Στις 21 Ιανουαρίου 2016, το 'μτλγ' παρουσίασε την εκδήλωση "Ξαναδιαβάζοντας τον Τάκη Παπατσώνη" – ένα αφιέρωμα στον μεγάλο Έλληνα ποιητή του 20ου αιώνα, Τάκη Παπατσώνη, με αφορμή τα 120 και τα 40 χρόνια από την γέννηση και τον θάνατό του.
Ο Τάκης Παπατσώνης (1895-1976) είναι –μαζί με τον Καβάφη– ο κατεξοχήν πρωτοπόρος της ελληνικής μοντέρνας ποίησης. Πρωτοδημοσίευσε το 1914, μα έγραφε σε ελεύθερο στίχο ήδη από το 1920, δηλαδή δέκα χρόνια πριν από την 'γενιά του '30' και τους υπερρεαλιστές.
Για την εκδήλωση αυτή, επέλεξαν, διάβασαν, και σχολίασαν ποιήματα του Παπατσώνη, 9 ποιήτριες και ποιητές: Ορφέας Απέργης, Λίνος Ιωαννίδης, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Δήμητρα Κωτούλα, Παυλίνα Μάρβιν, Ηρώ Νικοπούλου, Γιάννης Πατίλης, Χρήστος Σιορίκης, και Θωμάς Τσαλαπάτης. Η Ισμήνη Καρυωτάκη ξετύλιξε το νήμα του βίου και του έργου του ποιητή.
Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύθηκε αργότερα στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2018 του "The Books' Journal":
Παναγιώτης
Ιωαννίδης
μαζί με σύντομα
σχόλια της Δήμητρας Κωτούλα, του Λίνου
Ιωαννίδη, της Ηρώς Νικοπούλου, και του
Χρήστου Σιορίκη.
ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ
Στις 21 Ιανουαρίου 2016, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, το «Με τα λόγια (γίνεται» αφιέρωσε την πρώτη του –στα πέντε χρόνια ύπαρξής του– εκδήλωση που ήταν αποκλειστικά εστιασμένη σε έναν παλαιότερο Έλληνα ποιητή: στον Τάκη Παπατσώνη. Οι λόγοι της επιλογής αυτής, αν δεν είναι προφανείς, πιστεύω πως θα καταστούν σαφείς στο κείμενο που ακολουθεί. Στο εργοβιογραφικό, λοιπόν, αυτό αφήγημα –με ένθετα τα ποιήματα που επέλεξαν και τα σχόλια των ποιητ(ρι)ών που συμμετείχαν στην εκδήλωση– περιλαμβάνονται και κάποιες λεπτομέρειες για τον βίο του Παπατσώνη ως δημοσίου ανδρός: τόσο σε θέσεις της δημόσιας διοίκησης, όσο και σε σημαντικές θέσεις για τον πολιτισμό. Εκτός από ακάματος εργάτης της τέχνης του –η παραγωγή του ήταν τεράστια, όσο κι αν λίγα είναι τα συγκεντρωμένα του ποιήματα, και εκδοτικώς άφαντα όσα δοκίμια εξέδωσε σε τόμους, χώρια τα αθησαύριστα–, φαίνεται πως ήταν ένας εξαιρετικά ντροπαλός και εσωστρεφής άνθρωπος, μακρυά από παρέες του σιναφιού. Διαδραμάτισε κατά τεκμήριο σημαντικό ρόλο στα δημόσια πράγματα της χώρας για περίπου 40 χρόνια και υπήρξε εξαιρετικά ενήμερος και εξωστρεφής πολιτισμικά.
Το δοκίμιο του ποιητή
Νίκου Φωκά, “Τάκης Παπατσώνης – μια
προσέγγιση”i,
δημοσιευμένο το 1976, ξεκινά ως εξής:
“Στην κατά συνθήκη ποίηση, το ποίημα είναι ένα άθροισμα από εικόνες και επί μέρους έννοιες, όχι ποτέ ένα οργανικό σύνολο. Έτσι κατά παράθεση, τα στοιχεία αυτά δημιουργούν το πολύ-πολύ ένα κλίμα, μιαν ατμόσφαιρα. Άλλοτε πάλι η ποίηση αυτή παρουσιάζει μιαν αντίθετη αδυναμία. Το “ποίημα” χαρακτηρίζεται από μια ευθύγραμμη λογική εξέλιξη, έτσι που ο λόγος δίνει την εντύπωση της προόδου προς ένα τέρμα, προς μια κατακλείδα· κι άλλοτε τέλος η εξέλιξη, όχι ακριβώς ευθύγραμμη, όπως η αφηγηματική, ας πούμε, θυμίζει [] ρητορική ανάπτυξη.
“Στην κατά συνθήκη ποίηση, το ποίημα είναι ένα άθροισμα από εικόνες και επί μέρους έννοιες, όχι ποτέ ένα οργανικό σύνολο. Έτσι κατά παράθεση, τα στοιχεία αυτά δημιουργούν το πολύ-πολύ ένα κλίμα, μιαν ατμόσφαιρα. Άλλοτε πάλι η ποίηση αυτή παρουσιάζει μιαν αντίθετη αδυναμία. Το “ποίημα” χαρακτηρίζεται από μια ευθύγραμμη λογική εξέλιξη, έτσι που ο λόγος δίνει την εντύπωση της προόδου προς ένα τέρμα, προς μια κατακλείδα· κι άλλοτε τέλος η εξέλιξη, όχι ακριβώς ευθύγραμμη, όπως η αφηγηματική, ας πούμε, θυμίζει [] ρητορική ανάπτυξη.
Το δύσκολο στην ποίηση
και το πιο ουσιαστικό, το πιο δικό της,
δεν είναι ούτε η δημιουργία κλίματος,
ούτε η εξελικτική, ευθύγραμμη ή ρητορική
ανάπτυξη, αλλά η ανακάλυψη εξωσυνειδησιακών
σχέσεων μέσα στην πραγματικότητα,
σχέσεων που η συνείδηση καταφάσκει
τρέμοντας εκ των υστέρων. Αυτό λέγεται
ποιητική σύλληψη –σύλληψη πράγματι
μιας σχέσεως άπειρα φευγαλέας– ή αλλιώς
ποιητική ιδέα. [] Τόσο μεγαλύτερη είναι
η αξία της ποιητικής σύλληψης, όσο πιο
λογικά διιστάμενα ή ετερόκλητα είναι
τα σύμβολα ενός λεκτικού ζεύγματος και
όσο πιο αβίαστα πειστικός ο ποιητικός
συσχετισμός τους. []
[...] η ένταση είναι το
απαραίτητο χαρακτηριστικό κάθε ποιητικής
ιδέας, δηλαδή κάθε ζεύγματος, καθώς τα
δύο ετερόκλητα ή διαφορετικά μεταξύ
τους στοιχεία επιμένουν λογικά να
αποζευχθούν, ενώ η ποίηση επιμένει να
τα κρατάει κάτω από ζυγό.
[Σε πολλά ποιήματα του
Παπατσώνη], η ποιητική λειτουργία
συνίσταται στη βαθμιαία πραγμάτωση ή
λύτρωση, καλύτερα, της ποιητικής ιδέας
κατά τον συντομότερο και τον πεζολογικότερο
–δηλαδή κατά τον οικονομικότερο–
δυνατό τρόπο μέσα στο ποίημα. Πρόκειται
για μια πεζολογία στην απόδοση των
ποιητικών συλλήψεων που σαν τέτοια
γίνεται αυτόματα γλώσσα της ποίησης []
Αν ο Παπατσώνης θεωρείται
[] δύσκολος ποιητής, αυτό κατά τη
γνώμη μου οφείλεται κατά μεγάλο μέρος
στο ότι σ' ένα σημαντικό τμήμα της ποίησής
του λειτουργεί κάποια ποιητική ιδέα με
μεγάλη ακρίβεια αλλά και βραδύτητα.”
