20140331

μάρ. 2014 _ αφιέρωμα στον γουίλλιαμ κάρλος γουίλλιαμς


Στις 31 Μαρτίου 2014, για τον εορτασμό του "Μήνα της Ποίησης", το 'μτλγ' παρουσίασε ένα αφιέρωμα στον William Carlos Williams – τον μεγάλο Αμερικανό ποιητή και από τους πατέρες του ποιητικού Μονερνισμού. Τις νέες μεταφράσεις τους 27 ποιημάτων του Γούλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς (1883-1963), οι οποίες έγιναν ειδικά για την εκδήλωση αυτή, διάβασαν οι 15 ποιητές και μεταφραστές: Χριστίνα Αισώπου, Ορφέας Απέργης, Αντωνία Γουναροπούλου-Τουρίκη, Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Λένα Καλλέργη, Στέργιος Μήτας, Άρτεμις Μιχαηλίδου, Κωσταντίνος Πλησιώτης, Γρηγόρης Σακκάς, Ελένη Χριστίνα Σταμοπούλου, Θοδωρής Χιώτης, Κωστής Χριστοδούλου. Τα ποιήματα στο πρωτότυπο διάβασαν οι nathan Kuhlman, Peter O'Leary, και ο Στέφανος Μπάσιγκαλ. Την εκδήλωση προλόγισαν ο Παναγιώτης Ιωαννίδης και η Adrianne Kalfopoulou. Κάποιες από αυτές τις μεταφράσεις δημοσιεύθηκαν αργότερα στα τεύχη του "The Books' Journal" Δεκεμβρίου 2014, Μαρτίου 2015, και Ιουνίου 2015:





















Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΚΑΜΙΝΑΔΑ

Είναι μια τολύπη
χλωμού σα δέρματος
καπνού ψηλά στο γαλανό

ουρανό. Τα ασημένια
δαχτυλίδια που
δένουν την κίτρινη

δέσμη των τούβλων σε
αραιά διαστήματα λάμπουν
μέσα σε τούτο το κεχριμπαρένιο

φως ̶ όχι
του ήλιου όχι του
χλωμού ήλιου αλλά

της γεννηθείσας αδερφής του
της
φθίνουσας εποχής


μετάφραση: Κωνσταντίνος Πλησιώτης


~




ΣΤΕΦΑΝΙ ΑΠΟ ΚΙΣΣΟ





Η όλη διαδικασία είναι ένα ψέμα,
εκτός εάν,
στεφανωμένη την υπερβολή,
αποκοπεί με τόλμη,
με όποιον τρόπο,
απ’ τα όριά της – 
ή βρει ένα βαθύτερο πηγάδι.
Ο Αντώνιος κι η Κλεοπάτρα
είχαν δίκιο·
αυτοί δείχνουν
το δρόμο. Σ’ αγαπώ
ή δεν έχω ζωή
καθόλου.

Η εποχή των ασφόδελων 
έχει περάσει. Έχουμε τώρα
καλοκαίρι, καλοκαίρι!
λέει η καρδιά,
κι ακόμη δεν το ζήσαμε όλο.
Δεν επιτρέπονται
αμφιβολίες – 
παρόλο που θά ’ρθουν
και ίσως
μας εξαντλήσουν
πολύ νωρίς.
Είμαστε βέβαια απλοί θνητοί
μα κι έτσι μπορούμε
να προκαλούμε τη μοίρα.
Σε κάποιο γύρισμα της τύχης 
μπορεί ακόμα
και να νικήσουμε! Δε ζητάμε
να δούμε
νάρκισσους και βιολέτες
να επιστρέφουν,
υπάρχουν όμως
ακόμη
τα τριαντάφυλλα!

Δεν ταιριάζουν τα ρομάντζα στην αγάπη.
Η αγάπη έχει να κάνει
με πράγματα σκληρά,
που η δική μας θέληση
αλλάζει τη μορφή τους
για χάρη ενός «μαζί».
Έχει τις εποχές της,
ευνοϊκές κι ενάντιες,
κι ας ψάχνει στα τυφλά
η καρδιά κάποια επαλήθευση
μες στα σκοτάδια 
ενός Μάη που τελειώνει.
Όπως τα βάτα έχουν στη φύση τους
να σκίζουνε τη σάρκα,
έτσι διέσχισα κι εγώ
την κάθε εποχή.
Λένε, 
κράτα τα βάτα 
μακριά.
Δεν μπορείς να ζεις
χωρίς να μπλέκεσαι
σε βάτα.

