20210414

απρ. 2021 _ bill knott


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης [επιμ.], Ορφέας Απέργης, Μαίρη Γιόση, Αντωνία Γουναροπούλου, Γιάννης Δούκας, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Λευτέρης Ζαχαριουδάκης, Λένα Καλλέργη, Δήμητρα Κωτούλα, Στέργιος Μήτας, Άρτεμις Μιχαηλίδου, Χριστιάνα Μυγδάλη, Κώστας Πλησιώτης

 

«Αν είστε ακόμη ζωντανοί…»

Bill Knott (1940-2014) – 38 ποιήματα

 


Σύμφωνοι αν πρέπει διάσημος να γίνω ας είναι για την έξοχη

ασπίδα αστερία που έφτιαξα

Κι ας τρέξει η άμμος του προσώπου της στο σώμα της


άτιτλο ποίημα από τα Ποιήματα της Ναομί (1968) [μτφρ.: Π. Ιωαννίδης]

 

Στο ένατο αφιέρωμα τού «Με τα λόγια (γίνεται)» στην αμερικανική ποίηση, στις 14 Απριλίου 2021 στο YouTube [https://youtu.be/M2UVJzMTnGY], παρουσιάστηκε, μάλλον για πρώτη φορά στην Ελλάδα – τουλάχιστον τόσο εκτενώς, ο άκρως ιδιαίτερος Αμερικανός ποιητής Bill Knott (1940-2014), με ποιήματά του που μετέφρασαν επί τούτου 13 Έλληνες ποιητές και ποιήτριες. Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύεται σήμερα εμπλουτισμένο με πέντε επιπλέον ποιήματα.

 

Κακή συνήθεια

 

Τουλάχιστον μια φορά τη μέρα,

κάθε μέρα,

για να βεβαιωθώ πως διόλου δεν μοιάζω

στην όψη με τον Θεό,

χαμογελώ.

 

[μτφρ.: Μαίρη Γιόση]

 

 «Γνώρισα τον Μπιλλ Νοττ το 1968, ή τους πρώτους μήνες του 1969 [...]. Είχα μόλις διαβάσει το πρώτο βιβλίο τού Νοττ, Τα ποιήματα της Ναομί, που είχε επαινεθεί ιδιαιτέρως [...]. Αμέσως εντυπωσιάστηκα, κεραυνοβολήθηκα, από την συγκινησιακή δύναμη των ποιημάτων. Κυρίως σύντομα, έντονα, λυρικά ποιήματα, δεν έμοιαζαν με τίποτα απ’ ό,τι είχα ποτέ διαβάσει, και με συγκίνησαν μέχρι το κόκαλο. Ένοιωσα, πριν να ’χω διαβάσει το περίφημο σχόλιο της Έμιλυ Ντίκινσον, σαν να μου είχαν κόψει το πάνω μέρος του κεφαλιού. Τα περισσότερα είχαν γραφτεί όταν ήταν εικοσι-κάτι χρονών. Είχαν μιαν αίσθηση του επείγοντος, της προσμονής, έναν ήχο από άγριες και θρηνητικές, υψηλές νότες [...]. Σαράντα επτά χρόνια αργότερα [...], τα ποιήματα τού Νοττ μού σηκώνουν ακόμα τις τρίχες στο σβέρκο.»

Έτσι ξεκινά την εισαγωγή του ο Τόμας Λαξ, επιμελητής της επιλογής ποιημάτων από όλο το εύρος του έργου του Νοττ: από το 1960 ώς το 2014.

 

Ποίημα [Ι]

 

Ποια γλώσσα θα ’ναι ασφαλής

Όταν ξαγρυπνάμε όλη νύχτα

Λέγοντας λέξεις της παλάμης, όχι των ακροδάχτυλων

Αυτή η πληγή που σε μάς ψάχνει φωνή

Πηγή θα γίνει με ενοικιαζόμενα δωμάτια

Ή γλώσσα αποτελούμενη από φιλιά και φύλλα

 

[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]

 

Ο δε ποιητής Τσαρλς Σίμικ έγραψε για την πρώτη του συνάντηση με τον Νοττ: «Τον γνώρισα στο Σικάγο το 1965 μέσω ενός φίλου, που μου μίλησε γι’ αυτόν τον εκπληκτικό ποιητή που δούλευε νυχτερινή βάρδια στο νοσοκομείο αδειάζοντας πάπιες. Μια Κυριακή απόγευμα, με πήγε να δω τον Μπιλλ σ’ ένα σπίτι όπου νοίκιαζε  δωμάτιο. Χτυπούσαμε ώρα πολλή μέχρι να μας ανοίξει και να μπούμε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, άδεια μπουκάλια Πέπσι, κι ένα τεράστιο πόστερ με την Μόνικα Βίττι [...] πάνω απ' το κρεβάτι του. Μας πρόσφερε από μία Πέπσι και μείναμε ώρες να μιλάμε για ποίηση.

[... Κ]ρατήσαμε επικοινωνία δι’ αλληλογραφίας αφού επέστρεψα στην Νέα Υόρκη. Και μια μέρα [ήταν το 1966] ακούω ότι κυκλοφορεί, σε αντίγραφα του πολύγραφου, ένα γράμμα που υποτίθεται ότι είχε γράψει ένας φίλος τού Μπιλλ. Λέγεται πως ανήγγελλε ότι ο Μπιλλ είχε αυτοκτονήσει επειδή ήταν ορφανός και παρθένος κι επειδή δεν άντεχε πια να μην τον αγαπά κανείς. Δεν ήξερα τι να πιστέψω, μιας κι ένα δικό μου γράμμα μού είχε επιστραφεί νωρίτερα την ίδια βδομάδα με την λέξη «θανών» γραμμένη στον φάκελο με τον απαραγνώριστο γραφικό χαρακτήρα του Μπιλλ, και φαντάστηκα ότι μάλλον ήθελε απλώς να τον αφήσουμε ήσυχο για λίγο. Όχι πολύ αργότερα, το πρώτο του βιβλίο, Τα Ποιήματα της Ναομί: Βιβλίο Πρώτο: Πτώμα και φασόλια, εκδόθηκε υπό το όνομα Σαιντ Ζερώ (1940-1966) κι η εισαγωγή εξηγούσε ότι το όνομα ήταν ψευδώνυμο ενός νέου ποιητή που όχι μόνο ζούσε και παραζούσε, αλλά έγραφε κιόλας. Φυσικά, όταν έφτασε το αντίτυπό μου με το ταχυδρομείο, ήταν υπογεγραμμένο: «Νοττ (1940-1966)» και η φράση, στην εισαγωγή, περί του ακόμη ζώντος συγγραφέως, ήταν διεγραμμένη.

Το θεωρώ ακόμα ένα απίστευτα καλό βιβλίο ποιημάτων. Ο Νοττ δεν έμοιαζε με κανέναν Αμερικανό ποιητή του καιρού του, γιατί ήταν επηρεασμένος απείρως περισσότερο από την ευρωπαϊκή και την λατινοαμερικάνικη ποίηση απ’ ό,τι απ’ την δική μας, με εξαίρεση τον James Wright και τον W.S. Merwin. Τον θυμάμαι να μου μιλά για τον Ρεμπώ, τον Τρακλ, τον Σαρ, τον Βαγιέχο, τον Ντεσνός και τον Λόρκα, κι υπάρχουν ίχνη όλων αυτών στα Ποιήματα της Ναομί. Όπως και τα κατοπινά βιβλία του, έχει ερωτικά ποιήματα, οργισμένα πολιτικά ποιήματα, ποιήματα για παιδιά δυστυχισμένα, κωμικά ποιήματα, και πολλά ποιήματα για τον θάνατο, όπως το περίφημο “Goodbye”:

 

Αντίο

 

Αν είστε ακόμη ζωντανοί και το διαβάζετε,

κλείστε τα μάτια σας. Κάτω

απ’ τα βλέφαρά τους είμαι, και μαυρίζω.