Κι ένα δεύτερο, εκτενέστερο δοκίμιο του Φωκά για τον Παπατσώνηii, πάλι το 1976, εξειδικεύει και αποφαίνεται:
“Ο μεγάλος πρωτοπόρος στην ποίησή μας δεν είναι ούτε ο Καρυωτάκης, ούτε ο Σεφέρης. Είναι ο Παπατσώνης. Ο Καβάφης και πριν απ' αυτόν ο Κάλβος αποτελούν μακρυνές προϋποθέσεις. Η πρωτοπορία στη νεοελληνική ποίηση αρχίζει οριστικά με τον Παπατσώνη, τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας. []
Αυτό δεν αποτελεί κατ'
ανάγκη αξιολόγηση του ποιητή απέναντι
στους συγχρόνους, τους προγενεστέρους
ή τους μεταγενεστέρους του. Απλώς βάζει
μερικά πράγματα στην θέσι τους. Γιατί
φτάνει να σκεφτείτε ότι ο Παπατσώνης
ανήκει στην γενιά του Καρυωτάκη, του
Λαπαθιώτη και του Άγρα για να αντιληφθείτε
την απόσταση που τον χωρίζει από τους
συγχρόνους του τόσο σα μορφή, όσο και
σα μήνυμα. []
Ο Παπατσώνης άφησε τόσο
πολύ πίσω του τις αξίες της γενιάς του,
ήδη από το 1915, ώστε δεν ξέρω κανένα
νεοέλληνα ποιητή μέχρι τις παραμονές
του Β' Π.Π. –με μοναδική φυσικά εξαίρεση
τον Καβάφη– που να απέφυγε τόσο τέλεια
και με τέτοια φυσική ευκολία την επίδραση
του Παλαμά, προσφέροντας συγχρόνως στον
ακμαίο και ηχερό παλαμισμό μιαν
ολοκληρωμένη διαζευκτική λύση· αυτό
το άλλο στην ποίηση, που λένε. Πού
βρήκε το θάρρος; Εκεί βέβαια που το
βρίσκουν όλοι οι γνήσιοι πρωτοπόροι,
τα γνήσια μεγέθη. Έτσι στον τεντωμένο
και κορδωμένο δημοτικισμό –απηχήσεις
του οποίου βρίσκουμε ακόμα και στο
Σεφέρη (Ερωτικός Λόγος)– ο Παπατσώνης
αντιτάσσει ένα παράλυτο, ναι, προζαϊκό
στίχο, που αργότερα καθιερώνεται να
λέγεται ελεύθερος στίχος. Ο ελεύθερος
στίχος γίνεται πια με τον Παπατσώνη
γεγονός, πραγματικότητα, από το 1920. Δεν
πρόκειται πια για τον αρνητικό ίαμβο
του Καρυωτάκη (που μολονότι ιαμβικός
νεύει διαρκώς σαν να μην ήταν), ούτε για
τον απελευθερωμένο, μετρικό στίχο του
Σικελιανού (Συνειδήσεις) ή του Καβάφη,
αλλά για κάτι διάφορο, που μολονότι έξω
από το μέτρο και άρνηση της παράδοσης,
δεν παύει ωστόσο να νεύει καταφατικά.
Είναι ο καινούργιος στίχος, ο ελεύθερος
στίχος.
Το ίδιο καταφατικά
νεύει και το περιεχόμενο της ποίησης
αυτής, έξω από κάθε παλαμική ή μεταγενέστερη
ωραιολογία και ελληνολογία. []
Αντιπαλαμισμός,
αντικαρυωτακισμός, ελεύθερος στίχος,
κατάφαση της ζωής, μιξοκαθαρεύουσα, και
αυτό το παρα-ποιητικό που πάει να γίνει
το κυρίως ποιητικό –σα νάλλαξε ξαφνικά
ο άξονας της γης–, κι ακόμα, []αυτό το
εξομολογητικό, το σχεδόν ημερολογιακό
στοιχείο, πώς όλα αυτά δε δηλώνουν μια
ισχυρή ανεξαρτησία απο το κατεστημένο
και υποκατεστημένο της δεκαετίας μεταξύ
1920-1930· και πως δε σημαίνουν ένα νέο
ποιητικό κλίμα, δέκα τουλάχιστον χρόνια
πριν από το Σεφέρη και τον Εμπειρίκο;
Ποια λοιπόν καλοπροαίρετη και με ικανό
βάθος κριτική θα μπορούσε να αρνηθεί
στον Παπατσώνη την τιμή της πρωτοπορείας
στην νεώτερη ποίησή μας;”
Στις 30 (18, με το σημερινό
ημερολόγιο) Ιανουαρίου του 1895, γεννιέται
στην Αθήνα ο Τάκης Παπατσώνης, γιος του
Κωνσταντίνου Παπατσώνη και της Αικατερίνης
Πρασσά. Είναι, λοιπόν, δέκα χρόνια
μικρότερος απ' τον Σικελιανό, έναν χρόνο
πρεσβύτερος του Καρυωτάκη, και πέντε
χρόνια πρεσβύτερος του Σεφέρη.
Η μητέρα του κατάγεται
από παλιά ιταλική αρχοντική οικογένεια
της Ανκόνας – και ίσως λόγω αυτής, ο Π.
ακολουθεί το καθολικό δόγμα. Πρόγονοι
του πατέρα του, από την άλλη, πολέμησαν
το '21: στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα
Δερβενάκια.
Πρωτοδημοσιεύει το
1910, 15 χρονών, δηλαδή: τρεις μεταφράσεις
από τα γαλλικά – δύο διηγήματα, και ένα
ποίημα του Αλφρέντ ντε Βινιύ.
Στα 1913, όταν, 18 χρονών,
τελειώνει τις σπουδές του στο Γαλλικό
Ινστιτούτο Αθηνών, δημοσιεύει και το
πρώτο του ποίημα, “Ειρήνη” (γραμμένο,
ας σημειωθεί, την εποχή των Βαλκανικών
Πολέμων) – ένα χρόνο πριν από την πρώτη
ποιητική δημοσίευση του Καρυωτάκη, και
11 χρόνια πριν από αυτήν του Σεφέρη. Και,
δυο χρόνια αργότερα, το 1915, το πρώτο του
δοκίμιο. Δηλώνεται, λοιπόν, ο Παπατσώνης,
από τις πρώτες του κιόλας νεανικές
εμφανίσεις, ποιητής, μεταφραστής, και
δοκιμιογράφος.
Την εποχή αυτή, “το έργο του Παλαμά δεν έχει πάψει να δεσπόζει”iii. Μα ακριβώς ο Παλαμάς θα προσέξει τις πρώτες του αυτές δημοσιεύσεις.
Την εποχή αυτή, “το έργο του Παλαμά δεν έχει πάψει να δεσπόζει”iii. Μα ακριβώς ο Παλαμάς θα προσέξει τις πρώτες του αυτές δημοσιεύσεις.
Η Δήμητρα Κωτούλα
έχει λοιπόν επιλέξει ένα νεανικό ποίημα
του Παπατσώνη – μαζί μ' ένα υστερότερο.
*
ΤΑ ΦΙΔΙΑ [απόσπ.]
ΤΑ ΦΙΔΙΑ [απόσπ.]
εστίες
όλα
γινήκανε στις όχεντρες που είναι Αμαρτίες
παλιές,
βαρειές, τιμωρημένες...ω αισχρά φίδια!
–
Μα κι από σένα, ω Γόητα, κι απ’ το κορμί
σου
το
αγαλματένιο, Έφηβε μάγε, το μουντό σαν
γάλα,
με
τις απόπνοιες μόσχου αγνού βουνίσιου
,
κι
από τα μάτια σου τα ερωτικά και τα μεγάλα,
κι
από τα μελιστάλαχτα τα χείλια,
πετιέται
βάρβαρη όχεντρα και με δαγκώνει, η
Ζήλεια.
Βασικό
στοιχείο της δυναμικής του ποιητή
Παπατσώνη, εκείνο που τον φέρνει κοντά,
κατά τη γνώμη μου, στον Καβάφη –μια
πολυσυζητημένη λογοτεχνική συγγένεια–
που, άλλωστε, καθορίζει λίγο ή πολύ κάθε
ποιητή, είναι η διαρκής αγωνία του για
το συγκερασμό δύο αντιθετικών αξόνων:
- του «ενστικτωδώς αγαπητότατου» (Διονυσιακά, Friedrich Hölderlin) που προσλαμβάνουμε, κυρίως, με τις αισθήσεις και που όμως φέρει τη «μουτζούρα του εφήμερου» (Μεγάλη Αναμονή της Επιούσης, Εκλογή Α΄)
και
- του άλλου που «επιβάλλει η ηθική επιταγή» (Διονυσιακά, Friedrich Hölderlin) και φέρνει μαζί του την αιώνια αρμονία της σύνεσης.
Θεωρούσα
για καιρό πολύ ότι η πάλη μεταξύ των δύο
γεννά και αναγεννά την Ποιητική του
Παπατσώνη. Έβλεπα τον ποιητή να έλκεται
και να μεθά, άλλοτε με περισσότερες
τύψεις, άλλοτε με λιγότερες, όχι μόνο
από τα αισθητά, αλλά και από τις Ιδέες
που του γεννούσαν, με πλήρη συναίσθηση
ότι όλα αυτά τα «χοϊκά», τα «γήινα
ζιζάνια», δεν είναι η «Αγάπη». Να ενδίδει
σε ό,τι ο ίδιος περιγράφει ως «ωραία
παράνοια» και να προσπαθεί, τις
περισσότερες φορές μάταια, να διασκεδάσει
τις ισχυρότατες εν-τυπώσεις από τις
αισθήσεις και τις συναισθήσεις μέσα
του... (πόσο αγαπώ το απλοϊκόν, άσπρο
ροζάριό μου).