Τα παιδιά μαζεύουνε λουλούδια.
Ας μαζεύουν.
Αν και, αφού βρεθούν
στο χέρι τους
δεν έχουν πια τι να τα κάνουν
και τα πετούν τσαλακωμένα 
στην άκρη του κρασπέδου.
Στην ηλικία μας, τα γεγονότα
που μας λύπησαν τα διατρέχει η φαντασία
και μας σηκώνει όρθιους ξανά,
ώστε να κάνουμε τα ρόδα
να στέκουν αντικριστά στ’ αγκάθια.
Σίγουρα
είναι σκληρή η αγάπη,
και εγωίστρια
και τελείως πεισματάρα –
ή έστω, τυφλωμένη απ’ το φως,
τέτοια είναι η νεανική αγάπη.
Αλλά εμείς γεράσαμε αρκετά,
εγώ για ν’ αγαπώ 
κι εσύ για ν’ αγαπιέσαι,
με τη βοήθεια της θέλησης
αντέξαμε,
ό,τι κι αν κόστισε αυτό,
και τώρα πια κρατάμε
το κοσμημένο έπαθλο
παντοτινά
στα δάχτυλά μας.
Έτσι το θέλουμε
και έτσι είναι
πέρα από οτιδήποτε τυχαίο.


– μετάφραση: Αντωνία Γουναροπούλου-Τουρίκη

~

Η ΝΕΑΡΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ


Στις δέκα το πρωί η νεαρή νοικοκυρά
τριγυρνά με το νεγκλιζέ πίσω
απ’ τους ξύλινους τοίχους της οικίας του συζύγου.
Περνάω μόνος με τ’ αμάξι.

Κι έπειτα βγαίνει ως το δρόμο
για να φωνάξει τον ψαρά, τον παγοπώλη,
και στέκει ντροπαλή, χωρίς κορσέ, στρώνοντας
τ’ άτακτα τσουλούφια απ’ τα μαλλιά της
και τη συγκρίνω με πεσμένο φύλλο.

Αθόρυβα οι ρόδες του αμαξιού μου
τρέχουνε θρυμματίζοντας τα ξεραμένα φύλλα
ενώ υποκλίνομαι και προσπερνώ χαμογελώντας.


μετάφραση: Άρτεμις Μιχαηλίδου

~

ΡΩΣΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ


Αν, όταν η γυναίκα μου κοιμάται,
όπως το μωρό και η Καθλήν,
κι ο ήλιος είναι δίσκος λευκής φλόγας
μέσα σε ομίχλη μεταξένια
πάνω από δέντρα που αστράφτουν ----
Αν εγώ, στο βορινό δωμάτιο
χορεύω γυμνός, με τρόπο αλλόκοτο
μπρος στον καθρέφτη μου,
φέρνοντας βόλτες το πουκάμισο
γύρω από το κεφάλι
και τραγουδώντας σιγανά πως:
«Είμαι μόνος, μόνος.
Γεννήθηκα για να ‘μαι μόνος,
κι είμαι καλύτερα έτσι!»
Αν θαυμάζω τα μπράτσα μου, το πρόσωπο,
τους ώμους, τα πλευρά, τα οπίσθια,
πίσω απ’ τα κίτρινα τραβηγμένα στόρια, ---

Ποιος θα βρεθεί να πει
ότι δεν είμαι το ευτυχές δαιμόνιο του σπιτιού;


μετάφραση: Άρτεμις Μιχαηλίδου

























ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΔΕΝΤΡΟ

Η γυμνή κερασιά
πιο ψηλή κι απ’ τη στέγη
έβγαλε πέρυσι
άφθονο καρπό. Μα πώς
να μιλάς για καρπό εμπρός
σ’ αυτό τον σκελετό;
Κι ας είναι ζωντανή
δεν έχει πάνω της καρπό.
Κόψε την λοιπόν
και με τα ξύλα της πάλεψε
τη βαριά παγωνιά.