 

[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]

 

 

Σε έναν πεθαμένο φίλο

 

Πένθιμα ρούχα

φορεμένα απ’ την ανάποδη

θα ήταν λευκά

αν τα πράγματα ήταν σωστά

αν τα αντίθετα κυριαρχούσαν

 

Αν η αλήθεια επικρατούσε

τότε εσύ κι εγώ

θα ήμασταν δυο

αντί για το ένα

που απογίναμε

 

[μτφρ.: Μαίρη Γιόση]

 

 

Ιστορία

 

Ελπίδα…Παρελάσεις

 

[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πρώτη ματιά

 

Στο καλοκαίρι εισερχόμαστε από την σήτα

κι έτσι μοιάζει θολό,

με την πρώτη ματιά, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται

για ένα πλέγμα λεπτότατων συρμάτων

αναρτημένων στο πλαίσιο της πόρτας

που παραπλανούν το βλέμμα μας...

 

Τι κι αν δεν εισερχόμασταν ποτέ λοιπόν –

τι κι αν οι μέρες παρέμεναν έτσι εκεί,

ένας δισταγμός στο ίδιο το κατώφλι του,

που προσμένει ελαστικός και τεταμένος,

σαν γραμμές που διασταυρώνονται

σε έναν τόπο που αιωνίως λανθάνει

όπου περιμένουμε, προσηλωμένοι

πάνω σε κάτι προσπαθώντας να διατηρήσουμε την αοριστία του.

 

[μτφρ.: Κατερίνα Ηλιοπούλου]

 

Ακόμα και όταν ο Νοττ δημοσίευσε το τέταρτο βιβλίο του, Ερωτικά εις εαυτόν, το 1974, εγκαταλείποντας το ψευδώνυμο Σαιντ Ζερώ, εξακολούθησε να αναγράφει τις ίδιες χρονολογίες γέννησης και θανάτου του: 1940-1966 – σαν όλα του τα βιβλία να ήσαν μεταθανάτια. Σίγουρα δεν ήταν σύμπτωση που το δεύτερο λεγόταν Αυτο-νεκροφιλία (1971). «Γνώριζε, από την αρχή της σταδιοδρομίας του, ότι συχνά ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις είναι να παριστάνεις τον νεκρό», θα γράψει, το 2017, ο Νταν Τσαίησσιν.

Ο Νοττ είχε όντως γεννηθεί το 1940, στις 17 Φεβρουαρίου, στο Κάρσον Σίτυ του Μίσιγκαν – αλλά θα πέθαινε 74 χρόνια αργότερα, το 2014. Όταν ήταν επτά χρονών, η μητέρα του πέθανε στη γέννα. Τρία χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας του αυτοκτονεί με δηλητήριο, ο Νοττ βρίσκεται ήδη στο ορφανοτροφείο, μαζί με την αδελφή του. Θεωρούσε πως τα στομαχικά προβλήματα που τον ταλαιπωρούσαν μια ζωή, οφείλονταν στον τρόπο θανάτου του πατέρα του. Στο ορφανοτροφείο, υπέστη εκφοβισμό και κακοποίηση – το ίδιο και στο ψυχιατρείο όπου πέρασε το 15ο έτος της ηλικίας του. Τον έβγαλε από κει ένας θείος του, στο αγρόκτημα του οποίου έζησε μέχρι να καταταγεί στον στρατό στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όπου και υπηρέτησε για δύο χρόνια. Κατόπιν, πιάνει δουλειά ως νοσοκόμος στο Σικάγο. Εκεί αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση – και γνωρίζει, μεταξύ πολλών άλλων, και τον ποιητή Τσαρλς Σίμικ,.

Στην εκτενή του νεκρολογία, ο Σίμικ θα γράψει: «[Πέθανε] αφήνοντάς μας πολλά πρωτότυπα και αξιομνημόνευτα ποιήματα και πολλούς αφοσιωμένους αναγνώστες, παρότι κρατούσε αποστάσεις από την λογοτεχνική σκηνή. Όποιος είχε την καλή τύχη να [τον] ακούσει να διαβάζει ποιήματά του [... ,] είναι απίθανο να έχει ξεχάσει αυτή την εμπειρία [... :] είχε πάντα κάποιο εκκεντρικό κόλπο για να καταπλήξει και να τέρψει [το κοινό του], όπως εκείνη τη φορά που εμφανίστηκε στην σκηνή του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ κρατώντας μια χαρτοσακούλα, απ’ όπου αποσπούσε ένα ποίημα γραμμένο σ’ ένα χαρτάκι τετραδίου, το έστρεφε στο φως, διάβαζε δυο-τρεις υπέροχους στίχους κι ύστερα σταμάταγε, λέγοντας στον κόσμο πως αυτό το ποίημα ήταν σκέτα σκατά – και μετά ξανάρχιζε την ίδια διαδικασία, πάλι και πάλι, μέχρι να καταδεχτεί να διαβάσει ένα ποίημα ολόκληρο».

 

 

Ζωγραφική Εναντίον Ποίησης

 

Ζωγραφική είναι ένα πρόσωπο

ανάμεσα στο φως και τον

καμβά ώστε η σκιά του

να πέφτει στον καμβά κι

έπειτα πάνω του υπογράφει το πρόσωπο

με τ’ όνομά του ενώ η ποίηση

είναι η σκιά που γράφει τ’ όνομά

της πάνω στο πρόσωπο.

 

[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]

 

 

Θάνατος [Ι]

 

Όταν πάω για ύπνο, σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μου.

Κι εκείνοι θα βάλουν τα χέρια μου έτσι.

Θα μοιάζει σαν να πετάω προς τα μέσα μου.

 

[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]

 

 

Ποίημα (πώς έχασα το ψευδώνυμό μου)

 

Έγραφα με ψευδώνυμο

Μια μέρα ταρακούνησα το στυλό μου για να κάνω το όνομα να βγει από την κρυψώνα του

Μα όχι, είναι σαν εμένα, προτιμά να γαντζώνεται στο εσωτερικό κέλυφος.

 

Οπότε πέταξα το στυλό στο κατοικίδιό μου τον σκουπιδοντενεκέ

για να το φάει.

Όμως θα το ξεράσει το όνομα

τα ονόματα δεν είναι κατάλληλα για μη ανθρώπινη βρώση

 

Αλλά και πάλι όχι

Αυτό έμεινε στο βυθό

 

Τώρα πια δεν χρησιμοποιώ ψευδώνυμο

Ούτε και στυλό χρησιμοποιώ

Δεν γράφω πια

Κάθομαι απλώς και κοιτάζω τον σκουπιδοντενεκέ

με αυτή την ευφυή άγρυπνη έκφραση στο πρόσωπό μου

 

[μτφρ.: Κατερίνα Ηλιοπούλου]

 

 

Ασφάλεια

 

Αν είχα ένα μαγικό χαλί

Θα το κρατούσα

Διαρκώς αιωρούμενο

Ακριβώς μπροστά μου

Κατακόρυφο, σαν πόρτα.

 

[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]

 

 

Οι αποχρώσεις της υγρασίας

 

Τέσσερις Π.Μ., τίποτα δεν κινείται, καμμία βιασύνη,

η αυγή προλαβαίνει ακόμα να ψειρίζει

διαλέγοντας τα ροζ της. Μα τώρα έν’ αεράκι

ανάλαφρα με διατρέχει – κι έτσι το δέρμα μου

δροσίζεται από τo στέγνωμα

του ιδρώτα, τούτη η δεξιοτεχνία, τούτο το σύστημα

με συνοφρυώνει: σαν με πάρει και με φυσήξει από

το σώμα της ζωής άραγε θα ξανανιώσει;

Τρέμω το χρώμα της απάντησης Ναι.

 

[μτφρ.: Λευτέρης Ζαχαριουδάκης]

 

Ο Λαξ πιθανολογεί πως η επιμονή του Νοττ να συνοδεύεται το όνομά του από τις χρονολογίες «1940-1966» οφείλεται στην πεποίθησή του πως όλοι οι Αμερικανοί ήσαν θύματα του Πολέμου του Βιετνάμ, μοιράζονταν την ευθύνη, ήσαν όλοι τραυματίες αυτού του άνομου και ανήθικου πολέμου – και ακόμα περισσότερο: θα έπρεπε όλοι να δηλώνονται ως νεκροί· να ζουν και να γράφουν μετά θάνατον. Κάτι σαν «νούφαρα με πατερίτσες», όπως έγραψε σε κάποιο ποίημά του.