Προσεχτικότερη
όμως μελέτη στο έργο του –ποιητικό και
μεταφραστικό– φαίνεται να οδηγεί κάπου
αλλού. Καταλήγω, λοιπόν, ότι η ιδιαιτερότητα
της Ποιητικής του Παπατσώνη και ίσως,
τελικά, εκείνο που τον κάνει έναν
πραγματικά σημαντικό ποιητή κι όχι έναν
ακόμη ευαίσθητο νου που παλεύει ποιητικά
με αγωνίες και αδιέξοδα που όλοι έχουμε
βιώσει, ή έναν ιδιαίτερο πρωτοπόρο του
μοντερνισμού, αφορά όχι στην πάλη μεταξύ
δύο αντιθετικών πόλων, το χρωματισμό
της αγωνίας της, ή το ξόρκισμά της («Φύγε
ζώο κακό από κοντά μου / που εγώ μαζεύω
αγριοβιολέτες», Δειλινό Μεγάλης
Τετάρτης πέρα απ΄το Φάληρο, Εκλογή
Β΄) αλλά σε κάτι, ποιητικά, μάλλον
πρωτόγνωρο.
Ο
Παπατσώνης συγκαταλέγεται στη χορεία
των ποιητών που, αν μη τι άλλο, άφησαν
ένα διακριτό στίγμα στην ποιητική των
«μοντέρνων χρόνων», για τα καθ’ ημάς
τουλάχιστον δεδομένα. Κι αυτό, όχι
εξαιτίας της αιφνιδιαστικής, σχεδόν,
ριζοσπαστικότητας του στίχου του ή της
παραδοξότητας των εικόνων του, αλλά,
νομίζω, γιατί κατορθώνει κάτι που
ελάχιστοι από όσους παλεύουν με την
τέχνη θα κατόρθωναν με επιτυχία, χωρίς
να μετουσιωθούν –και μάλλον αποτυχημένα–
σε κάτι άλλο. Με ποιητικά μέσα και χωρίς
η λέξη, ο στίχος, η ποίησή του, εν τέλει,
να χάσουν τίποτε από την αβρή τους
στιβαρότητα και την ευθύβολή τους
αιχμηρότητα, κατορθώνει να μετουσιώσει
την «ώρα της φθοράς» (Σταυροδρόμι,
Εκλογή Α΄), του ακατανόητου χτύπου
της καρδιάς και της «φοβισμένης
ευδαιμονίας» (Ένα Πάσχα, Εκλογή Β΄)
σε ό,τι θα αποκαλέσει ο ίδιος, στις
μεταφράσεις του από τον Hölderlin,
όπου διεξοδικά πραγματεύεται το θέμα,
θρίαμβο.
Έτσι
ο «ανελέητος ασκητής» Παπατσώνης
(Χριστουγεννιάτικη Αγρύπνια, Εκλογή
Α΄), «ήρεμος και ύπερθεν τύψεων» (Κατά
την Απόδοση των Θεοφανείων, Εκλογή
Β΄), αίρεται από το ορατό και μέσω των
‘καλώς αλλοιωμένων’ πια αισθήσεων
στις Οράσεις. Επικίνδυνη μετάβαση που
επιτυχώς επιχειρήθηκε από λίγους, και
ακόμη λιγότερους ‘μοντερνιστές’.
Ο
Παπατσώνης, με το ώριμο έργο του,
επανέρχεται θριαμβευτικά –σοφότερος
και ουσιαστικότερος– στην «όρχηση και
τη μέθη» του ποιητικού λόγου (Κατά την
Απόδοση των Θεοφανείων, Εκλογή Β΄),
έχοντας πια βρει το απόλυτα Ωραίο, εκείνο
που φωτίζεται από την Αλήθεια.
ΣΟΦΙΑ
Εφθάσαμε
έτσι λίγο λίγο στην γυμνότητα
ένα
ένα αποδυθήκαμε τα περίφημα προβλήματα
τα
πολύχρωμα, τα βυσσινιά, τα πορφυρά των
γοητειών,
και
μόνο τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι’
από πριν,
κάποιο
προμήνυμα, μας έλεγαν τί μας προσμένει,
όμως,
μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι
είδαμεν
ότι χους εσμέν. Βραδύνοια της χθες.
Δουλειά
μας τώρα να την αναγάγομεν σε θρίαμβο.
Δήμητρα Κωτούλα
*
Ο Παπατσώνης θα γράψει
αργότερα για το ξεκίνημά του και την
πορεία του, σε σχέση με τον Σεφέρη: “Τω
καιρώ εκείνω, ελλαμπόμενος από μια
πορεία καταδική μου, ησυχασμένος και
κατάμονος, πορεύουμουν με το κλεφτοφάναρο
αναμμένο ν' ανακαλύψω τα μεγάλα μυστικά.
[] Ενώ εκείνος [ο Σεφέρης, δηλαδή] ζήτησε
να στερηωθή ιστορικά σε εδράσματα
ακραιφνέστερα και αδιαφιλονίκητα
“εθνικά”, εγώ είχα πια δείξει την έλξη
μου, σε βάρος της δημοτικότητας, προς
την Φερράρα και την Φλωρεντία, τον
Ενωτικό Παλαιολόγο και τους Βησσαρίωνες.
Ήμουν απλοϊκός να πιστεύω τότε, πως οι
ατομικές μου ιστορικές καταβολές, εννοώ
η αγωνιστική οικογενειακή μου παράδοση
στο '21 και πριν και μετά, θα ήταν αρκετή
εγγύηση για τον ελληνικό εθνισμό μου.
[] Η δική μου προσήλωση ανάμεσα στις δυο
Ρώμες, την παληά και νέα, και του Σεφέρη
στα πιο εθνικά ορθόδοξα πατήματα, έδιναν
στον Σεφέρη την εξωτερική ασφάλεια και
σε μένα την έξοδο στην περιπέτεια.”
Αν επιμένω κάπως
–ακολουθώντας τον Νίκο Φωκά και τον
Αλέξανδρο Αργυρίου– στις συγκρίσεις
μεταξύ Παπατσώνη και Καρυωτάκη, και
–κυρίως– μεταξύ Παπατσώνη και Σεφέρη,
είναι, όχι βέβαια για να μειώσω την αξία
των δύο άλλων, μα για να αναφανεί η
σημασία του λιγότερο συζητημένου
Παπατσώνη για την μοντέρνα –και άρα
και την σημερινή– ελληνική ποίηση
συνολικά – πέραν της επιρροής της γενιάς
του 1930 – παρότι θα οφείλαμε να
προσμετρήσουμε στην ίδια εποχή και τον
πολύ ‘νωρίτερο’ Καβάφη, ο οποίος
ολοκλήρωνε το έργο του την δεκαετία
του 1930. Όπως και να 'χει, πολύ λίγο
συνδέουμε τον ελληνικό ποιητικό
μοντερνισμό με την γενιά του 1920, που
είναι η γενιά του Παπατσώνη.
Λέει λοιπόν ο Αργυρίου:
Αν και “το πρώιμο ποιητικό του έργο
βρίσκεται μέσα σε ένα παραδοσιακό
ποιητικό κλίμα [] δεν υπάρχει κατάθλιψη·
ο κοινός τόπος της εποχής []. Θλίψη
βρίσκομε, όχι όμως κατάθλιψη. Λογικό
έρχεται να υποθέσομε ότι η πίστη που
υπόκειται προστατεύει τον νεαρό ποιητή
από την κατάσταση, που συνοπτικά θα την
όριζα: απουσία ελπίδας.”
Ο Παπατσώνης δημοσιεύει
τακτικά στο περιοδικό Οι Νέοι που
εκδίδει ο Σικελιανός. Όμως και οι όντως
νέοι, ο Τέλλος Άγρας και ο Φώτος Γιοφύλλης,
τον συμπεριλαμβάνουν στις ανθολογίες
που επιμελούνται στις αρχές της δεκαετίας
του 1920.
Ώς το 1929, σπουδάζει
Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο
Παν/μιο Αθηνών.
Αλλ' ήδη από το 1914, έχει
προσληφθεί στο Υπ. Οικονομικών, όπου θα
υπηρετήσει επί 40 χρόνια, φτάνοντας ώς
τη θέση του Γενικού Διευθυντή και του
Συμβούλου, συμμετέχοντας μάλιστα και
σε πολλές, σημαντικές, διεθνείς αποστολές.