μετάφραση: Γιάννης Δούκας


ΑΥΤΕΣ

είναι οι έρημες, σκοτεινές εβδομάδες
όταν η φύση, μες στη γύμνια της
εξισώνεται με την ανοησία του ανθρώπου.

Η χρονιά βυθίζεται στη νύχτα
και η καρδιά βυθίζεται
βαθύτερα απ’ τη νύχτα

σ’ έναν τόπο άδειο, ανεμοδαρμένο
χωρίς ήλιο, αστέρια ή φεγγάρι
μόνο μ’ ένα παράξενο φως, σαν η σκέψη

να γνέθει σκοτεινή φωτιά –
στριφογυρνώντας γύρω απ’ τον εαυτό της, ώσπου
μέσα στο κρύο, ανάβει

για να δείξει σ’ έναν άνθρωπο τίποτα
από όσα εκείνος γνωρίζει, ούτε την ίδια
τη μοναξιά – Ούτε ένα φάντασμα

χωρίς να το αγκαλιάσει – κενό,
απόγνωση – (
Kλαίνε
και σκούζουν) μέσα

στις λάμψεις και τους κρότους του πολέμου·
σπίτια με δωμάτια
ασύλληπτα κρύα,

οι άνθρωποι που αγαπήσαμε χαμένοι,
τα κρεβάτια κείτονται άδεια, οι καναπέδες
υγροί, οι καρέκλες άχρηστες –


Κρύψε το κάπου έξω
από το μυαλό, άφησέ το να βγάλει ρίζες
και να μεγαλώσει, μακριά

από φθονερά μάτια και αυτιά – για τον εαυτό του μόνο.
Στο ορυχείο αυτό έρχονται να σκάψουν – όλοι.
Αυτό είναι το αντίστοιχο της πιο γλυκιάς

μουσικής; Η πηγή της ποίησης που,
βλέποντας το ρολόι σταματημένο, λέει,
Το ρολόι σταμάτησε



που ως χθες χτυπούσε τόσο σωστά;
κι ακούει τον ήχο του νερού της λίμνης
να παφλάζει – που είναι τώρα πέτρα.

μετάφραση: Λένα Καλλέργη


ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ


Μέσα στην αραχνοΰφαντη μονοτονία γκριζογάλανων μπουμπουκιών
που συνωθούνται στητά από πόθο
με φόντο τον ουρανό
τεντωμένα γκριζογάλανα κλαδιά
λεπτόκορμες άγκυρες που τα κρατούν
δεμένα

δυο γκριζογάλανα πουλιά κυνηγώντας
ένα τρίτο αγωνίζονται γράφοντας, κύκλους,
διαγώνιες, ιλιγγιώδης συγκλίσεις
προς ένα σημείο που εκρήγνυται
ακαριαία!

Κυρτά παλλόμενα μέλη
λυγίζουν, ρουφώντας τον ουρανό
που ξεχειλίζει πίσω τους, σοβατίζοντας τον εαυτό του
με πυκνά διάκενα, μπλε της πέτρας
και βρώμικο πορτοκαλί!

Αλλά
(Κρατηθείτε γερά, άκαμπτα, αδελφωμένα δέντρα!)
η εκτυφλωτική, πυρακτωμένη ηλιακή αχλή
υφέρπουσα ενέργεια, συμπυκνωμένη
ισχύς συγκολλά ουρανό, μπουμπούκια, δέντρα,
τα καθηλώνει με μια συνθλιπτική λαβή!

Χώνεται ανάμεσα! Τραβάει ολόκληρη
την αντίρροπη μάζα ψηλά, προς τα δεξιά,
αρπάζει ακόμα και το αδιαφανές, ακαθόριστο ακόμη
έδαφος σε μια τρομερή ανέλκυση που
κλονίζει τις βασιλόριζες!

Μέσα στην αραχνούφαντη μονοτονία γκριζογάλανων μπουμπουκιών
δύο γκριζογάλανα πουλιά, κυνηγώντας ένα τρίτο,
ξελαρυγγιάζονται! Τώρα εκτινάσσονται ψηλά
αναπάντεχα εξαφανίζονται!

μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου



ΑΝΘΗ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


Όταν πάνω απ' την άνθινη οξεία γωνία
στο βοσκοτόπι, αθέατος ο αλμυρός ωκεανός

υψώνει τη μορφή του - χόρτα και μαργαρίτες
δένονται, ελευθερώνονται, δεν μοιάζουν πια με άνθη

μοιάζουνε με το χρώμα και την κίνηση -και με το σχήμα
ίσως- τού ασίγαστου, ενώ

η θάλασσα γίνεται κύκλος και ειρηνικά
πάνω στον μίσχο της λικνίζεται σαν το φυτό
μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου

ΤΡΑΓΟΥΔΙ


η ωραιότητα είναι όστρακο
απ' τη θάλασσα
όπου και κυβερνά θριαμβεύουσα
ώσπου ο έρωτας να πάρει αυτό που θέλει

χτένια και
κοχύλια
που τα σμιλεύει ο ήχος
των κυμάτων σαν τραβιούνται

τόνοι αθάνατοι
που επαναλαμβάνονται ώς την ώρα
που το αυτί κι ο οφθαλμός
θα κείτονται μαζί στην ίδια κλίνη

μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου


Η ΠΟΛΙΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ


γούνα που μοιάζει με χιόνι
βαθύ χιόνι
χιόνι αρσενικό
που ορμάει και σκοτώνει

αθόρυβα όπως πέφτει και τυλίγει
τον κόσμο
για να κοιμηθεί, ώστε
η ησυχία που είχε διακοπεί να επιστρέψει

να ξαπλώσει μαζί μας
τα μπράτσα της
γύρω από τον λαιμό μας
δολοφονικά για λίγο

μετάφραση: Λένα Καλλέργη

ΣΕ ΜΙΑ ΦΤΩΧΗ ΓΡΙΑ

που μασουλά ένα δαμάσκηνο στον
δρόμο με μια χαρτοσακούλα
γεμάτη στο χέρι

Της αρέσει η γεύση τους
Της αρέσει η γεύση
τους. Της αρέσει
η γεύση τους

Το βλέπεις απ’
τον τρόπο
που είναι δοσμένη
στο μισό που απομένει
πιπιλισμένο στο χέρι της

Ανακουφισμένη
παρηγοριά γινωμένων δαμάσκηνων
τον αέρα σαν να γεμίζει
της αρέσουν, νομίζει

μετάφραση: Γιάννης Δούκας






















ΣΤΗΝ ΕΛΖΥ


Τα πούρα προϊόντα της Αμερικής
τρελαίνονται –
βουνίσιοι από το Κεντάκυ


ή από την ορεινή γραμμή στα βόρεια του
Τζέρζυ
με τις μονάχες λίμνες και


τις κοιλάδες του, τους κωφαλάλους του, τους κλέφτες
παλιά ονόματα
και ακολασίες ανάμεσα σε


άντρες που παν κατά διαόλου ταξιδεύοντας
στους σιδηρόδρομους
με μόνο πάθος τους την περιπέτεια –


και σε νεαρές προστυχοπούλες που ξεπλένονται
σε ακαθαρσίες
Δευτέρα με Σάββατο


μέχρι να ξεγελαστούνε το βράδυ αυτό
με μπιχλιμπίδια
από φαντασίες που δεν έχουνε


αγροτικές παραδόσεις να τους δίνουν
χαρακτήρα
παρά πεταρίζουνε κι επιδεικνύουν


τέλεια κουρέλια – υποκύπτοντας χωρίς
συναίσθημα
εκτός από το μούδιασμα του τρόμου


κάτω από κανα φράχτη με βατόμουρα
ή ροδοδάφνη –
που δεν μπορούν να εκφράσουν –


Εκτός και αν ένας γάμος
ίσως
με μια σταλιά Ινδιάνικο αίμα


θα βγάλει ένα κορίτσι τόσο έρημο
τόσο κλεισμένο μέσα
στην αρρώστια ή στο φονικό


που θα σωθεί από έναν
υπάλληλο –
θ’ ανατραφεί από το κράτος και


θα σταλεί στα δεκαπέντε να δουλέψει σε
κάποιο στριμωχμένο
σπίτι στα περίχωρα –


μια οικογένεια γιατρού, μια Έλζυ –
ηδονικό νερό
που λέει συλλαβιστά


με σκόρπιο μυαλό, την αλήθεια για εμάς –
τα μεγάλα
αδέξια καπούλια της και τα σερνάμενα στήθια της