Το 1964, όταν ο Κέννεθ Ρέξροθ, ηγετική μορφή της αμερικανικής ποίησης, έγραψε στον ποιητή Τζαίημς Ράιτ ρωτώντας τον αν είχε να του συστήσει κάποιον νεότερο ποιητή, έλαβε την εξής απάντηση: «έναν το δίχως άλλο ωραίο, βαθειά γόνιμο, δίχως μανιέρα, θαυμάσιο ποιητή, ... έναν νέο περί τα 25 που φέρει το απίστευτα αντιποιητικό όνομα Μπιλλ Νοττ».

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Την επομένη του θανάτου του πατέρα μου

 

Είναι σύνθετο για να μπορώ να δώσω

εξηγήσεις, μα ήμουν ήδη εσωτερικός

στο ίδρυμα – όταν πέθανε ο μπαμπάς

μου. Κι όταν άρχισα να κλαίω, μεμιάς

με βάλαν στο γραφείο, σε περιορισμό.

Θέλανε από το μολυσματικό λυγμό

μου να φυλάξουνε τα άλλα παιδιά.

Και βρήκα εκεί σωρούς τα περιοδικά,

που είχανε από καιρό, καλά κρυμμένα.

Όλα τα κόμικς, που ήτανε κατασχεμένα

απ’ τα χέρια των παιδιών –ημών–, τόσα

και τόσα χρόνια. Κι όταν πια στεγνώσανε

τα δάκρυα, εστίασα το βλέμμα μου εκεί.

Γνώριζα ότι είναι μια στιγμή μοναδική

–η καραντίνα αυτή θα λάβαινε τέλος–

και δεν θα αντάμωνα ξανά στο μέλλον,

τα περιοδικά: Θα μου έλειπε, καθένα

από τα τεύχη. Και το πιο σκληρό, θε να 

’ξερα ότι αν ποτέ γινόντουσαν δικά μου,

θα ’τανε πλέον αργά για τεύχη παιδικά.

Πω πω – θα ήμουνα πολύ μεγάλος πια.

Μεγάλος σαν αυτόν, σαν τον μπαμπά μου.

 

[μτφρ.: Στέργιος Μήτας]

 

 

Ο ποταμός μου

 

Όσο κοντοζυγώνει στη θάλασσα τόσο

λαχταρά την πηγή, η πληγή

που την ξέχωσε απ’ τη γη.

 

[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]

 

 

Αλφονσίνα Στόρνι

 

Νιώθεις όπως έγραψες τον καρκίνο εδώ

Ν’ ανεβαίνει τώρα    μέχρι τον λαιμό

Το ένα στήθος ήδη πέταξε    μετανάστευσε

Η καρδιά   αληθινή αμαζόνα    μόνο η θάλασσα έμεινε

 

Σαν στρώμα ζηλιάρικο ένα     παλιό μαξιλάρι γεμάτο

Με λογαριασμούς τηλεφώνου της αϋπνίας η θάλασσα

Είναι εκεί για να πέσεις μέσα   την αυγή    αργά

Ξύπνια όλη τη νύχτα για    ένα ποίημα που λέγεται Voy a

 

Dormir και που λέει      αυτό       καλύτερα από αυτό

(Κάθε φορά που διαβάζω ένα δικό σου αναθεωρώ

Τον εαυτό μου η αυτοκτονία μου είναι   αντί για εσύ να είμαι εγώ)

 

Θάλασσα που κατάπιε τον λαιμό σου    του ποιητή

Επειδή τον έχει   δεν   τραγουδά λιγότερο

Κι άλλωστε    μόνο εκείνος ο καρκίνος προσπάθησε να μην πνιγεί

 

[μτφρ.: Λένα Καλλέργη]

 

 

Το κάλεσμα

 

Ξέρεις τ’ όνομά σου

Μοιάζει να περιέχει

Πιο πολλές συλλαβές μέσα

Σε όλα τ’ άλλα στόματα

Εκτός απ’ το δικό μου ακούω

Ακούω αυτές τις φωνές

Παντού τα

Κύματα που σκάνε

Προσθέτουν α μακρόσυρτα

Καθώς το λένε

Μετά καμιά φορά ο αέρας

Βάζει ένα ο

Στη μέση και

Μωρά πουλάκια η

Απυθμενότητά τους το γεμίζει

Με ι

Όποτε το ακούω

Τσιριγμένο

Μουγκρισμένο

Αναστεναγμένο από όλα αυτά

Από όλα

Δεν μπορώ παρά να σταθώ και ν’ ακούσω

Τα χείλια μου

Σφοδρά

Μάταια να διορθώνουν

Όλου του κόσμου

Τις παραφθορές

Ωσάν ετούτες

Οι παραφθορές

Να ’τανε ο λόγος

Που δεν απαντάς

Ωσάν ετούτες

Να ’τανε ο λόγος που

Δεν είσαι δω

Πλάι μου και το

Να το πω εγώ σωστά

Να το πω εγώ ακριβώς

Θα αρκούσε

για να σε καλέσω να ’ρθεις πίσω.

 

[μτφρ.: Ορφέας Απέργης]

 

Όταν ο Λαξ με τον συνεργάτη του πήγαν στον Νοττ το τρίτο βιβλίο του που είχαν κυκλοφορήσει από τον μικρό εκδοτικό τους οίκο, τυπώνοντας και δένοντάς το με περισσή φροντίδα, τον βρήκαν με κομμένο και τηλέφωνο και ρεύμα, στην κουζίνα, με αναμμένα και τα τέσσερα μάτια της γκαζιέρας για να ζεσταίνεται, κι ένα στρώμα στο πάτωμα, για τον ύπνο. Ξεφύλλισε λιγάκι το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του, κι ύστερα το εκσφενδόνισε σ’ έναν σωρό σκουπίδια που είχαν μαζευτεί γύρω απ' τον σκουπιδοντενεκέ, και προφασίστηκε ότι έπρεπε να δουλέψει. Κάποιες μέρες αργότερα, θα εξηγούσε στον Λαξ ότι δεν περίμενε παρά μια μίζερη έκδοση του πολύγραφου, και αδυνατούσε να πιστέψει ότι εκτιμούσαν τόσο τα ποιήματά του. Ωστόσο, όταν του πήγαν το τέταρτο βιβλίο του, έσπευσε να βρει δικηγόρο για να τους μηνύσει· ο δικηγόρος τον ρώτησε: «μήνυση για ποιο πράγμα;». Αυτά τα συμβάντα, μαζί με άλλα, συνέβαλαν στην εντύπωση του Λαξ πως ο Νοττ έπασχε από κατάθλιψη καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ντουλάπα

 

(…μετά το θάνατο της μάνας μου)

 

 

Εδώ όχι αρκετό καιρό αφού συνέβη το νοσοκομείο

Βρίσκω την ντουλάπα της αδειανή και κόβω τα παιχνίδια

Και μπαίνω και τεντώνω το λαιμό και βλέπω τρεις συρμάτινες κρεμάστρες

Τρεμοπαίζουν, αλαφρές, ξαλαφρωμένες. Μοιάζουνε να χαίρονται

 

Τη νέα τους απόσταση, γνώση λαμβανομένη από την απουσία

Οτιδήποτε άλλου. Η ντουλάπα αδειάστηκε και καθαρίστηκε

Γεμάτη ως ήταν όπως τα χειρουργεία όπου οι κρεμάστρες θα μπορούσαν

Να ’τανε αξιαγάπητα νυστέρια, παρόλο που εξίσου θα ’θελαν να είναι

 

Μονάχα ο εαυτός τους, σε υπόγεια, χωρίς γάντια να αποξέουν μήτρες

Όμως, εδώ, ατόφιες, προς τα ουράνια μεταμορφώνοντας, είναι

Πουλιά, που απλώνουν τα φτερά τους αποκλείοντάς με. Και

Η ακτίνα τους απ’ την απώλεια μεγαλώνει. Θα έκαναν και τα γεράκια

 

Να μοιάζουνε ασθενικά σα σκώροι: και το ράφι για τα καπέλα ακόμα πιο ψηλά!