Το 1920, του απονέμεται
το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της
Λεγεώνας της Τιμής.
Αυτήν την
χρονιά, το 1920, θεωρεί ο Αργυρίου, ορόσημο
για το έργο του Παπατσώνη, γιατί τότε
δημοσιεύονται τα πρώτα του ποιήματα
που έχουν σαφή νεωτερικό χαρακτήρα
(ελεύθερο στίχο και εξομολογητικό,
βιωματικό λόγο), και του εξασφαλίζουν
την προδρομική του θέση στον ελληνικό
ποιητικό μοντερνισμό. Τότε βρήκε τον
εντελώς προσωπικό ποιητικό του δρόμο.
Ο Θωμάς Τσαλαπάτης
είχε επιλέξει το γνωστότερο ίσως ποίημα
από αυτήν την 'καμπή' του1920, και από τα
πιο ανθολογημένα του – με αναφορά,
φυσικά, στην Βεατρίκη του Δάντη:
BEATA
BEATRIX [απόσπ.]
Είδα τη
Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι’ ευθύς ο
δρόμος έγινε δρόμος ονείρου.
Αντιπαρήλθα
πλάι της σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου
άνθισε ως σε άνοιξη.
Χαθήκαμε
κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά
πλουτίσαν οι ανάμνησές μας
με την
εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά
τα δυο του μάτια φωτοβόλα.
Στο πλάι
μου, Φύλακες Αγγέλοι, αιωρούμενα τα
βλέμματα της αγάπης.
Άστρα
εξαιρετικά στ’ ολόμαυρο Στερέωμα του
γύρω μου κενού, έρημου χώρου.
Μας
εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που
καλύπτει την ψυχή του πλησίον.
Μας έφερε
αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου
βίου, πρόσωπο προς πρόσωπο.
Η κοινότατη
γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
Και τέφρα
πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.
*
Ο Παπατσώνης
ταξιδεύει πολύ, καθόλη τη διάρκεια της
ζωής του. Συχνά, μάλιστα, με διαμονή
μηνών – είτε για προσωπικό, είτε για
επαγγελματικό λόγο: στην Κωνσταντινούπολη,
στην Ελβετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία
και στην Ιταλία, στον Άθω, στην Κούβα,
στις ΗΠΑ.
Ένα ποίημα τού 1925 είχε
επιλέξει ο Γιάννης Πατίλης:
ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ
[απόσπ.]
Αισθάνομαι κηλιδωμένος
άνθρωπος να είμαι,
μερόνυχτα να περπατώ έξω από Κάγκελα
πλουσίου Περιβολιού με άνθη και στέρνες
και να μη βλέπω να ξανοίγεται η Μεγάλη Πόρτα για να μπω. []
Και τα κουτά τα ζώα, Λαγοί και Νυχτερίδες,
Κότες και Περιστέρια, ελεύθερα γυρίζουν στους Θάμνους.
Τραγουδάν τα Μελίσσια. Και τα Σαλιγκάρια,
ύστερ’ απ’ τη βροχή, πηγαίνουν αμαξάδα Πασχαλιάτικη.
Μονάχα εγώ, στα Κάγκελα, σα Λαθροθήρας, σα Ζητιάνος,
διωκόμενος απ’ τους Περιβολάρηδες και τις κακές τις Υπηρέτριες,
πλησιάζω να πεθάνω, στην υγρασία την πνιγερή
νυχτών ολόκληρων χειμωνιάτικων και στους παγερούς Βοριάδες. []
Πλησιάζουνε τα Χιονισμένα Χριστούγεννα,
ξεκρεμνάνε τα Φλάουτα οι Ποιμένες, ξεσκονίζουνε τα Όργανα
στις εκκλησιές, και οι Μάγοι νυχτόημερα κοιτάζουν το Στερέωμα,
του Νέου Μικρού Θεού το Άστρο ν’ ανακαλύψουν.
Μικρήν Αχτίδα ζωής και ζέστας, πίσωθε από Φράχτη,
σαν Πυγολαμπίδα, σε βαθιά Μεσάνυχτα Αγρυπνίας,
έφτασε ώς εμένα. Μήπως έρθουν και για μένα
οι Αγγέλοι, οι Επισκέφτες των χωριών, με τα χαρούμενα τα Κάλαντα;
μερόνυχτα να περπατώ έξω από Κάγκελα
πλουσίου Περιβολιού με άνθη και στέρνες
και να μη βλέπω να ξανοίγεται η Μεγάλη Πόρτα για να μπω. []
Και τα κουτά τα ζώα, Λαγοί και Νυχτερίδες,
Κότες και Περιστέρια, ελεύθερα γυρίζουν στους Θάμνους.
Τραγουδάν τα Μελίσσια. Και τα Σαλιγκάρια,
ύστερ’ απ’ τη βροχή, πηγαίνουν αμαξάδα Πασχαλιάτικη.
Μονάχα εγώ, στα Κάγκελα, σα Λαθροθήρας, σα Ζητιάνος,
διωκόμενος απ’ τους Περιβολάρηδες και τις κακές τις Υπηρέτριες,
πλησιάζω να πεθάνω, στην υγρασία την πνιγερή
νυχτών ολόκληρων χειμωνιάτικων και στους παγερούς Βοριάδες. []
Πλησιάζουνε τα Χιονισμένα Χριστούγεννα,
ξεκρεμνάνε τα Φλάουτα οι Ποιμένες, ξεσκονίζουνε τα Όργανα
στις εκκλησιές, και οι Μάγοι νυχτόημερα κοιτάζουν το Στερέωμα,
του Νέου Μικρού Θεού το Άστρο ν’ ανακαλύψουν.
Μικρήν Αχτίδα ζωής και ζέστας, πίσωθε από Φράχτη,
σαν Πυγολαμπίδα, σε βαθιά Μεσάνυχτα Αγρυπνίας,
έφτασε ώς εμένα. Μήπως έρθουν και για μένα
οι Αγγέλοι, οι Επισκέφτες των χωριών, με τα χαρούμενα τα Κάλαντα;
*
Το 1932, παντρεύεται την
Ευανθία Εμπεδοκλή. Λίγα χρόνια μετά,
γεννιέται η κόρη τους.
Το 1933, δημοσιεύει στο
περιοδικό “Κύκλος” ένα δοκίμιο
για τον Καβάφη, καθώς και την πρώτη
μετάφραση του εμβληματικού έργου του
ποιητικού μοντερνισμού, The
Waste Land
του T.S.
Eliot. Αποδίδει τον τίτλο
–ορθότερα απ' ότι ο Σεφέρης αργότερα–
ως Ερημότοπος.
Συνεργάζεται επίσης με το Σήμερα,
περιοδικό ελεύθερης σοσιαλιστικής
σκέψης.
Το 1934 –είναι
39 ετών– εκδίδει το πρώτο του ποιητικό
βιβλίο: την Εκλογή Α',
επιλογή 75 ποιημάτων του δημοσιευμένων
από το 1914 ώς το 1933, σε τρεις ενότητες:
“Αρχή Σοφίας”, “Ιστορήματα”, “Ο
Ενιαυτός” – με την έννοια, κυρίως, του
ετήσιου κύκλου του χριστιανικού
εορτολογίου. Το εκτενές ποίημα του 1919,
“Λιτανείες της Παναγίας” κλείνει το
βιβλίο. H
έκδοσή του οδηγεί τον φιλόλογο Κ.Θ.
Δημαρά να γράψει –και να αφιερώσει στον
Παπατσώνη– την σειρά δοκιμίων του, Επτά
κεφάλαια για την ποίηση, την
επόμενη χρονιά, το 1935, έτος έκδοσης και
του Μυθιστορήματος
του Σεφέρη.
Στο μεταξύ,
πληθαίνουν οι θετικές κριτικές
αποτιμήσεις, από ομοτέχνους τόσο
διαφορετικούς όσο ο Κλέων Παράσχος, ο
Γιώργος Θέμελης και ο Νικόλαος Κάλας –
και, αργότερα, ο Κώστας Βάρναλης.
Από τώρα ώς το 1939,
μεταβαίνει κάθε χρόνο στο Βερολίνο για
διαπραγματεύσεις του Υπουργείου
Οικονομικών. Και, από την επόμενη χρονιά,
το 1935, ξεκινά εβδομαδιαία συνεργασία
με την εφημερίδα “Καθημερινή”, που θα
διαρκέσει ώς το 1940.
