει

Δεν θα τολμούσε η ανθρώπινη φύση.

 

Αυτό το απόσπασμα χρησιμοποιήθηκε ως motto, μεταφρασμένο στα Ελληνικά, σε μια ποιητική συλλογή του Τάκη Βαρβιτσιώτη.

Ακολουθεί ένα άλλο μικρό απόσπασμα από το ποίημα Στους Γερμανούς, σε μετάφραση Στέλλας Νικολούδη:

 

Μη λοιδορείτε το παιδί που με μαστίγιο και σπιρούνια

Πάνω στο ξύλινο αλογάκι του φαντάζεται πως είναι μέγα και γενναίο.

Γιατί κι εσείς, ω Γερμανοί, είστε φτωχοί στις πράξεις και γεμάτοι σκέψεις.

Ή μήπως όπως προβάλλει η ακτίνα απ’ το σύννεφο

Προβάλλει η πράξη απ’ τις σκέψεις;

Είναι άραγε κοντά η μέρα που θα ζωντανέψουν τα βιβλία;

Ω προσφιλείς μου, πάρτε με,

Έτσι που να πληρώσω για τη βλασφημία μου.

 

Θα κλείσω με τους πρώτους στίχους από τον ύμνο Πάτμος:

 

Πλάι μας κι όμως άπιαστος είναι ο Θεός

Αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος

Εκεί και η σωτηρία βλασταίνει.

 

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαρία Τοπάλη

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης πιλοτάρει το αεροπλάνο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε

 

 

           

            Θα ανταποκριθώ στην υπόθεση εργασίας της εκδήλωσης του “Με τα λόγια (γίνεται)”, "Ο Ελύτης και οι άλλοι", παρουσιάζοντάς σας αντικριστά και με ελάχιστο σχολιασμό, αποσπάσματα από ένα ελυτικό δοκίμιο καθώς και ποιήματα των δυο ποιητών. Δεν τίθεται θέμα τεκμηρίωσης της μεταξύ τους "συνομιλίας" καθώς αυτή είναι γνωστή και ήδη συζητημένη, ιδίως όσον αφορά τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε και την επιρροή τους στα Ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη. Θα προτείνω απλώς έναν (ακόμα) άξονα ανάγνωσης αυτής της συνομιλίας. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι ο Ρίλκε στις Ελεγείες του Ντουίνο προτείνει ένα πολύ συνεκτικό σύστημα σκέψης και βίου ή, να το πούμε αλλιώς, προτείνει έναν καθολικά ποιητικό τρόπο και μία καθολικά ποιητική προσέγγιση του βίου αλλά και του ρόλου του ποιητή, κάτι που ολοκληρώνει αμέσως μετά, στα Σονέτα στον Ορφέα, τί κάνει άραγε ο Ελύτης, πολλές δεκαετίες αργότερα, στο δικό του ώριμο έργο, στα Ελεγεία της Οξώπετρας; Θα έλεγα ότι ο Ελύτης είναι ένα είδος εφαρμοσμένου Ρίλκε. Εφαρμόζει, δηλαδή, ο Ελύτης πιο παραστατικά, πιο απτά αυτό που προτείνει ο Ρίλκε: Να ζεις σε μιαν άλλη πραγματικότητα, καθόλου μεταφυσική, αντίθετα πιο πραγματική από την "συμβατική". Ξεκινώ με ένα δοκίμιο του ίδιου του Ελύτη που ρητά τεκμηριώνει (όπως βέβαια και πολλά άλλα κείμενά του) τη συνομιλία του με τον ΡΜΡ. Παραθέτω, λοιπόν, ξεκινώντας από την αρχή, το "Imago Terrae" (Εν Λευκώ, πέμπτη έκδοση, Ίκαρος, 1999, σελ. 227-230):

            "Ένας όχι και τόσο γνωστός στους Δυτικούς φιλόσοφος, ο G.T. Fechner, εξομολογήθηκε κάποτε ότι σε στιγμή μεγάλης διαύγειας έφτασε να σχηματίσει την πεποίθηση πως η Γη είναι ένας άγγελος•  κι αυτό, χωρίς να έχει υπόψιν του ότι στη θεωρία και την πρακτική της Avesta, κατά το μαζντεο-ζωροαστρικό σύστημα, το λειτουργικό της 28ης του μηνός τελείται "προς τιμήν της Γης, που είναι ένας άγγελος". Από το άλλος μέρος, ο Rainer Maria Rilke, που ο άγγελος των Ελεγείων του, σύμφωνα με τις διευκρινήσεις του ίδιου, δεν έχει να κάνει τίποτα με τον άγγελο των χριστιανών αλλά μάλλον με του Ισλάμ, βρήκε το θάρρος να πει ότι η γη δεν έχει άλλη διέξοδο από το να γίνει αόρατη• φροντίζοντας να προσθέσει: μέσα μας".