Σαν ουρανός πάνω από λιβάδι, έρημος χωρίς μία κουκίδα, όπου

Τίποτα δεν μπορεί να ορμήσει από ψηλά και να κουρνιάσει στα κρυφά. Τρέχω,

Με βρήκανε, κυνηγητό, έξι ετών, χρειάζεται να τ’ αντιμετωπίσω αυτό; Μπορώ

 

Να έχω πίσω την κρυψώνα μου παρακαλώ; Τα

Ρούχα, το δάσος των παπουτσιών, πού είναι; Μονάχα

Οι κρεμάστρες είναι σα στο σπίτι τους εδώ. Κληρονομούν αυτό

Το αραιό και σπάνιο στοιχείο, με ευχέρεια, και η σκελετική τους χάρη

 

Τραγουδά την άνεση με την οποία αφήνουνε το φόρεμα να πέσει, να

Γλιστρήσει, ζακέτα ή μπλούζα, τόσο συγχωρητικά. Ελεύθερες πετάνε

Κομψοί, τριγωνικοί οιωνοί που από κάποιο γεωμετρικό Θεούλη ξεπηδάνε,

Έναν Θεό που υπερίπταται απογυμνωμένος (από τη σάρκα, λένε): μαγνήτης

 

Για ένα παλιόπαιδο που το ηρεμούν τα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια αλλά

Παιδάκια του μεγέθους μου δεν έχουν τις λεπτές κινήσεις που απαιτούνται για να τα Φτιάξουν, έχω γεμίσει κόλλες στα δάχτυλα, στα νύχια, μεμβράνες που μέσα τους θες

Να δεις σαν να ’ναι πόρτες με τζαμάκι ματ… Αλλά παράθυρα δεν έχει η ντουλάπα.

 

Διαφανή ή όχι: πρέπει να κλείσω τα μάτια, να κλειστώ εντός μου

Για να κρυφοκοιτάξω μέσα από αυτόν τον τοίχο. Εκλιπαρώντας τον ύπνο

Θα ονειρευτώ τη μάνα απλωμένη, κρύα, δίχως μαξιλάρι, του χειρουργείου

Το τραπέζι ανοιγμένο για να εξωθήσει τη γέννα: οι αναβολείς του χαλαροί,

 

Οι εμβρυουλκοί του κλειστοί: δίπλα του θα δω πλήθη μαιευτικού

Προσωπικού με περηφάνια να σκύβουνε, συγχαρητήρια, όλο

Ου και Αα και να επιδεικνύουνε το νεκρό βρέφος στη νεκρή

Γυναίκα γυρεύοντας επιδοκιμασία, το υπαγορευμένο

 

Βλέμμα, δάκρυα, κλεφτό φιλί. Γιατροί και νοσοκόμοι

Πίσω από άσπρες μάσκες χτυπάνε ο ένας τον άλλο στην πλάτη,

Με τον τρόπο που οι δήμιοι στην παλιά Δύση, αν

Ήτανε καλοί, υπολογίζανε το βάρος του μνηστήρα τους…

 

Ξύπνιος, οι κρεμάστρες είναι πιο μυτερές, μαχαίρι και κόβει, πετιέμαι

Αδύναμα, να τις πιάσω να τις ξεμπλέξω,

Να τις παραμορφώσω ολόκληρες, να τις ταξιδέψω, πανιά

Μες στο λίγο αέρα της ντουλάπας. Θα βρω εδώ μέσα χώρο αρκετό

 

Αποκλείοντας τον εαυτό μου· αποκλείοντας τον εαυτό μου, θα μεγαλώσω.

 

[μτφρ.: Ορφέας Απέργης]

 

 

Κόμπος (ανισοσύλλαβος)

 

Αφού τον δέσεις, σκίσε με το στόμα το νήμα απ’ τον τάφο μου –

Σ’ εκλιπαρώ μη μείνει κάποια ραφή μου ν’ ανεμίζει μόνη

Να ξεπλέκουν τα κόκκαλα κι η σάρκα την αγάπη να ξηλώνει.

 

[μτφρ.: Κώστας Πλησιώτης]

 

 

Η λίστα ονομάτων της μητέρας μου

 

Κρατάω στα χέρια μου, σήμερα, τη λίστα ονομάτων

της μητέρας μου. Γουίλιαμ και Άννα, σημειωμένα από κάτω.

Τα άλλα είναι οι αδελφές κι οι αδελφοί μου· ξέρω καλά.

Πρόκειται να τους συναντήσω – όταν θα ‘χω μεγαλώσει πια.

 

Και ναι, με περιμένουν να τους ανταμώσω. Θα το κάνω.

Στην κορυφή αυτού του υψωμένου λόφου, εκεί πάνω,

είναι μια πράσινη κοιλάδα, όπου ακούγονται, σμίγουν εντός

οι χαρμόσυνες φωνές τους. Κι όλοι οι δικοί μου, πλην ενός,

 

είναι εκεί. Ένας κρίκος λείπει από τον κυκλικό χορό.

Σκέψου τα ονόματα που έβαλε στο χαρτί η μητέρα μου, επί σκοπώ.

Και φύλαξε τη λίστα, όταν έμαθε πως μέσα της πληθαίνει

η ζωή. Στα φύλλα της οικογενειακής μας Βίβλου, διπλωμένη.

 

Τότε γεννήθηκα εγώ – και έφυγε αυτή, λίγο μετά.

Κι έτσι μεγάλωσα με αναπάντητα, ένοχα ερωτηματικά.

Δεν ήξερα ότι μου είχε αφήσει όλες τις απαντήσεις,

συμπιεσμένες στο Βιβλίο, ανάμεσα στις θείες ρήσεις.

Με τα χαρούμενα γέλια από τους Σούζαν, Άρθουρ, Φρανκ, Ντορίς,

Πωλ και Πωλίνα, Μάρθα, Άννα, Τζον – όλοι εσείς.

 

Δεν γνώριζα καν ότι είστε εν ζωή.

Μέχρι που διάβασα τη Βίβλο, σήμερα, πρώτη φορά στη ζωή.

Και βρήκα αυτή τη λίστα με τα ονόματα. Κάποιο θα ήταν δικό μου.

Στην άλλη, τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού – εσείς, οι άλλοι εγώ μου.

 

Η Μητέρα κι ο Μπαμπάς έχουνε μπει μαζί σας, στο παιχνίδι.

Κοντεύω πια κι εγώ να κλείσω, τον κύκλο της μέρας σας ήδη.

Ήμουνα ένα μοναχικό παιδί – δεν είχα συνειδητοποιήσει

ότι το περιμένατε: την αλήθεια κάποια στιγμή να γνωρίσει.

 

(διακοπή)

 

Και δίνω αυτήν την υπόσχεση, αν θες, κι ακόμα:

Θα συνεχίσω τις Βιβλικές μου σπουδές.

Μέχρι να είμαστε ξανά μέσα στο Σώμα,

Μαζί.

 

[μτφρ.: Στέργιος Μήτας]

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όπως έχει ήδη φανεί, η ποίηση του Νοττ κυμαίνεται από τον ακραιφνή υπερρεαλισμό ώς τον πιο άμεσο λυρισμό, περνώντας από έναν ρομαντικά χρωματισμένο εξπρεσσιονισμό – και πολλά άλλα ύφη ενδιαμέσως. Το χιούμορ, νοηματικό και λεκτικό, σε όλες τις αποχρώσεις του –μέχρι τον μελανότερο σαρκασμό– είναι επίσης βασικό συστατικό της – μαζί με άφθονα λογοπαίγνια και νεολογισμούς. Έγραψε και σε ελεύθερο στίχο και σε παραδοσιακές μορφές, όπως το σονέτο, η βιλλανέλλα ή η σεστίνα – σε κάθε περίπτωση, όμως, με την ίδια έντονη, ιδιάζουσα μουσικότητα. Επέμενε πως «η ποίηση είναι μαστορική».