Το 1941, αναλαμβάνει
Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου
της Εμπορικής Τράπεζας.
Το 1944, εκδίδει το
σπονδυλωτό ποίημά του, Ursa
Minor: σε επτά μέρη,
στα οποία προτάσσεται ποίημα-“Αφιέρωση”.
Ο Ρόντρικ Μπήτονiv
λέει για το ποίημα αυτό, το βγαλμένο απ'
την εμπειρία της γερμανικής Κατοχής:
“[παρουσιάζει μια] νέα τάξη με τους
όρους μιας αγάπης που ξαναγεννιέται
από την ίδια τη βαναυσότητα.”. Και ο
Κώστας Μυρσιάδηςv
γράφει: “Το έργο προχωρεί μάλλον σα μια
σειρά από μυστικές εμπειρίες, σαν
εξομολόγηση μάλλον παρά περιγραφή μιας
δράσεως.” “Εξουσιάζεται από μια πανταχού
παρούσα θηλυκή παρουσία”, “μια
επεμβαίνουσα δύναμη”: είναι συγχρόνως
η νύμφη Καλλιστώ, που συνδέεται με τον
αστερισμό της Μικρής Άρκτου, η Άρτεμις,
η Αφροδίτη, η Βεατρίκη του Δάντη –και
πάλι–, η Παναγία, η Ελευθερία, η Αγάπη.
“Εικόνα της πίστης που ανταμείβεται
και της ελπίδας που εκπληρώνεται”, “η
δύναμη αυτή είναι που μας οδηγεί [] καθώς
και το αντικείμενο της αναζήτησής μας.”
“Το ποίημα της αφιέρωσης λειτουργεί
σαν άνοιγμα στο όλο έργο και σαν είσοδος
στην κόλαση του Παπατσώνη, εισάγοντας
μιαν άβυσσο από αίμα και χαλασμένα
κορμιά.” Τα επόμενα τρία ποιήματα
“συναποτελούν την κόλαση και απεικονίζουν
τις περιοχές αυτές. Το Πουργκατόριο το
συναντούμε στο [επόμενο] ποίημα, όπου
ένα θεϊκό φως αρχίζει να διαλύει το
σκότος της ζωής και ο άνθρωπος περνάει
από τον κόσμο της σάρκας στον κόσμο του
πνεύματος.” Τα τρία τελευταία ποιήματα
“συνιστούν τον παράδεισο και καταλήγουν
στον εξαγνισμό του ποιητή και το μακάριο
όραμα του θείου έρωτα.”
Την κατάληξη ακριβώς
της Ursa Minor
διάβασε ο Ορφέας Απέργης:
Ζ’ – ΟΙ ΕΛΞΕΙΣ
[απόσπ.]
Έπεσε αναμμένη στάχτη
στα μάτια
και είδαμε το φως
ασημόσκονη έφτασε από τις συστροφές
και τους νεφελοειδείς και μας στόλισε
σταλαγματιά μάς έσταξε
γάλα του γαλαξία
και μας εύφρανε
έτρεξε σιωπηλό το νεράκι
από τα Υδάτια του Υδροχόου
και δε μπόρεσε να μας ξεδιψάσει
μας στάθηκε όμως σταλαγμός
της καρτερίας και της υποταγής
καθώς κάθε φορά που πλάθεται
και δυναμώνει η αγάπη
γιατί πλάθεται και τούτη
παράλληλα με τους κόσμους
και όλες τις ανορμήνευτες
και είδαμε το φως
ασημόσκονη έφτασε από τις συστροφές
και τους νεφελοειδείς και μας στόλισε
σταλαγματιά μάς έσταξε
γάλα του γαλαξία
και μας εύφρανε
έτρεξε σιωπηλό το νεράκι
από τα Υδάτια του Υδροχόου
και δε μπόρεσε να μας ξεδιψάσει
μας στάθηκε όμως σταλαγμός
της καρτερίας και της υποταγής
καθώς κάθε φορά που πλάθεται
και δυναμώνει η αγάπη
γιατί πλάθεται και τούτη
παράλληλα με τους κόσμους
και όλες τις ανορμήνευτες
γονιμότητες []
είσαι ο μεγάλος
μαγνήτης του κόσμου []
οδηγάς προς επάνω μας
όταν σε πιάνει η
καλωσύνη
τις θωπείες των απλανών
και όταν κακιώνεις
καρφώνεις
τα φοβερά σχήματα των
αστερισμών
απειλές ακατάλυτες
στο χάος []
ραγίζεις την καρδιά
μας
και τη διαλέγεις
κατοικία σου
δίχως να καταδέχεσαι
ποτέ σου να την
επισκεφθείς []
στην απειλή του μαύρου
βουνού μας
αμπέλια καταπράσινα
απλώνεις []
πυκνούς στρατούς
συγκεντρώνεις
τις λεμονιές στην
πεδιάδα
και δε βαστάμε στο
διπλό μεθύσι
καθώς μας το στέλνεις
συγκερασμένο
με τις οξύτητες του
θυμικού σου
σ’ ένα πιοτό που ώς
τα τώρα
εμείς το ξέραμε του
θανάτου []
και τώρα που πρωτόειδαμε
τα θαύματα
σε ποιον δρομαίοι κι’
έξαλλοι
να τ’ αναγγείλουμε
παρά σ’ εσένα []
για ναν τ’ ακούσεις
απ’ το πλούτος της ορμής μας
«βασιλεύει» σου λέμε
«από σήμερα η αγάπη»
«βασιλεύει από σήμερα
η αγάπη»
μαραθωνοδρόμοι σού
το φωνάζουμε
που φτάξανε τρεχάτοι
στο κατώφλι
της ζωής και συ μάς
δυσπιστείς
άπιστο πλάσμα
δυσκολοσυγκίνητο
και ασυνήθιστο στις
αποκαλύψεις
θα σου κλονίσουμε τη
δυσπιστία σου
γιατί είναι ακέραια
τα μηνύματά μας
χαραγμένα με φωτιά
αψευδή
βεβαιώσου πια σα σου
φέρνουμε το μόχθο
μιας ζωής που σπαταλήσαμε
προσμένοντάς σε δέξου
τη γνώση
που φέρνει αυτό το
«βασιλεύει».
*
Από το 1949 ώς το 1951,
πολύμηνα ταξίδια για διαπραγμεύσεις
στην Γαλλία, την Ελβετία, την Μεγάλη
Βρετανία.
Το 1953 –και ώς το 1964–
αναλαμβάνει Πρόεδρος του Διοικητικού
Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης.
Το 1954, Γενικός Γραμματέας
του Υπ. Οικονομικών.
Το 1955–και ώς το 1964–,
Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου
του Εθνικού Θεάτρου.
Το 1957, δημοσιεύονται
οι μεταφράσεις του της Ανάβασης του
Γάλλου ποιητή Σαιν-Τζων Περς, και του
Ταμερλάνου του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Ξέρουμε, όμως, από τα κατάλοιπά του, ότι
είχε καταπιαστεί με πολλές άλλες
μεταφράσεις, ακόμη και του Γάλλου
υπερρεαλιστή Αντρέ Μπρετόν – άλλη μια
ένδειξη τού πόσο καλλιτεχνικά ενήμερος
αλλά και ανοιχτόμυαλος ήταν.
Το 1962 –28 χρόνια μετά
την Εκλογή Α', η οποία παρουσιάζεται
τώρα σε β’ έκδοση– εκδίδει την Εκλογή
Β'. Είναι, δηλαδή, πια, ήδη 67 χρονών,
όταν εκδίδεται το τρίτο μόλις βιβλίο
με ποιήματά του. Τούτο το βιβλίο
αποτελείται από πέντε ενότητες: δύο
μεγάλες, “Το Ασματικόν”, “Αναβαθμοί
προς Παρνασσόν” - και τρεις μικρότερες:
“Κατευθυνθήτω” (όπου βρίσκονται τα
περισσότερα ποιήματα με θρησκευτικό ή
θεολογικό θέμα), “Του Γένους και των
Μαρτύρων”, “Αναχρονισμοί και Puerilia”
(με νεανικά του, κυρίως, ποιήματα).
Σύνολο, λοιπόν,
αναγνωρισμένων από τον ίδιο ποιημάτων:
179. Μα ακόμη και σήμερα, δεν διαθέτουμε
τα πραγματικά Άπαντά του συγκεντρωμένα.