            Εδώ βλέπει κανείς ότι ο Ελύτης έχει μελετήσει και άλλες πηγές, όχι μόνο τις Ελεγείες του Ντουίνο καθεαυτές. Γνωρίζει, πχ, και τί έχει γράψει ο ΡΜΡ για τον άγγελο (των Ελεγειών του, που μοιάζει περισσότερο με άγγελο του Ισλάμ!), κάτι που εξηγεί σε επιστολή του προς τον πολωνό μεταφραστή του [1]. Παραθέτω, τώρα, και το αντίστοιχο απόσπασμα για τη Γη, στο οποίο αναφέρεται επίσης ο Ελύτης πιο πάνω. Βρίσκεται στην 9η Ελεγεία (του Ρίλκε):

 

"Γη, αυτό δεν είναι που θέλεις κι εσύ: αθέατη εντός μας

ν’ αναστηθείς; Δεν είν’ αυτό τ’ όνειρό σου,

να υπάρχεις αθέατη κάποτε; - Γη! αθέατη!

Τί, εάν όχι η μεταμόρφωση, θα 'ταν για σένα καθήκον επιτακτικό;

Γη, αγαπημένη εσύ, ναι το θέλω. Ω πίστεψέ με,

δεν θα χρειαζότανε άλλη μια άνοιξη για να κερδίσεις εμένα- μία τους,

μία μονάχα είναι κιόλας πολύ για το αίμα.

Έρχομαι από μακριά δίχως λόγια, ταγμένος σε σένα.

Πάντα στο μέρος σου ήταν το δίκιο κι ιερή σου επινόηση ο

θάνατος, έμπιστος.

 

Κοίτα, εγώ ζω. Από τί; Δεν λιγοστεύουν ούτε το μέλλον

μα ούτε η παιδική ηλικία… Στην καρδιά μου αναβρύζει

απροσμέτρητη ύπαρξη." [2] 

 

            Θα συνεχίσω με το "Imago Terrae" του Ελύτη, από εκεί όπου σταμάτησα πιο πάνω.

            "Αυτά όλα, που μοιάζουν ασυνάρτητα και νεφελώδη, πρέπει ωστόσο να επικοινωνούν από κάπου. Θα έλεγα μάλιστα ότι, εάν είχαμε βρει από πού, ασφαλώς η εικόνα για τη θέση μας επάνω σ' αυτόν τον πλανήτη θα ήταν διαφορετική. Διαφορετική και προσέτι διόλου απομακρυσμένη από την πραγματικότητα, όπως μοιάζει να το πιστεύει μια πλειοψηφία που προχωράει σήμερα στο διάστημα καμαρώνοντας ότι πραγματοποιεί τις παλιές φαντασίες των ποιητών ενώ κατά τα άλλα εξακολουθεί να τους βλέπει με συγκατάβαση.

            Ωστόσο, να μαθαίνει κανείς το αλφάβητο από το κάπα και ύστερα είναι αναπηρία. Παραμένουμε ανεξοικείωτοι με τον "κατ' αναλογίαν" συλλογισμό• θεωρούμε τη φαντασία σαν υπερκείμενη στην πραγματικότητα• και χρειάστηκε η φωνή των υπερρεαλιστών, στα μισά του αιώνα μας, για να ξαναφέρει τα πράγματα εκεί που τα είχε αφήσει ο Όμηρος.

            Εάν είναι η Ίρις που κυκλοφορεί με άνεση από το ένα στο άλλο σημείο της γης ή το υπερηχητικό κύμα δεν έχει σημασία." Σας το ξαναδιαβάζω: "Εάν είναι η Ίρις που κυκλοφορεί με άνεση από το ένα στο άλλο σημείο της γης ή το υπερηχητικό κύμα δεν έχει σημασία.".

            Θα σας διαβάσω τώρα ένα Σονέτο στον Ορφέα, φρεσκομεταφρασμένο από την υπογράφουσα, με θέμα την πτήση.  Είναι το 23ο Σονέτο (από το Πρώτο Μέρος).