Λάτρευε την ποίηση της Ντίκινσον και της Τσβετάγεβα – με τις οποίες μοιράζεται την έγνοια για το μεστό και πυκνό, και την φροντίδα για την ηχητική μορφή των ποιημάτων. Γνώριζε όμως επίσης άριστα όλη την αγγλική και αμερικανική ποίηση, καθώς και εντυπωσιακό αριθμό ξένων ποιητών.

Συχνά θέματά του: η θνητότητα και ο θάνατος –πράγμα που ουδόλως μας εκπλήσσει, ο ύπνος, ο πόθος, η αγάπη, η μοναξιά, η ήττα (είχε και μια εμμονή με τον αρνητικό ήχο τού επιθέτου του: “Νοτ”), το μίσος για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Συγχρόνως, όπως γράφει η Κάθλην Ρούνυ, «το έργο του διατρέχεται από την ηδονή να κάνεις σκέψεις που σε διασκεδάζουν, και χρωματίζεται από την πρωτοτυπία και την λυρική σπιρτάδα που καθιστούν αυτές τις σκέψεις διασκεδαστικές και για τους άλλους». Ωστόσο, τόσο υφολογικά όσο και θεματικά, η ποικιλομορφία της ποίησής του ζαλίζει. Όπως έγραψε σχετικά ο Μάρβιν Μπελλ, «κάθε ποίημα τού Νοττ είναι μια έκπληξη γιατί ο ίδιος μελετούσε διαρκώς διάφορα μέσα. Ο Νοττ μπορεί να τραγουδά σαν γλυκόλαλο αηδόνι ή να στραγγαλίζει την σύνταξη μέχρι να μπλαβιάσει».

 

Σουίτα (στην Χόκου)

 

Το ποίημα είναι ένα δωμάτιο που περιέχει

το σπίτι στο οποίο βρίσκεται, έτσι όπως

μου κάνεις χώρο για να ξαπλώσω

πλάι σου, ακόμα κι όταν η διεύθυνση

έχει χαθεί τόσες φορές και τα ονόματα

των δρόμων είναι άγνωστοι που  περνούν

ανακατεύοντας μια τράπουλα με χάρτες

και κομμένο το λάστιχο που τη συγκρατούσε:

κι όμως, πέρα από τύχη ή επιλογή

ίσως το μπράτσο σου αγκαλιάσει το δικό μου

ορίζοντας έναν τόπο, την κοντινή

οικεία αίσθηση του χώρου που γίνεται ένα

ή ορμά στον αέρα της κρεβατοκάμαρας

όπου το φουστάνι σου προσπαθεί να τρυπώσει

από βροχή που έχει γίνει:

έτσι που το καταφύγιο μάς βρίσκει πάλι ένα,

και το έργο αυτής της εγγύτητας,

το ποίημα μόνο του, να πλανιέται.

 

[μτφρ.: Μαίρη Γιόση]

 

 

Στον εαυτό μου

 

Η ποίηση

ίσως είναι

το μαγικό

χαλί

 

όταν λες

πως θες,

μα μόνο

αν εσύ

 

πρόθυμος

να τραβάς σταθείς

αυτή την κουρελού

 

κάτω από

τα ίδια σου

τα πόδια, κάθε μέρα.

 

[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίημα [ΙΙ]

 

Η γύμνια σου: ο ήχος όταν σπάζω ένα μήλο στα δυο.

 

[μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα]

 

 

Το ξόρκι

 

Όλες οι μέρες που έχουν μέσα εσένα

είναι καλύτερες από αυτές που έχουν εμένα.

Αν ήσουν εγώ θα ήξερες γιατί.

 

Όλες οι λέξεις με ο μέσα τους

είναι καλύτερες από αυτές με η.

Αν ήσουν εγώ θα το είχες δει.

 

Καλύτερο απ’ όλα, φυσικά, είναι το α

γιατί είναι πάντα πρώτο, χα!

(Καλύτερα να είσαι εγώ ή χειρότερα;)

 

Μα αν τα μάγια αυτά αντιστρέφονταν

κάποιες φορές, θ’ ανησυχούσα άραγε

ποιος υπερέχει από εμένα, αφού μ’ εσένα -

 

κάποιες φορές ούτε που ήξερα πόσο.

Το καλύτερο είναι καλό αλλά όχι τόσο.

 

[μτφρ.: Λένα Καλλέργη]

 

Ο ίδιος ο Νοττ είχε δηλώσει για την ποίησή του: «Θεωρώ πως το έργο μου εντάσσεται στην μινιμαλιστική ή εικονιστική παράδοση. Τα ποιήματά μου σπανίως υπερβαίνουν τους δέκα με είκοσι στίχους. Οι ερμητικοί ποιητές –Μαλλαρμέ, Ουνγκαρέττι, Μποννφουά, κ.λπ.– υπήρξαν σταθερές επιρροές. Η Παλατινή Ανθολογία και οι Ιάπωνες ποιητές χάικου, σαν τον Ίσσα και τον Μπασό, είναι πηγές μου. Στα αγγλικά, σέβομαι απεριόριστα τον Μίλτον, τον Μάθιου Άρνολντ και τον Χάρντυ. Ο Λάρκιν είναι καλύτερος από οποιονδήποτε Αμερικανό σύγχρονό του, και θαυμάζω ποιητές σαν την Κάρολ Ανν Ντάφφυ και τον Ρόμπερτ Γουέλλς. Θα προτιμούσα να είμαι Βρετανός. Απεχθάνομαι αυτό που ο Χάρολντ Μπλουμ αποκαλεί Αμερικανική θρησκεία, τουτέστιν την εμερσονιανή αναζήτηση».

 

Απόσπασμα

 

Επειδή τουλάχιστον ένα ζευγάρι κάνει έρωτα

Κάπου στον κόσμο πάντοτε,

Επειδή αυτοί οι δυο είναι πάντα σφιχταγκαλιασμένοι,

Το μίσος δεν μπορεί ποτέ να ξεγλιστρήσει ανάμεσά τους

Για να ’ρθει να μας καταστρέψει.

 

[μτφρ.: Άρτεμις Μιχαηλίδου]

 

 

Το Ποίημα Μαλλιά

 

Μαλλιά είναι τα ουράνια ύδατα που μας λούζουν μυστηριωδώς

Συχνά  μια γυναίκα κατρακυλά απ’ τα μακριά της μαλλιά κι εξαφανίζεται.

 

[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]

 

 

Ποίημα σαλονιού σε χαραγμένο φύλλο

 

Όλα τα γλυπτά σε ένα νεκροταφείο

πρέπει να είναι φυλλοβόλα: τα φτερά

να χάνουν οι άγγελοι – μία φορά

το χρόνο. Και τα χερουβείμ να λένε αντίο

στις μπούκλες τους, τις άρπες, τις χορδές –

 

Ή αλλιώς: σκέψου φθινόπωρο, το κοιμητήριο

χωρίς τις λαξευμένες του, περίτεχνες μορφές:

Και όχι μονάχα τα αγάλματα – αλλά μαζί

να φθίνουν ονόματα· ημερομηνίες· επιγραφές.

Κάθε μνήμα να τρέπεται σε ένα γυμνό κλαδί –

 

Και στο «δεντρο-ταφείο» αυτό κάθε κλωνάρι,

όπως θα στέκεται, πέτρινο αγκωνάρι,

τόσο καλύτερο: Να αντέξει τραγικά

άλλον ένα Δεκέμβρη / Γενάρη / Φλεβάρη.

Η άνοιξη, αίθουσα την αίθουσα, σιμώνει:

 

Σκαλιστά μπουμπούκια γραμμάτων θ’ ανοίξουν,

μέσα από τους εξαίσια άγραφους φλοιούς.     