Στην Εκλογή Β', η
θρησκευτικότητα του Παπατσώνη μοιάζει
να έχει αποκολληθεί, θα λέγαμε, από τις
εορτές και την θεολογία που δεσπόζουν
σε ικανό μέρος της Εκλογής Α'. Ακόμα
και όταν αναφέρεται σε αυτές, η
χριστιανικότητά του σαν να έχει αναχθεί
σε μια πιο ευρύχωρη, και πιο προσωπική,
πνευματικότητα. Αυτό που ο Φωκάς
όρισε ως: “πίστη στην αδιάκοπη παρουσία
του αμετακίνητου μέσα στην κίνηση και
του εξωσυμπτωματικού μέσα στο
συμπτωματικό.”
Όπως σημειώνει ο
Αργυρίου: “Στη δεκαετία 1920-30, τα
θρησκευτικά θέματα της ποίησης του Τ.
Παπατσώνη κατέληγαν να είναι ό,τι περίπου
και τα ιστορικά θέματα στον Καβάφη:
αφορμές ή περιβάλλον, όπου θερμαίνεται
και αναπτύσσεται σ' ένα άλλο στρώμα η
κατάσταση. [Στη δεκαετία 1930-40], φάση της
ωριμότητας, [] η θρησκεία δεν αποδίδεται
ως το άθροισμα έτοιμων δογματικών
κανόνων, αλλά αποβαίνει προσωπική
υπόθεση. [Την περίοδο αυτή, χαρακτηρίζει]
ο μεταφυσικός προβληματισμός και [] η
αίσθηση της γήινης καταγωγής του
ανθρώπινου στοιχείου. [Τέλος, την
εικοσαετία 1940-60,] η ενεργός ζωή προβάλλει
ακόμη πιο έντονη.”
Από την Εκλογή Β', ο
Λίνος Ιωαννίδης είχε επιλέξει ένα ποίημα
που αναφέρεται στα Χριστούγεννα, και η
Ηρώ Νικοπούλου ένα άλλο, για την Ανάσταση.
*
Ο ΤΡΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΜΑΓΟΣ
[απόσπ.]
«Γαλήνια νύχτα» σε
ονομάζουν, εσένα, του οίστρου
την παραφυλακή. Κι’
όντως, στον άνθρωπο, που ενόσω ζει,
τον τρέφει η απατηλότητα
των όσων φαινομένων
που του προσφέρνονται
να τα ορμηνέψει
όπως του βολεί,
παρέχεις, νύχτα, μεταξύ των άλλων
σωτήριων το πλέον
σωτήριο, την επίφαση της γαλήνης σου.
«Ο Τριπρόσωπος Μάγος»
με τη γεωμετρία, με τη συγκρότηση και
την τάξη, με τον καθαρό ρυθμό και τη
συμπαγή του λιτότητα είναι ενδεικτικό
απόσπασμα σαν απόσταγμα της γραφής του
ποιητή. Τα ποιήματα του Τάκη Παπατσώνη
είναι προσευχές. Είναι βαθιές επικλήσεις
καθαρότητας. Μέσα από τον Τριπρόσωπο
Μάγο εκφράζεται το θείο που κατοικεί
τον άνθρωπο. Είναι ο ύμνος, το άνοιγμα
και η επίκληση προς τη νύχτα που οδηγεί
με τους αστερισμούς της στο υπερβατικό
φως, η ποιητική ορθάνοιχτη πνευματική
περιοχή όπου χωρούν άφθαρτες οι έννοιες
και οι λέξεις.
Με την παρούσα ευκαιρία
και την προτροπή να γνωρίσω τον άγνωστο
για μένα Παπατσώνη, μου αποκαλύφθηκε
ένας ηθικός ποιητής μιας εποχής των
γραμμάτων τιμιότερης. Και είναι
συγκινητικό που στο πρόσωπό του απηχούνται
ευγενείς και ουσιαστικοί ποιητές,
πολυτιμότεροι όλοι σήμερα με την απουσία
τους.
Ο Τάκης Παπατσώνης
γράφει από εσωτερική ανάγκη για το
ψυχικό και μεταφυσικό τοπίο μέσα από
τον καθρεφτισμό και την καταγραφή της
φύσης, όπου παραμένει σχεδόν αθέατος
και αθόρυβος. Και για τον ίδιο καθαρό
είναι ό,τι έρχεται από μακριά. Το έργο
απαλλαγμένο από ο,τιδήποτε επιτήδειο
και ματαιόδοξο γίνεται για μας
υποδειγματική συμπεριφορά που δείχνει
προς την αλήθεια μέσα από τoν σχηματισμό
του ποιητικού λόγου. Η ποιότητα της
ηθικής αυτής φωνής με τη γλυκύτητα και
την τρυφερότητά της, με την αγαπητική
δική της σχέση με τη γλώσσα, θεμελιώνει
και στερεώνει το θαυμάσιο τούτο μεταφυσικό
πνεύμα της ιδιότυπης γραφής.
Λίνος Ιωαννίδης
*
ΕΙΣ ΗΧΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΝ
[απόσπ.]
Πληρούται η ασματογράφος
φωνή,
τώρα, που οι πρόσκαιροι
ίσκιοι αναλυθήκαν
στο απρόσιτο το φως
της μιας Αυγής. []
Όχι, δε φεύγουμε κι’
εμείς, ένας ένας,
δε θα μαυρίσει ο κόσμος
τούτος ολοτελώς,
δε θ’ αποτραβηχθούμε
στους Κυπαρισσώνες.
Το ποίημα «Εις Ηχον
αναστάσιμον» είναι από τα λίγα ποιήματα
του Παπατσώνη που έχουν ξεκάθαρο και
έντονο το Ελληνικό στοιχείο, το οποίο
μέσα από την σκηνοθεσία του ποιήματος
υψώνεται και συνομιλεί με εμβληματικά
πρόσωπα του χριστιανισμού.
Υπάρχουν κείμενα της
ορθόδοξης υμνογραφίας όπου συναντάμε
γνωστά μεγάλα ονόματα της αρχαιότητας
να ηττώνται σε σύγκριση με τους απλούς
ήρωες της νέας θρησκείας, δηλαδή τους
αποστόλους. Ο Παπατσώνης έχει αντίθεση
θέση και εδώ μας θυμίζει κάποιους λίγους
ορθόδοξους –όπως ο Μέγας Βασίλειος–
που ρητώς δεν φοβούνται την επαφή και
την συνομιλία με τα έργα της ελληνικής
αρχαιότητας.
Στο ποίημα, ενσωματώνει
ένα απόσπασμα από το Ιδιόμελον «Ασώτως
διασπείρας» σε ήχο δ΄ της ορθόδοξης
υμνογραφίας όπου συμβαίνει ακριβώς
αυτό που προανέφερα, κατατροπώνεται ο
αρχαίος κόσμος και ο ποιητής εμφατικά
εναντιώνεται σ’ αυτό! Μ’ αυτό τον τρόπο
προχωρά στην σύνθεση των δύο κόσμων.
Ο Παπατσώνης δεν είναι
ελληνοκεντρικός –όπως αρκετοί από τους
ομότεχνους της γενιάς του–, είναι
χριστοκεντρικός και ταυτοχρόνως πολύ
κοντά στην λατινική θεολογία, στοιχεία
και ρήσεις της οποίας συχνά ενσωματώνει
επίσης αυτούσιες στα ποιήματά του. Κι
όμως παρ’ όλο τον καθολικισμό του –που
διαισθανόμαστε πως ίσως του στοίχισε
την περιθωριοποίησή του από τους
υπόλοιπους της Γενιάς του Τριάντα– σε
κάποια ποιήματά του μοιάζει να ξεπερνάει
το Σχίσμα και την χειρότερη στιγμή του
–που είναι το τραύμα της λεηλασίας της
4ης Σταυροφορίας του 1204 μ.Χ. – αποδίδοντας
την αρμόζουσα διάσταση και το σωστό
βάρος σε πρόσωπα και καταστάσεις. Όπως
όταν γράφει, για παράδειγμα, το ποίημα
με τίτλο «Το μνήμα του Παπαδιαμάντη»,
ή την «Εθνεγερσία» όπου μιλά για το μέγα
Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων/(κι ας
είναι τόσες πολλές οι διαίρεσές τους)
και πιο κάτω συμπληρώνει: Ήρθε η στιγμή
που ομοιώθηκε η Ελλάδα με Παναγία.
Κατά την γνώμη μου,
ακριβώς αυτή η απόκλιση από τον πνευματικό
κανόνα της Γενιάς του Τριάντα είναι που
του επιτρέπει να γίνεται γλωσσικά και
νοηματικά συνθετικός και πολύτροπος
και που τον κάνει σημαντικό για τα
ελληνικά γράμματα και εδιαφέροντα για
μας σήμερα.
Ηρώ Νικοπούλου
*
Το 1963, εκδίδει το
οδοιπορικό, Άσκηση στον Άθω. Εκλέγεται
Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας
Αισθητικής – θα γίνει Πρόεδρός της τρία
χρόνια αργότερα.