να δίνονται σε φτηνά
χρυσαφικά
και σε πλούσιους νεαρούς μ’ ωραία μάτια


ω σαν η γη κάτω απ’ τα πόδια μας
να ήταν
το περίττωμα του ουρανού


κι εμείς οι ξεπεσμένοι ισοβίτες
οι προορισμένοι
να πεινάμε ώσπου να φάμε ακαθαρσίες


ενώ η φαντασία τεντώνεται να φτάσει
ελάφια
που διασχίζουνε κάμπους από χρυσόβεργα καταμεσίς


στην πνιγερή ζέστη του Σεπτεμβρίου
Με κάποιο τρόπο
φαίνεται μας καταστρέφει


Μονάχα λίγο-λίγο σε σπαράγματα
κάτι
αναδίνεται


Κανείς
δεν παρευρίσκεται
και δεν ρυθμίζει, κανείς δεν είναι στο τιμόνι


μετάφραση: Ορφέας Απέργης


*


Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ


Το ακριβές αντίστοιχο
της κακοφωνίας των κελαηδισμάτων των πουλιών
που υψώνει τον παντοδύναμο ήλιο
στη σφαίρα του: ξύλινα πνευστά
κλαρινέτο και βιολιά
ηχούν ένα παρατεταμένο Λα!
Α! Ο ήλιος, ο ήλιος! πρόκειται να ανατείλει
και να σκορπίσει τις ακτίνες του
όπως κάνει πάντα
σε όλους μας,
σκλάβους και σε όσους
ζουν με ανέσεις,
γυναίκες και άνδρες,
στους γέρους,
σε παιδιά και ασθενείς
που πρόκειται να πεθάνουν και σε όσους είναι ήδη
νεκροί μες στα κρεβάτιά τους,
για τους οποίους το φως του
έχει χαθεί για πάντα. To τσέλο
υψώνει αντρίκεια την βαθιά του νότα
μες στην υψίφωνη βοή:
Α, α και α!
μαζί, χωρίς συντονισμό
αναζητώντας έναν κοινό τόνο.
Ο έρωτας είναι αυτός ο κοινός τόνος
θα υψώσει το πύρινο κεφάλι του
και θα παίξει την νότα του.


Ο σκοπός μιας ορχήστρας
είναι να οργανώνει αυτούς του ήχους
και να τους διατηρεί
σε μια σειρά διατεταγμένη
παρά
τη «λάθος νότα». Λοιπόν, εμείς θα
σκεφτούμε ή θα ακούσουμε; Υπάρχει άραγε [χος απευθυνόμενος
από μια μνήμη που δεν λέει να
ησυχάσει .Τα
κόρνα
παρεμβάλλουν
. . τις φωνές τους:
σ’αγαπώ. Η καρδιά μου
είναι αθώα. Και αυτή
η πρώτη μέρα του κόσμου!
Πες τους:
«Ο άνθρωπος έχει επιβιώσει μέχρι τούδε γιατί ήταν υπερβολικά αδαής
για να γνωρίζει πως να πραγματοποιήσει τις ευχές του. Τώρα που μπορεί να τις πραγματοποιήσει, πρέπει ή να τις αλλάξει ή να χαθεί».


Τώρα είναι η ώρα .
παρά τη «λάθος νότα»
σ’ αγαπώ. Η καρδιά μου είναι
αθώα.
Και αυτή η πρώτη
(και η τελευταία) μέρα του κόσμου


Τα πουλιά τιτιβίζουν τώρα πάλι
μα ένα σχέδιο
υπερνικά το τίτιβισμά τους.


Είναι ένα σχέδιο ενός ανθρώπου
που τα κάνει να τιτιβίζουν.
Είναι ένα σχέδιο.


μετάφραση: Θοδωρής Χιώτης


*


ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ


Για τον κουρέα
θάνατο
μου μίλησε
ο κουρέας

κόβοντας τη
ζωή μου με τον ύπνο
για να πάρει
λίγο τα μαλλιά μου –

Είναι μονάχα
μια στιγμή
μού είπε, πεθαίνουμε
κάθε νύχτα –

Και για τους
νεότερους
τρόπους να φυτρώνει
ο φαλακρός

ο θάνατος μαλλί –
Του είπα
για τη λάμπα
χαλαζία

και για τους γέρους
με την τρίτη
οδοντοστοιχία
πάνω που



ένας γέρος
είπε
στην πόρτα –
Λιακάδα σήμερα!