Νέοι, χαραγμένοι αριθμοί θα τονίσουν

τις παλαιές χρονολογίες του βίου.

Κι έτσι από πάνω υψωμένοι

 

οι σταυροί ας ανθίσουν.

Οι πελώριοι σταυροί ας τινάξουν ξανά

τα καρφωμένα τους μπράτσα. Ακολουθεί

η φυλλωσιά η σμιλεμένη.

Και το μουσείο ολόκληρο, από τον εαυτό του θα αναστηθεί.

 

[μτφρ.: Στέργιος Μήτας]

 

 

Σονέτο (σε –)

 

Ο τρόπος που ο κόσμος δεν

Στέκει έκπαγλος μπροστά σου

Ούτε ένα του φύλλο δεν σαλεύει

Όταν προβάλλουμε στο κατώφλι αφήνοντας το σπίτι

Με οδηγεί να υποθέσω

Πως η ομορφιά είναι κάτι φυσικό, διόλου αξιοσημείωτο

Και δεν χρειάζεται άλλο σχόλιο

Εκτός στη ροή των πραγμάτων

Τη ροή στο τραγούδι και τα καθημερινά καθήκοντα που μοιραζόμαστε

Τη ροή στο στριμωξίδι και τις γειτνιάσεις

Τη ροή στις κινήσεις όταν σφίγγεις πίσω τα ακαταμάχητα μαλλιά σου για να βγεις

Και αναντίρρητα τον τρόπο που εγώ

Στέκω έκπαγλος μπροστά σου

Με τον τρόπο που ο κόσμος δεν

 

[μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα]

 

Παρότι έλαβε το Iowa Poetry Prize το 1988, ένα βραβείο Guggenheim το 2003, και άλλες διακρίσεις, ουδέποτε υπήρξε ακριβώς δημοφιλής, ή ακριβώς ‘αναγνωρισμένος’. Δίδαξε επίσης επί 25 και πλέον έτη στο Emerson College, όπου, σύμφωνα με συνάδελφό του, «οι φοιτητές του ευδοκιμούσαν [... ,] οι αξιολογήσεις, οι επιστολές και οι μαρτυρίες τους τον χαρακτήριζαν ως έναν από τους εξέχοντες δασκάλους του αντικειμένου του, στο Έμερσον και αλλού».

Δήλωνε ότι ήταν παρίας και «δεν είχε δικαίωμα να γράφει ποίηση» – αλλά εξέδιδε ο ίδιος συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του. Οπωσδήποτε, πάντως, οι σχέσεις του με το ποιητικό κατεστημένο δεν ήσαν αγαθές: είτε σε σατιρικά ποιήματά του, είτε σε συνεντεύξεις του, έχει ειρωνευτεί καταξιωμένες μορφές όπως τον Άσμπερρυ, τον Στήβενς, τον Στραντ και τον C.K. Williams. Περιφρόνηση και ανασφάλεια: όταν, πριν από την έκδοση του βιβλίου του The Unsubscriber, το 2004, ο εκδοτικός του οίκος, ο λίαν σεβαστός Farrar, Strauss and Giroux, κανόνισε μια προδημοσίευση στο επίσης καταξιωμένο περιοδικό “Poetry”, ο Νοττ έγραψε στο μπλογκ του: “'Δέχτηκαν' ποιήματα από τον FSG, αλλά όχι από μένα, από μένα, ποτέ, και μην πιστέψετε αυτούς τους γαμο-υποκριτές αν σας πουν κάτι άλλο». Ούτε και παρέμεινε σ’ αυτόν τον εκδοτικό οίκο· όταν τον εγκατέλειψε, ο εκδότης του δήλωσε: «Ήταν σαφές πως, για τον Μπιλλ, το να τον εκδίδουμε εμείς, δεν του έκανε καλό, ψυχικά».  

 

 

Το πηγάδι των ευχών

 

Ζυγιάζω στην παλάμη το νόμισμά μου

μπροστά στη διαύγεια του νερού

που λαμπυρίζει απαντώντας στη σκιά μου:

τι πλούτος για να διαλύσω με αυτόν τούτη την ήρεμη

μαρμαρυγή, να ρισκάρω τη λαίμαργή μου αξίωση

πάνω στο μέλλον, την ανάγκη μου

ν’ ανταμειφθώ με όσα χρωστάω.

Στέκομαι πάνω απ’ το πηγάδι για να δω

αν μια θυσία τοσηδά όσο αυτή

αξίζει μιαν ευχή –

το νερό είναι κρύο, είναι σαν πέτρα

ως ένα βάθος που μπορώ μονάχα να μαντέψω.

Κι έστω πως φτάνει τόσο μακριά,

περνώντας μέσα απ’ τους πυκνούς δακτύλιους

του καταποντισμού του

ως μια άβυσσο που έχει για πυρήνα

το ενδότατο ίσως του θανάτου ορυκτό,

εκεί όπου μαζεύεται το τέλος

θα μου φέρει ποτέ το κέρμα μου άραγε

τίποτε απ’ το χρυσάφι που θα κομματιάσει;

 

[μτφρ.: Αντωνία Γουναροπούλου]

 

 

Ο ισοβίτης (ή «Χρόνια πολλά»)

 

ο φυλακισμένος μας

έχει λάβει ένα δέμα

που περιέχει μία τούρτα

στην οποία βεβαίως πιστεύει

ότι κρύβεται μια λίμα

ή μια πριονιστή λεπίδα

και αρχίζει

μέσα της να σκάβει

 

όμως στην πραγματικότητα

η λύτρωσή του

η διέξοδός του

ο ένας δρόμος διαφυγής

έχει επιμελώς παρατεθεί

με γλάσο ανοιχτόχρωμο

πάνω σε πιο σκούρο γλάσο

 

η καίρια ειδοποίηση

η λεπτή ρόδινη επιγραφή

παραμελημένη

αγνοημένη

πέφτει τώρα ξεσκισμένη

απ’ την έρευνα όλο ελπίδα

 

[μτφρ.: Λευτέρης Ζαχαριουδάκης]

 

 

Πρώιμο ποίημα

 

Η μόνη αντίδραση

μπροστά σ’ έναν παιδικό τάφο είναι

να ξαπλώσεις και να το παίξεις νεκρός.

 

[μτφρ.: Κώστας Πλησιώτης]

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εργαλείο ζωής

 

Να δουλεύεις από το αυθεντικό προς

το ωραίο,

εκτός κι αν το δεύτερο έρθει πρώτο

οπότε

αντιστρέφεις τις προσπάθειες για να βρεις

ένα μοντέλο αντάξιο μιας τόσο

ανόητης επιθυμίας.

 

Ακόμα και το στόμα

που χωρίζεται σε δυο χείλη δεν

είναι αρκετό για να κάνει τις λέξεις

ίσες μεταξύ τους.

 

Οι ωτακουστές φοβούνται

τον μονόλογο του ερημίτη.

 

Ξύπνα, πληγή, είπε το μαχαίρι.    

 

[μτφρ.: Άρτεμις Μιχαηλίδου]

 

Η, κάποτε φοιτήτριά του και αργότερα φίλη, συνεργάτης και ενίοτε σύντροφός του, ποιήτρια Σταρ Μπλακ έγραψε γι’ αυτόν: «Ο Μπιλλ ήταν άνετος και ευτυχής στο σπίτι, όσο προσηλωνόταν στις δραστηριότητές του: να γράφει και να αναθεωρεί, να τακτοποιεί ποιήματα, να τυπώνει ποιήματα, να φτιάχνει ο ίδιος χαρτί ή ζωγραφιές ή σχέδια ή καλλιτεχνικά βιβλία. Συνέχεια μού έλεγε, όταν μου μάθαινε πώς να σταχώνω και να δένω στο χέρι ένα βιβλίο με τον ιαπωνικό τρόπο [...], πως το να φτιάχνεις ο,τιδήποτε «είναι χίλιες δυο μικρές λεπτομέρειες», και ότι «τα λαθάκια είναι κομμάτι αυτού».»