Το 1965, εκδίδει το
ταξιδιωτικό, Μολδοβλαχικά του μύθου.
Το 1966, τον πρώτο τόμο
με δοκίμιά του, Ο Τετραπέρατος Κόσμος.
Έξι χρόνια μετά, β' τόμος: Όπου ην κήπος.
Και τέσσερα αργότερα –το 1976– ο γ΄: Ο
Τετραπέρατος Κόσμος (Edgar
Poe Juvenilia).
Σύνολο σελίδων των δοκιμιακών του
βιβλίων: 1.200 – αριθμό που ο Αργυρίου
εκτιμά ως λιγότερο απ' το μισό του συνόλου
του δοκιμιακού του έργου, ακόμα
σκορπισμένου σε διάφορα έντυπα.
Ο τίτλος των δύο τόμων
δοκιμίων του Παπατσώνη, Ο Τετραπέρατος
Κόσμος –ο κόσμος με τα τέσσερα πέρατα,
τις τέσσερις άκρες– αν και προέρχεται
από την βυζαντινή υμνολογία, μοιάζει
δηλωτικός της τωόντι εντυπωσιακής
έκτασης στην οποία απλώνεται και η σκέψη
του ποιητή, και η τέχνη του με τα θέματά
της. Και πάλι ο Αργυρίου: “Από τον θερμό
τόνο ενός προσευχομένου, ενός θαυμάζοντος
(κάποτε το Θεό, συχνότερα τα πλάσματά
του), οδηγήθηκε από την έκσταση στην
έξαρση και στο ερωτικό παραλήρημα (ενός
έρωτα προς το περιβάλλον).”
Ο Χρήστος Σιορίκης έχει
επιλέξει δύο ποιήματα, που αποδεικνύουν
του λόγου το αληθές, και μας επιτρέπουν,
μαζί με τον Νίκο Φωκά, “να θαυμάσουμε
τη συμπαντική αισιοδοξία του ποιητή
που επανευρίσκουμε από ποίημα σε ποίημα”:
*
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
[απόσπ.]
Έφτασε σήμερα ο
ταχυδρόμος στη χώρα,
φτάσαν μαντάτα καθώς
λένε με το τσουβάλι,
τα περιμέναμε πώς και
τι, κουβαριασμένες
γνώμες []
μάς έρχονται, και
φουντώνει φωτιά το πάθος,
απλώνει η επιθυμία
και καταλύεται η υπομονή:
να σμίξουμε, ας είναι κι’ από μια κλωστή,
να σμίξουμε, ας είναι κι’ από μια κλωστή,
με ό,τι δικό μας τάχθηκε
να μένει στα ξένα.
[] τραγουδιστά, σαν
κύματα
σιμώσαν τα μαντάτα,
και λένε,
ή εμείς θαρρούμε πως
λένε,
για τη χαρά που αγρίεψε
τον ορίζοντα
κι’ όλη η μουντάδα
του ξαμολιέται,
αναρριπίζοντας το
πέλαγος, και τρέχει
προς τα εδώ, προς τα
εμάς.
Με τέτοιους τρόπους
έρχεται πάντα
το συντάραχο της
αγάπης.
Ο Τάκης
Παπατσώνης πάντα μου δίνει θάρρος.
Θάρρος και κουράγιο. Γιατί μου προσφέρει
την πεποίθηση ότι κάτι έρχεται στη ζωή
μας, κάτι που, όχι απλώς το περιμένουμε,
μα που το δημιουργούμε, μέσα από μια
πλήρη και έντονη θέαση των πραγμάτων
και της αγάπης μας για τη ζωή. Διάλεξα
να σας διαβάσω δύο ποιήματα που για μένα
δείχνουν αυτό ακριβώς.
Ο Παπατσώνης
αγαπούσε τον Ισπανό ποιητή Άγιο Ιωάννη
του Σταυρού, γι’ αυτό κι εγώ θα του
χαρίσω τώρα μια ισπανική παρετυμολογία.
Viento είναι ο άνεμος, και
Αdviento, η Έλευση. Αφού λοιπόν
θεωρήσουμε ότι ο άνεμος είναι ερχομός,
από την πρώτη έλευση στο «Καινούργιο
φεγγάρι», περνάμε τώρα στο «Μελτέμι»,
ποίημα που σχετίζεται με την Πεντηκοστή,
απ’ όπου και το απόσπασμα:
ΜΕΛΤΕΜΙ [απόσπ.]
[] Αλλά είναι αχάριστος
από τη φύση του ο
άνθρωπος, κι’ έχει στιγμές, που, απ’
ό,τι
τούλαχε, δεν επωφελείται,
δεν εχτιμάει την παντοδυναμία
που του δόθηκε –
στιγμές, αυτές, χαμένες για πάντα.
Παραπονιέται,
γιατί γυρεύει πράγματα
αλλότρια∙ με το να φοβάται
καθώς λέει, τη φθορά,
δεν χαίρεται τη ζωντάνια,
με το να τρέμει, μην
χάσει τούτο ή εκείνο το άθλιο κατάλοιπο,
δεν τα χαίρεται, τον
καταρράχτη και το συντάραχο της Αγάπης∙
με το να τρέμει θάνατο,
χάνει απ’ εμπρός του το αέναο κύμα της
ζωής∙
[] Κι άπλωσε λίγο λίγο
τούτος ο Κήπος.
Όλος δικός μας. Να τον
περιδιαβάζομε. Να του μελετάμε
τις εποχές. Ούτε ο
φριχτός καρπός του δεν μας απαγορεύτηκε.
Να επισκεπτόμαστε
τις γωνιές του τις πιο ακραίες που
φτάνουν
στα πιο απίθανα μέρη
της γης, παντού κατάφορτοι με τη Χάρη,
πότε σε όχτες ποταμών
αληθινών, πότε στην αγκαλιά των σύννεφων,
πότε εκεί, πότε πιο
εκεί. Και πότε εδώ. Αυτό το εδώ
είναι το πιο πικρό.
Αλλά έρχεται αργά τη
νύχτα η Υπομονή, μας τυλίγει
με τα λινά της, και
του αφαιρεί σιγά σιγά τη μεγάλη την
πίκρια,
το καταπραΰνει και,
μαλακά, έτσι μπορούμε και το φέρνομε,
σα δώρο που είναι,
υφασμένο μαζί με τ’ άλλα τα δώρα.
Χρήστος Σιορίκης
*
Το 1967, εκλέγεται στην
Ακαδημία Αθηνών.
Το 1970, εκδίδει τα βιβλία,
Φρήντριχ Χαίλντερλιν, 1770-1843-1970 και
Εθνεγερσία: Σολωμός, Κάλβος.
Πεθαίνει στις 26 Ιουλίου
1976. Είχε ήδη προλάβει να εκμυστηρευθεί
στον Κώστα Τσιρόπουλο πως ποιήματα που
είχε δημοσιεύσει μετά την Εκλογή Β'
του 1962, και άλλα, αδημοσίευτα, θα
μπορούσαν να συγκροτήσουν μιαν ογκώδη
Εκλογή Γ' – και πως υπήρχε ακόμη
υλικό από το δοκιμιακό του έργο, έτοιμο
και συγκροτημένο, για να αποτελέσει
έναν τρίτο τόμο του Τετραπέρατου
Κόσμου.
Για τον κόσμο αυτόν του
Παπατσώνη, μια ποιήτρια αρκετά κοντινή
του, η Ζωή Καρέλληvi,
έγραψε:
“Δονούμενο σ' αυτόν
είναι το αίσθημα κι εξέχουσα η αντίληψη
[], όλα σαν εκστατικά κι όμως πιστά
αποδιδόμενα.
Η ποιότητα του λόγου,
τούτο το εκστατικό κυρίως, δεν ζητούν
να επιβληθούν αλλά προσφέρονται.
Οδύνη ανθρώπινη βέβαια
αλλά και αγαλλίαση, διπλός ο παλμός,
διπλόηχη η ομολογία. Όρια που αποσύρονται,
σύνορα που καταλύονται από τη χάρη και
τη δύναμη του λόγου, τα ποιήματα του
Παπατσώνη είναι μέλη (μελωδίες)
πολύτροπης δοξολόγησης.
Ο Παπατσώνης είναι ο
ποιητής της θρησκευόμενης γνώσης που
ο θαυμασμός για τα έργα του Πλάστη,
ουράνια κι επίγεια, και η ευγνωμοσύνη
του γι' Αυτόν, τον οδηγεί στις χαροποιές
στιγμές του βίου.”