για τούτο τον ξυρίζει
ο θάνατος
δύο φορές
την εβδομάδα 


μετάφραση: Στέργιος Μήτας


*

ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ


Το τριαντάφυλλο χάνεται
μα κάθε πέταλο τελειώνει σε
μια ακμή, με διπλή όψη που
χαλυβδώνει τους αυλακωτούς
κίονες του αέρα – Η ακμή
κόβει δίχως να κόβει
συναντά – τίποτα – ανανεώνεται
ως μέταλλο ή πορσελάνη – 
προς τα πού; Τελειώνει – 

Μα αν τελειώσει
το ξεκίνημα έχει αρχίσει
ώστε η εμπλοκή με τα τριαντάφυλλα
γίνεται γεωμετρία

Πιο οξύ, πιο καθαρό, πιο κοφτερό
πλασμένο από φαγιάντσα – 
το σπασμένο πιάτο
εφυαλωμένο μ’ ένα τριαντάφυλλο

Κάπου η αίσθηση
κατασκευάζει χάλκινα τριαντάφυλλα
ατσάλινα τριαντάφυλλα – 

Το τριαντάφυλλο σήκωνε το βάρος της αγάπης
αλλά η αγάπη κοντεύει να τελειώσει – σε τριαντάφυλλα
Στην ακμή του πετάλου, εκεί
περιμένει η αγάπη

Κρουστή, δουλεμένη ώστε να νικά
το περίτεχνον – εύθραυστη
μαδημένη, υγρή, μισο-ανασηκωμένη
κρύα, ακριβής, εγγίζουσα

Τι

Το μέρος μεταξύ της ακμής
του πετάλου και του

Από την ακμή του πετάλου αρχινά μια γραμμή 
που όντας ατσάλινη
απείρως λεπτή, απείρως
άκαμπτη διαπερνά
τον Γαλαξία
δίχως επαφή – υψώνεται 
πάνω του – ούτε κρέμεται
ούτε πιέζει – 

Η ευθραυστότητα του λουλουδιού
αμωλώπιστη
διαπερνά το διάστημα.


– μετάφραση: Παναγιώτης Ιωαννίδης




ΛΑΜΠΡΑΝΤΟΡ


Τι καθαρά ετούτα τα ρηχά νερά
τι στιβαρά αυτά τα βράχια στέκουν
που γύρω τα βρέχουν
τα ύδατα του κόσμου

Είναι πάγος για το σώμα αυτό
που τις χλωμάδες του ξεντύνεται
και μένει σκέψεις
απροσμέτρητης θάλασσας,

άσπιλης, που καθώς σηκώνεται
περικλείει αυτόν 
τον νου που κοπιάζει, τούτα
τα μέλη σε μια και μόνη χειρονομία.


– μετάφραση: Παναγιώτης Ιωαννίδης


*


Ο ΚΥΝΗΓΟΣ


Μέσα στις λάμψεις και τις μαύρες σκιές
του Ιουλίου
οι μέρες, σφιχταγκαλιασμένες,
μοιάζουν ακίνητες
κι έτσι οι σκίουροι και τα πολύχρωμα πουλιά
τριγυρίζουν αμέριμνα πάνω
από τα κλώνια και μες στον αέρα.

Πού θα σχισθεί ένας ώμος ή
θ' ανοίξει ένα μέτωπο, να έρθει η νίκη;

Πουθενά.
Κι οι δυο πλευρές γερνούν.

Και να είσαι βέβαιος 
ούτε ένα φύλλο δεν θα ξανασηκωθεί
από το χώμα
για να ξανακολλήσει σε κλαράκι.


– μετάφραση: Παναγιώτης Ιωαννίδης


***


Αντωνία Γουναροπούλου-Τουρίκη. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Εργάζεται ως διορθώτρια και μεταφράστρια. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (Το άστρο του Βορρά, 2010, και Το άστρο του Τίποτε, 2013), ενώ ποιήματά της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε περιοδικά.