 

Ατυχές μήνυμα

δένω το ρολόι μου μ’ επίδεσμο

να σταματήσω την αιμορραγία

του χρόνου, μα ο χρόνος

είναι ανάγκη πληγή

που από μέσα το σύμπαν αδειάζει

τους βόλους του Αϊνστάιν

 

τον πράσινο πετώ στην αδερφή του σελήνη

θάβω τον διαυγή με άρνησης σημείωμα

ο μπλε ζυγίζει στο χέρι μου

τόσο ελαφρύς σαν ουρανός πλην γης

η γη είναι φυσικά ο τελευταίος βόλος

 

μ’ αρέσει να τον ακούω να κυλά

στη μπανιέρα κυκλικά

πριν πέσω στο σιφόνι

μέσα σ’ εκείνο το απόσταγμα απόστασης που λέμε

ωκεανό

 

λευκές παντού κορυφές

σε καθεμιά από κάτω

μια νοσοκόμα

σε ταλάντωση

 

[μτφρ.: Κώστας Πλησιώτης]

 

 

Κλικ

 

Από τον πάτο στο πηγάδι μου εδώ

βλέπω τον ήλιο, το φεγγάρι μόνο

τη μέρα μια φορά, που είναι τίποτα

 

αν το συγκρίνεις με σένα πάνω

που βλέπεις και τα δυο τόσο συχνά,

να προσφέρονται τόσο απλόχερα, τόσο ολοκληρωτικά:

 

κι όμως πιστεύω αυτό ότι σ’ εκείνο

το λεπτό που κάθε μέρα ο ήλιος

και κάθε μήνα το φεγγάρι ξεχειλίζουν

 

τα χείλη στο γύρω απ’ το πηγάδι μου εκεί, εγώ

εκπέμπω φως με έναν τρόπο που εσείς

ποτέ, τελείως χορτασμένοι

 

και έγκλειστοι στο φως δεν θα λάμψετε. Δες:

τώρα είμαι όλος, ένας εαυτός. Χωρίς ρωγμές.

 

[μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα]

 

 

Νερό

 

με ρωτάτε γιατί έρχομαι κοντά σας να σας πενθήσω

λέω: είμαι ο πενθών

μα δεν είμαστε νεκροί ούτε πεθαίνουμε

ε λοιπόν: είμαι ο πενθών

δε σε φοβόμαστε

το ξέρω: είμαι ο πενθών

μα τότε τι πενθείς αν όχι εμάς

όχι εσάς: είμαι ο πενθών

άραγε αξίζει να πενθείς οτιδήποτε πέρα από μας

ναι: είμαι ο πενθών

όταν φεύγεις συνεχίζεις να πενθείς

να πενθώ: είμαι ο πενθών

οι απαντήσεις σου είναι απλοί αντίλαλοι

αντιλαλώ σημαίνει πενθώ: είμαι ο πενθών

δε θα σε ταΐσουμε ξέρεις θα λιμοκτονήσεις

ζω από το θρήνο: είμαι ο πενθών

μα είμαστε νέοι και δυνατοί δε σ’ έχουμε ανάγκη

είμαι ο πενθών

να ένα δολάριο, δίνε του

ευχαριστώ: αντίο

πού θα πας μετά από δω

υπάρχουν άλλοι να πενθήσω: είμαι ο πενθών

μια στιγμή αυτό είν’ όλο δεν έχεις τίποτ’ άλλο

να μας πεις

λέω: είμαι ο πενθών αντίο

περίμενε δε γίνεται να το αφήσεις έτσι στάσου

όχι: το πένθος μου για σας ολοκληρώθηκε

έι στάσου απατεώνα αγύρτη τσαρλατάνε

λυπάμαι: σας πένθησα όσο μπορούσε κανείς να σας πενθήσει

μην ανησυχείτε όμως:

είμαι ο πενθών

 

[μτφρ.: Αντωνία Γουναροπούλου]

 

Σε μια συνέντευξη το 2005, ο Άνταμ Τράβις τον ρώτησε:

«Ποιον ποιητή, απ’ όλη την Ιστορία, θαυμάζετε περισσότερο;»

«Ε, κάθε ποιητής που επιτυγχάνει είναι αξιοθαύμαστος. [...] Αλλά ιστορικά, σ’ όλη την Ιστορία; Έναν ποιητή; Τόσοι πολλοί εξοντώθηκαν από την Ιστορία: ο Μαγιακόβσκι, η Τσβετάγεβα, ατελείωτος ο κατάλογος. Οποιονδήποτε ποιητή που το έργο του επιβιώνει των κατακλυσμών. Και τον Μπρεχτ και το μαύρο πρόβατο άλτερ έγκο του, τον Μπενν. Και πώς να μη θαυμάζεις την Πλαθ; Αν θα ’πρεπε να διαλέξω έναν, θα ήταν κατ’ ανάγκην η Πλαθ.»

«Ποιος είναι ο χειρότερος «κακός» σ’ όλη την Ιστορία;»

«Κακοί, στον πληθυντικό: οι αρσενικοί: το χρωμόσωμα Υ. Ο Θεός. Και όλοι Του οι κλώνοι.»

«Ποιος είναι ο χειρότερος «κακός» σ’ όλη την Ποίηση;»

«Εγώ. (Χα!)»

«Τι, στο έργο σας, έχει μεγαλύτερη σημασία: ο ήχος ή το νόημα;»

«Ο Πωλ Βαλερύ είπε ότι η ποίηση είναι ένας παρατεταμένος δισταγμός μεταξύ ήχου και νοήματος. [...] Ταλαντευόμαστε (κατά τον Paz) μεταξύ «θρησκευτικού πειρασμού» και «επαναστατικού πειρασμού».»

 

Γύρω-γύρω όχι

 

Τα ξύλινα αλογάκια βαρεθήκαν

το γύρω γύρω, κουραστήκαν

 

και ικετεύουν να γίνουνε τροφή

κάποιου φούρνου, απ’ το κεφάλι ως την οπλή –

 

σε φλόγες που ορμούν κι αναπηδούνε

 θα μπορούσαν έτσι να ξαναγεννηθούνε

 

με χαίτες να κροταλούν σαν αλυσίδες σε πυρά.

Δε θα τα τύφλωνε ο καπνός απ’ τη φωτιά

 

όπως με τα χέρια τους τώρα τα παιδιά μας.

Μακριά απ’ τα σκληρά προστάγματά μας

 

θα τα ’παιρνε ο καπνός για να τα λευτερώσει,

όπως κάποτε ήρθε να τους δώσει

 

κάποιος ξυλουργός ζωή έξω απ’ τον κορμό

και ζεύτηκαν σ’ αυτό τον χαλινό.

 

[μτφρ.: Αντωνία Γουναροπούλου]

 

 

Ποίημα [ΙΙΙ]

 

Η ηλικία με συμπτύσσει, γεμίζοντας τα χέρια μου

μανικέτια καθώς ζαρώνω, καταλήγοντας

ξαναπαιδί. Το δέρμα μου είναι

καπνός από χάρτινο σπίτι, τα μαλλιά μου.

 

Ετοιμάστε μια θάλασσα βελόνες να βαδίσω.

 

(Ετοιμάστε με. Βεβαιωθείτε

πως οι κραυγές μου είναι τυλιγμένες μες σε φύλλο δέντρου.)

 

[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]

 

 

Μετά την ταφή (Πεζοποίημα)

 

Μετά την ταφή μόνος εγώ καθόμουνα ώσπου 2 εργάτες ήρθανε να φτυαρίσουνε το χώμα πίσω στην τρύπα. Περίσσεψε λίγο, ήταν το χώμα που είχε εκτοπίσει, και το μεταφέρανε πέρα με το καρότσι. Ελκόμενος από αυτό, δεν ξέρω γιατί, ακολούθησα από απόσταση. Φτάνοντας αυτοί σε μια μάντρα, το πετάξανε, και φύγαν. Πήγα κοντά. Το χώμα σχημάτιζε έναν μικρούλη τύμβο. Και γύρω του, παρόμοιοι τύμβοι. Κώνοι ατόφιας χαράς! Τα πρώτα δώρα απ’ τους νεκρούς! Έπεσα στα γόνατα μπροστά του, κι έχωσα μέσα του τα χέρια μου… ως τους αγκώνες, σαν να ’τανε λεκάνη με νερό… Για πρώτη φορά ένιωσα αρκετά άδειος ώστε να κλάψω για εκείνη. 