 

Ω, μόνον τότε, όταν η πτήση

υψωθεί στον ακίνητο ουρανό

όταν τον κατακτήσει

όχι πια για δικό της λογαριασμό

 

και της είναι αρκετό

για να παίζει αυτή, μια φιγούρα φωτός,

τη μηχανή που, ασφαλής και λεπτή, λικνιστή

από τους ανέμους θα αγαπηθεί,-

 

μόνον όταν ένα ολοκάθαρο ερώτημα του

προς-τα-πού καταφέρει να αρθεί

πάνω από την περηφάνεια την αγορίστικη

 

συσκευών που πληθαίνουν, τότε κατακλυσμένος

του κέρδους, όποιος τα πέρατα αγγίξει μοναχικά,

θα γίνει κιόλας ο ίδιος αυτό, που εντός του πετά.

  

            Νομίζω ότι βλέπει κανείς καθαρά πως κι οι δυο θέλουν να πουν κάτι εναντίον του τεχνικού-βιομηχανικού πολιτισμού, θέλουν να είναι λίγο αντι-νεωτερικοί, αλλά είναι και πολύ έξυπνοι και, ήδη, άνθρωποι της εποχής τους. Τί κάνουν, λοιπόν; Πώς διαχειρίζονται το ρομαντικό τους απόθεμα, αυτό που, μη γελιόμαστε, υπάρχει εγγενώς μέσα σε κάθε καλλιτέχνη; Προσπαθούν να ξαναβρούν την ποίηση μέσα σ' αυτόν τον καινούριο πολιτισμό. Διεκδικούν, μάλιστα, αυτόν τον πολιτισμό για λογαριασμό της ποίησης. Διεκδικούν τις συσκευές, τα μηχανήματα, την πτήση, το πέταγμα. Το αεροπλάνο, ο Ρίλκε. Το υπερηχητικό κύμα, ο Ελύτης. Συνεχίζω με τον Ελύτη, από το ίδιο δοκίμιο, το “Imago Terrae”.

            "Η σημασία είναι ότι τα φυτά, π.χ., που συνιστούν άλλες τόσες μικρές συλλαβές ώστε ν' αρθρώνουμε την ταυτότητά μας χωρίς να χάνει αυτή το μέρος του χλοερού μυστηρίου που της ανήκει, τ' αποκλείσαμε, χάρη σε μια λανθασμένη εκτίμηση, έξω από τα πεπρωμένα μας. Κι ενώ μια μεγάλη και αόρατη περιπέτεια εκτυλίσσεται κάθε στιγμή στη γειτονιά που συγκροτούν πλησιάζοντας - με κίνδυνο να συνενωθούν - οι σημερινές μεγαλουπόλεις, επιμένουμε, ακόμη και όταν μας απομονώνει ο ύπνος, ν' ακούμε και να καταγράφουμε, στη θέση των χαμένων κελαηδητών, ένα τηλέτυπο σε συνεχή εγρήγορση.Πρόκειται για μια πράξη που ο ποιητής, αυτήν ίσα ίσα, θεωρεί μη πραγματική•".

            Προσέξτε! Ο ποιητής διεκδικεί εδώ την πραγματικότητα για λογαριασμό του, όχι τη φαντασία! Κατηγορεί την άλλη πλευρά, την αντι-ποιητική, ως μη πραγματική! Συνεχίζω την παράθεση, μετά την άνω τελεία του Ελύτη: "και διόλου άδικα. Οι πιθανότητες να λέει το κύμα του Αιγαίου, ξεσπώντας πάνω στα βράχια μιας ερημονησίδας, πράγματα πολύ πιο σημαντικά είναι μεγάλες. Εάν όχι τ' αυτιά, τα μάτια οφείλουν να γονιμοποιούν. Δεν αναφέρομαι σε τίποτα μεταφυσικές οπτασίες όπως των θρησκευόμενων, αλλά σ' αυτά που η ίδια η επιστήμη, διεισδύοντας την ύλη, ανακαλύπτει, για να τ' αφήσει εκ των υστέρων ακάλυπτα στο χώρο της ψυχής μας." (η υπογράμμιση, δική μου). Παραλείπω ένα μέρος και φθάνω στο τέλος του δοκιμίου:

            "Αισθάνομαι μιαν ευγνωμοσύνη, που δεν ξέρω σε ποιόν να την απευθύνω. Εξακολουθητικά υπάρχει κάποιο πρόσωπο που με μαγνητίζει σαν Μέδουσα. Ποιό είναι; Ποιός είμαι; Πού είμαι;

            Συχνά, συμβαίνει να μην καταλαβαίνω τί λέω, και όμως αυτό ν' ανταποκρίνεται ακριβώς σε ό,τι αισθάνομαι. Το ίδιο, έχω την υποψία, συμβαίνει για τις σχέσεις μας με τη Γη. Όσο την καταλαβαίνουμε, απλώς βρίσκουμε, σκάβοντας μέσα της, διάφορα χρήσιμα μεταλλεύματα• και πάλι, μόνον εάν στο αναμεταξύ μια ξαφνική δόνησή της δε μας καταστρέψει. Λίγο εντούτοις εάν της αφεθούμε χωρίς οπισθοβουλία, τη βλέπουμε να μας αγκαλιάζει και να μας σηκώνει ψηλά, σαν πελώριος γαλάζιος άγγελος. Κι ό,τι που ετοιμαζόμουνα - χωρίς άλλα επιχειρήματα- να το πω".

            Εδώ έχουμε ξανά και τον άγγελο, που είναι η Γη. Προβληματίστηκα πολύ, και θα κλείσω με αυτό- προβληματίστηκα για το ποιό απόσπασμα από τα Ελεγεία της Οξώπετρας συνομιλεί ευθέως ή περισσότερο (γιατί όλα τα Ελεγεία της Οξώπετρας αλλά και μεγάλο μέρος της ποίησης και των δοκιμίων του Ελύτη βρίσκεται σε συνομιλία και με τις Ελεγείες του Ντουίνο, και με τα Σονέτα, και με τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε) με τον ώριμο Ρίλκε. Κατέληξα στο:

 

 

ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ

 

Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι

Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος άλλ'

Απέραντος!

                    Απέραντος ο κήπος όπου μόλις απο-

Χωρισμένος απ' τον (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί)

Θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την απαλάμη

 

 

Ο ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιουπ το σπάσιμο!

Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων

Ρεύματα! Κι ο πρωραίος ιστός όλο σημαίες!

 

Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθες υπήρξα

Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη

Έστω. Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι· όπως του νερού η ροή

Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις

Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς

Ενώ κάτω απ' τα πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι

 

 

Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές. Θήλεις άγγελοι

Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα

Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα

Πάλι θα μου κάνει το άλογο

Το πελώριο καρπούζι όπου κάποτε ανίδεος εκατοίκησα

Κι οι μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό που

Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από τις καμινάδες!

Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά που αλήθεια να σαστίζεις

Και γραφές πουλιών που ο άνεμος τις μπάζει απ' το παράθυρο

Την ώρα που κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα

 

 

Ξέρει ο ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ' απέξω

Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει εκδικείται

Όπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή

Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει

 

                                                    που το λένε Σκέψη

(Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί

Που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν)

 

 

Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί

Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ'

Απέραντος!

 

                    Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες

Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε

Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς

Κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από 'να

Σ' άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.

 

~

 

Σημειώσεις:

[1] Η επιστολή αυτή βρίσκεται δημοσιευμένη στο Materialien zu Rainer Maria Rilkes "Duineser Elegien", επιμ. Ulrich Fülleborn και Manfred Engel, τ. Ι, σελ. 319-323 και μεταφρασμένη στα ελληνικά στο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι Ελεγείες του Ντουίνο, μετάφραση-σχόλια-επίμετρο Μαρία Τοπάλη, εκδόσεις Πατάκη, 2011, σελ. 121-126.

[2] Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι Ελεγείες του Ντουίνο, όπ.π., σελ. 73-74.

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

Μάριος Χατζηπροκοπίου

 

Ἀνοίξω τὸ στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος,

καὶ λόγον ἐρεύξομαι στις σκοτεινές του σπηλιές

Και στις φώκιες τις μικρές πανηγυρίζων

Τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τὰ θαύματα.

 

Γνώσιν άγνωστον γνώναι, η Παρθένος ζητούσα, εβόησε προς τον λειτουργούντα· Εκ λαγόνων αγνών Υιόν, πως εστι τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι. Προς ην εκείνος έφησεν εν φόβω, πλην κραυγάζων ούτω·

 

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος
ο από πριν χαμένος εσύ να ’σαι

Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι
στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι:

 

ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Ζωή
Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί

 

Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα, χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.

Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις Χαῖρε, σιγή δεομένων πίστις.

 

Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας

ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,

Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας

βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.

αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα, Χαῖρε,

Χαῖρε, Χαῖρε,

 

Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη, τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.

 

γέφυρα μετάγουσα

 

Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων

                                                                                    ἐλύθη παράβασις,

Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων

ἠνοίχθη παράδεισος.

τούς ἐκ Γῆς πρός Οὐρανόν.

Χαῖρε, Χαῖρε,

 

τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα

θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει    

τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.

σήραγγα που υπερκερά τον Άδη

τό Φῶς ἀρρήτως γεννήσασα, Χαῖρε,

 

Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται

βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν

Όφις που με τον Στάχυ ενώνεται

βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.

τό πώς μηδένα διδάξασα. Χαῖρε, Χαῖρε, Χαῖρε,

σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,

Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη

πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.

πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη. των όμβρων του φωτός η εαροσύνη Νύμφη

Ἀνύμφευτε. Χαῖρε,

 

ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα

Νυν η κραυγή του Μάη καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα.

ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση γεωργόν γεωργοῦσα Φιλάνθρωπον

φυτουργόν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα. Αιέν η πλησιφάη

 

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική

τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,

Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική

                                                            τρυφῆς ἁγίας διάκονε.

Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο λειμώνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.

Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία παντός του κόσμου ἐξίλασμα.

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο Θεοῦ πρός θνητούς εὐδοκία

θνητῶν πρός Θεόν παρρησία. Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

 

Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός

Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας

Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός

Χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.

Νυν η ταπείνωση των Θεών

Νυν η σποδός του Άνθρωπου Χαῖρε, Νύμφη

Ἀνύμφευτε. Νυν Νυν

το μηδέν

 

~

ΥΓ: Το παρόν κείμενο αποτελεί ελεύθερη συνύφανση αποσπασμάτων από τον Ακάθιστο Ύμνο, και το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, χωρίς καμία περαιτέρω παρέμβαση. 

 

*

Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του βρίσκονται μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Ποίηση», «Ποιητική» και «Νέα Εστία» από το 2006. Από το 2013 γράφει κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό «ΦΡΜΚ». Κυκλοφορούν δύο βιβλία με ποιήματά του: η συγκεντρωτική έκδοση, Υ (2011) και Η γλώσσα τους (2019).

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης. Πιο πρόσφατο βιβλίο ποίησης, το τρίτο του: Πολωνία (2016)αναμένεται ο Ρινόκερως (2020). Πιο πρόσφατη δημοσίευση, στον συλλογικό τόμο δοκιμίων Τι μας μαθαίνει η τέχνη (2020). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “ΦΡΜΚ”, επιμελητής τού “Με τα λόγια (γίνεται)”, υπεύθυνος για την ποίηση στον αγγλόφωνο ιστότοπο “und.Athens”.

 

Δήμητρα Κωτούλα. Η τελευταία συλλογή της, Η Επίμονη Αφήγηση, εκδόθηκε το 2017. Από τις ίδιες εκδόσεις θα κυκλοφορήσει προσεχώς και το τρίτο ποιητικό βιβλίο της.

 

Παυλίνα Μάρβιν. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε όμως στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε Ιστορία. Κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο, Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου.

 

Όλγα Παπακώστα. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (η πιο πρόσφατη: Μεταμορφώ[θ]εις, 2018) και έχει μεταφράσει τις Τουσκουλανές Διατριβές του Κικέρωνα.

 

Μαρία Τοπάλη. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη∙ ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Τέσσερεις ποιητικές συλλογές, δύο έργα για μουσικό θέατρο, μια αλληλογραφία (με τον Κ. Ματσούκα). Μεταφράζει ποίηση, πεζογραφία και επιστημονικά κείμενα από τα γερμανικά προς τα ελληνικά. Γράφει κριτική συστηματικά για την "Ποιητική" (της οποίας είναι μέλος τής Σ.Ε.) και για την "Καθημερινή της Κυριακής", και σποραδικά για διάφορα έντυπα.

 

Μάριος Χατζηπροκοπίου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ποιήματά του έχουν εκδοθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους, και μεταφραστεί στα αγγλικά και τα γαλλικά. Μεταφράζει από τα πορτογαλικά το έργο της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο ποίησης, Τοπικοί Τροπικοί (2019).