Άρτεμις Μιχαηλίδου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακά στην Αγγλική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Warwick και στη Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, και διδακτορικό στη Μοντέρνα Αμερικανική Ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Exeter. Έχει δημοσιεύσει άρθρα και κριτικές για τη σύγχρονη αγγλόφωνη λογοτεχνία σε γνωστά ακαδημαϊκά ελληνικά και ξένα έντυπα. Το 2013 εξέδωσε την ποιητική συλλογή, Αόριστος Διαρκείας.


Κωνσταντίνος Πλησιώτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Είναι απόφοιτος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας και μεταφραστής. Ξεκίνησε να γράφει στην Γ’ Λυκείου. Πάντα έχει την αίσθηση πως άργησε.


Γιάννης Δούκας. Βιβλία του: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (2001), Στα μέσα σύνορα (2011), Το σύνδρομο Σταντάλ (2013). Μαζί με τον Χάρη Βλαβιανό, έχει μεταφράσει τα ερωτικά ποιήματα του e.ecummings (2014). Μετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού "ποιητική".

Λένια Ζαφειροπούλου. Σπούδασε τραγούδι, πιάνο και όπερα στη Στουτγάρδη και στο Λονδίνο. Βραβείο Ένωσης Ελλήνων Κριτικών του 2009. Γράφει και μεταφράζει ποίηση. Βιβλία της: Paternoster Square (2012) (βραβείο “Αναγνώστη”), Όταν ο Νους σου βράζει κι η Kαρδιά – Γκαίτε, Χάινε – Ποιήματα και Τραγούδια (βιβλίο-cd, 2014). Ετοιμάζει πλήρη δίγλωσση έκδοση των σονέτων τού Σαίξπηρ.

Κατερίνα Ηλιοπούλου. Έχει εκδώσει τρία βιβλία ποίησης – πιο πρόσφατο, Το βιβλίο του χώματος (2011). Γράφει επίσης κριτικά κείμενα για την ποίηση και διευθύνει το εξαμηνιαίο περιοδικό «ΦΡΜΚ».


Λένα Καλλέργη. Έγραψε το βιβλίο ποίησης Κήποι στην άμμο (2010), το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή ‘Μαρία Πολυδούρη’ του Δήμου Καλαμάτας και ήταν υποψήφιο για το βραβείο του περιοδικού “Διαβάζω”. Ποιήματα, κείμενα και μεταφράσεις της περιλαμβάνονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις «Ομάδα από ποίηση» (2010) και «Ομάδα από ποίηση ΙΙ: Υπέρ Ονειρίας» (2012), και έχει μεταφράσει ποίηση των Giacomo Leopardi (Η νύχτα απομένει, 2013), Luis Cernuda, κ.ά..

Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του βρίσκονται μεταξύ άλλων στα περιοδικά Ποίηση, Ποιητική και Νέα Εστία από το 2006 και εξής. Από το 2013 γράφει κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό Φάρμακο. Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, με τίτλο «Υ», κυκλοφόρησε το 2011. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ισπανικά, Καταλανικά και Σουηδικά. Έχει διδάξει Αγγλικά και Ελληνικά στη μέση εκπαίδευση. Ειδικεύεται στη Βρετανική λογοτεχνία του 19ου αι. και τη θεωρία της λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 20ου αι.. Το 2013 ήταν επισκέπτης ποιητής (poet-in-residence) στο Kings College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και φιλοξενούμενος συγγραφέας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης.

Στέργιος Μήτας. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Έμμετρη Φυσική Ιστορία των Θεάτρων (2013).


Θοδωρής Χιώτης. Έχει σπουδάσει Κλασσική Φιλολογία στα πανεπιστήμια του Λονδίνου και της Οξφόρδης, και Νεοελληνική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, στους συλλογικούς τόμους Adventures in Form και Catechism: Poems for Pussy Riot, καθώς και σε ελληνικά και αγγλόφωνα περιοδικά. 

Παναγιώτης Ιωαννίδης. Δύο βιβλία με ποιήματα: Το σωσίβιο (2008, β´ έκδ.: 2009), Ακάλυπτος (2013). Ποιήματα, δοκίμια, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις του (ποιημάτων των S. Heaney, T. Gunn, R. Creeley, A. Motion, M. Symmons Roberts, κ.ά.) δημοσιεύονται σε περιοδικά από το 1994. Βασικός συνεργάτης του περιοδικού «για τη διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου», «Φάρμακο».