 

[μτφρ.: Ορφέας Απέργης]

 

Ο Νοττ δημοσίευσε, σε έντυπη μορφή, 12 βιβλία από το 1968 έως το 2004, από μικρούς και μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Ενίοτε, μάλιστα, τα εικονογραφούσε ο ίδιος. Περί το 2005, όμως, αποφάσισε να διαθέσει όλα τα ποιήματά του δωρεάν στο διαδίκτυο: μέσω των διαφόρων μπλογκ του, αλλά και με την μορφή .pdf που μπορούσε κανείς να ‘κατεβάσει’ – αυτοεκδόσεις που ο Τζων Κόττερ ονόμασε «εξαίσια τέχνη με βάναυσο περιτύλιγμα». Μέχρι που διέγραψε τα μπλογκ του. Όπως διέγραψε και το προφίλ του στο facebook, αφού το είχε χρησιμοποιήσει για να επαινέσει το έργο διαφόρων νεότερων ποιητών.

Εξέδιδε και βιβλία του μέσω της Amazon, στην τιμή των τυπογραφικών και του κόστους αποστολής – αυτοανθολογήσεις με τίτλους όπως Αετοί ας Φυλάττουν το Μνήμα σας – και άλλα Ποιήματα για Κοιμητήρια· Ποιήματα για Κτίρια· ή Βήτα: Ποιήματα για Πράγματα που Αρχίζουν με το Γράμμα Β. Η δε συγκεντρωτική έκδοση που ετοίμασε λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει, αριθμούσε 964 ποιήματα. Για την σειρά τους εκεί, έγραψε: «σκοπίμως είναι τυχαία, ούτε χρονική ούτε θεματική, καίτοι ενδεχομένως απέτυχα να κατορθώσω αυτή μου την πρόθεση σε όλες τις περιπτώσεις».

Αυτήν την σειρά ακολούθησε και η παρουσίαση των 38 ποιημάτων του εδώ – με προφανή εξαίρεση την αρχή και  το τέλος, όπου μεταφράζεται το ίδιο ποίημα.

Όπως έγραψε ο Τζων Κόττερ, ο Νοττ «επιχειρεί τα πάντα, αποτυγχάνει ως προς το ιδανικό του, και δραματοποιεί αυτήν την ομολογημένη αποτυχία με γλώσσα πιο ζώσα απ’ αυτήν που θα βρείτε σε βιβλία των καλύτερων εκδοτικών οίκων, των πιο επιτυχημένων συγκαιρινών του».

Και, κατά τον Τόμας Λαξ, ο Νοττ είναι μοναδικός στην αμερικανική ποίηση: μέλος μιας σχολής με έναν μόνον εκπρόσωπο.

 

Θάνατος [ΙΙ]

 

Άρωμα ανοίγει από σένα τα μάτια του.

Θα γίνω ποιμένας της κόμης σου.

Αυγή καμωμένη απ’ όλον τον αέρα που ανέπνευσα ποτέ.

 

[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]

 

 

Κακή Συνήθεια

 

Μια φορά τουλάχιστον τη μέρα,

κάθε μέρα,

για να διασφαλίσω ότι το πρόσωπό μου

δεν είναι διόλου συμβατό με του Θεού

χαμογελώ.

 

[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]

 

 

*

 

Πηγές

~ Robert P. Baird, “Remembering Bill Knott”, The New Yorker, March 17, 2014.

~ Dan Chiasson, “Bill Knott’s Anti-Career of Guerrilla Poetry”, The New Yorker, March 27, 2017.

~ John Cotter, “Let it lack”, https://www.poetryfoundation.org/articles/70090/let-it-lack

~ https://www.encyclopedia.com/arts/culture-magazines/knott-bill

~ Cindra Halm, “Knowing Knott: Essays on an American poet”, https://www.raintaxi.com/knowing-knott-essays-on-an-american-poet/

~ Bill Knott, I am flying into myself – Selected Poems, 1960-2014, edited and with an introduction by Thomas Lux, Farrar, Strauss and Giroux, 2017

~ "Bill Knott / knott goodbye”, http://coldfrontmag.com/rip-bill-knott-1940-2014/ , 13 March 2014

~ Tony Leuzzi, “Knott Knowing”, https://brooklynrail.org/2017/05/books/Knott-Knowing

~ https://www.poetryfoundation.org/poets/bill-knott

~ https://poets.org/poet/bill-knott

~ Kathleen Rooney, «An Outsider Poet Who Courted Contradictions», The New York Times, April 7, 2017

~ Charles Simic, “The poets in the distance”, The New York Review, 28 May 2014.

~ Adam Travis, “An interview with Bill Knott”, February 2005, http://www.bookslut.com/features/2005_02_004302.php

 

~

 

Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Πιο πρόσφατο, τέταρτο ποιητικό βιβλίο του: Καθαριστήριο (2021). Κυκλοφορεί επίσης, σε μετάφρασή του, το λυρικό δράμα Ελλάς του Shelley.

Μαίρη Γιόση. Ποιήτρια, φιλόλογος και μεταφράστρια. Έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικά βιβλία: Πασιφάη (1981), Τοπίο Κατάβασης (1985), Ειδική Διαδρομή (1990), Οι Γάμοι (1995), Χαμηλός Ουρανός (2006) και Η κοίτη (2021).

Αντωνία Γουναροπούλου. Μεταφράστρια και διορθώτρια/επιμελήτρια. Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές: Το άστρο του Βορρά (2010) και Το άστρο του Τίποτε (2013), κι ένα βιβλίο με πεζά, Κυνηγοί και λύκοι (2017).

Γιάννης Δούκας. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Τα ώς τώρα βιβλία του: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (2001), Στα μέσα σύνορα (2011), Το σύνδρομο Σταντάλ (2013), η θήβα μέμφις (Πόλις).

Κατερίνα Ηλιοπούλου. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης (πιο πρόσφατο: Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, 2015)· ένα με διηγήματα (Δεν είναι ακόμα, 2019)· και συμμετάσχει σε δύο συλλογικά βιβλία δοκιμίων (πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη (2020)).

Λευτέρης Ζαχαριουδάκης. Ερευνητής της φιλοσοφίας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σχέση μεταξύ (μετα)φιλο σοφίας και ιστορίας.

Λένα Καλλέργη. Πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο της:  Περισσεύει ένα πλοίο (2016 - Βραβείο Κύκλου Ποιητών, βραχύς κατάλογος Κρατικών Βραβείων Ποίησης). Πιο πρόσφατη μεταφραστική της εργασία στην Ανθολογία ρομαντικών ποιητών (2021).

Δήμητρα Κωτούλα. Κυκλοφορεί η τρίτη ποιητική συλλογή της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, καθώς και η μετάφρασή της του τελευταίου βιβλίου τής Λουίζ Γκλικ σε συνεργασία με τον Χάρη Βλαβιανό.

Στέργιος Μήτας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Έμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων (2013) και (μαζί με τους Θ. Ρακόπουλο και Α. Ψάλτη) Ξέρετε το τέλος (2017).

Άρτεμις Μιχαηλίδου. Έχει διδακτορικό στη Μοντέρνα Αμερικανική Ποίηση από το Πανεπιστήμιο του Exeter, καθώς και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημιουργική Γραφή. Είναι Επίκουρος Καθηγήτρια στη Σχολή Ευελπίδων.

Χριστιάνα Μυγδάλη. Φιλόλογος και μεταφράστρια. Διδάσκει διαπολιτισμική μετάφραση και θεωρία διασκευής, και ασχολείται με την πρακτική της θεραπευτικής ανάγνωσης.

Κώστας Πλησιώτης. Ποιητής και μεταφραστής.