Ποιήματα για επίγεια
έργα του Πλάστη –για φυτά και κήπους,
αλλά, φυσικά, όχι μόνο γι' αυτά–
επέλεξαν η Παυλίνα Μάρβιν και ο
Παναγιώτης Ιωαννίδης, για να κλείσει η
αποψινή περιδιάβαση.
ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ
Θα προσπαθήσω να
ερμηνέψω τα ανερμήνευτα,
να βάλω σε κατάταξη
τ’ ακατάταχτα πράγματα,
αναμιγνύοντας στοιχεία
της φύσης με στοιχεία,
που, ενώ ξέρω πως
υπάρχουν, είναι όμως φανερό
πως δεν ανήκουν στη
φύση, δεν είναι βαλμένα,
στην εξουσία μας. Τώρα
είναι καλοκαίρι. Βαρύ
κι’ επίμονο. Ιούλιος
μήνας, τραβάμε για τον Αύγουστο,
Ιούλιο κι Αύγουστο
καμπίσιο, στην Αττική.
Αβάσταγες τραβάνε οι
μέρες, δημιουργώντας
την ερημιά μας. Και
τέτοιες μέρες προετοιμάζουν
τις ανάλογες νύχτες.
Οι νύχτες όμως, αποσπασμένους
απ’ τις φριχτές
μέριμνες καθώς βάλνονται
να μας τοποθετούν
(όποτε το μπορέσουν), κερδίζουν
για μας, είτε από
καλωσύνη τους, είτε τυφλά
έτσι, με το άπλωμα των
άστρων τους, με τις φάσεις
του φεγγαριού, με τις
σκιές που περιπλανιώνται,
κάποια εξαφάνιση της
ερημιάς. Σιμώνουν
με τις μύτες των
ποδιών, μη μας διαλύσουν
ό,τι άρχισε το διάστημα
γύρα μας να συνθέτει,
και, συχνά, δεν είναι
απίθανο, αρκετά πίσω τους,
αθόρυβα, αλλά διόλου
φοβισμένα, να μπαίνει σ’ ενέργεια
για μας, σε πίδακα
ιριδένιο, το θαύμα. Τώρα λοιπόν,
στο τριπλό τούτο
πλέγμα, τ’ όνειρο, το θαύμα,
κι’ εμάς, παραδομένους
στον κοσμογεννητή
τον ύπνο μας, γίνεται
κάτι με τα μαγικά
της ξαφνικιάς αύρας,
που, άγνωστο πώς, η νύχτα
την φυσάει και μας
ανεμίζει, γίνεται κάτι,
που ασφαλώς δεν είναι
στο χέρι της εξουσίας μας:
εκείνη δα την ακριβή
στιγμή, σ’ εκείνο το
πλασμένο από άγνωστη
ουσία τοπίο,
ξαφνικά κι’ όλως
διόλου απροετοίμαστα,
παραμερίζει στα
κουφώματα το σκοτάδι αφήνοντας
εδώ κι’ εκεί τους
ίσκιους του, κουρελιασμένα τόπια
σάβανα σκόρπια στα
βήματά μας, μίτους Αριάδνης
που απατούνε, δεν
οδηγούνε, δρόμοι θανάτων,
τις άγρυπνες ώρες,
πριν από την αυγή, που ξεκινάει,
ακυβέρνητο φάντασμα,
ο άνθρωπος, τρελός Αντιλάζαρος,
επιθυμώντας να μην
ξαναϊδεί καινούργια μέρα
κι’ ό,τι είναι να
γίνει, να γίνει πια, τελειωτικά.
Αλλά γίνεται τούτο:
με πρόθεση εναντία, όλο φως,
κι’ ορθάνοιχτη αγκαλιά
τον ανταμώνουν οι καλόβολες
οι σκιές, οι συμπονετικές
οι σκιές, με τη σοφή τους
τη μέθοδο, με τη
μυθολογία των λουλουδιών τους,
με προβολές χρωμάτων,
δένουν με τις κλωστές τους
τα μελλούμεα με ό,τι
ωραίο κρύβουν οι μνήμες,
διαλέγουν ώρες και
στιγμές που μπλέκονται
χρονολογίες, και, με
καμώματα ανεξιχνίαστα,
χωρίς να σβήνουν το
παρόν, στρίβουν τη ροή του
για κει που πρέπει.
Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα,
στις πικροδάφνες.
Χωρίς νάναι τα κλαριά τους
ξεραμένα, έχουνε πάρει
τη σοβαρότητα της δίκαιης κρίσης,
σαν τα κατατρεγμένα
γεγονότα του παρελθόντος,
πλάι σε σπινθήρα της
φωτιάς, που περιορίζονται
διόλου ασφυχτικά στο
ίδιο σχήμα. Τόσο μόνο
ασφυχτικά. Μια ζωή,
μια πνοή, μια δόξα.
Μόνο που ανθίζουν απο
δυο καταφάσεις.
*
Ο Παπατσώνης βρίσκεται
συχνά μες σε κήπους – σ' όλες τις εποχές
του χρόνου.
Στο ποίημα “Εν ώρα
θερινή” (Εκλογή Α' 97), μοιάζει να τον
ενοχλεί το κάμμα του καλοκαιριού:
Έχω αντικρύ μου τις
δήθεν δροσιές αυτού του κήπου.
Πότε πια θα περάσει
ο μπερδεμένος κόμπος των ζεστών ημερών.
Πότε πια θα περάσουμε
τον παράξενο κάβο των ζεστών ημερών.
Φαίνεται να προτιμά,
όπως στα “Εφόδια” (Εκλογή Β' 213 ),
την δροσερή νύχτα:
Τα μελιχρά δειλινά
φευγαλέα τώρα σκορπάνε,
ενώ, πολύ πιο επίμονα,
διαρκούν τα μύρα·
κι ενώ τα πρώτα δεν
αντέχουν τις εφόδους
της νύχτας, όμως τα
μύρα, λες και φουντώνουν
περισσότερο κάτω απ'
των άστρων τα χρυσά
τα σκιαγραφήματα: οι
κήποι, ω, οι κήποι,
αυτοί κρεμούνε στα
σκοτάδια τις χλιδές
Σχολιάζει ο Κώστας
Τσιρόπουλοςvii:
“αλησμόνητη αυτή η Νύχτα η χυμένη, η
ολάνοιχτη, σ' ολάκερο το έργο του.” - και
λέει ο Παπατσώνης στο βιβλίο του, Άσκηση
στον Άθω: “το ίδιο Προβάδισμα για το
θάνατο τον απλωτό είναι οι Ερώτοι όσο
και οι όρκοι του Ασκητισμού. Περιβόλια
είναι χλιδής και τα δυο τους.”
Συνεχίζει ο Τσιρόπουλος:
“Ο Παπατσώνης έχει μέσα του τη δύναμη
της χλιδής. [] Η χλιδή αυτή είναι οργανική,
δεν είναι επίθεμα στο σώμα του ποιήματος.”
Αλλά ο κήπος είναι,
βέβαια, τόπος και της αγάπης – όπως στο
θριαμβικά ερωτικό ποίημα “Πέμπτη
(Άσκηση)” (Εκλογή Β' 226):
Ήτανε τόλμη να γευθούνε
το κρασί τα χείλη,
όταν η μέθη προπετούσε
διαχυμένη
κι η αγάπη μόνη τής
περίπλεκε τις μορφές.
Βάρυνε η νύχτα, γρήγορα
αφήσαμε το δείπνο,
βάρυνε η νύχτα,
κατεβήκαμε στον κήπο
και φιληθήκαμε πρώτη
φορά με το σκοτάδι
άφθορης νύχτας που
καμίνευε τις ψυχές
[τους διακόπτουν βίαια
παιδιά, αποτραβιούνται στο σπίτι, η
νύχτα τελειώνει: ξημερώνει – όμως:]
Πώς την κρατάει
αράγιστην η μνήμη
την πανήγυρη της
αγάπης·
πώς την κρατάει
παννυχίδα της εαρινή.
Ο τίτλος ενός άλλου
ποιήματος, “Του Κήπου της Αγάπης”
(Εκλογή Β' 228), είναι άκρως δηλωτικός.
Εδώ, ο ολάνθιστος θερινός κήπος –διόλου
δεν ενοχλεί πια τον ποιητή το καλοκαίρι–
κυριαρχείται από την αγάπη:
τι γίνεται η αγάπη;
έρχεται, θρονιάζεται
η αγάπη []
αλλά κι ο γρύλος
επιμένει σε θέματα της αγάπης·
κηρύχνει ο γκιώνης
και καταφάσκει ο κούκος,
όλα της αγάπης πράγματα,
όλα κουβεντολογούν,
αλληλοκαμαρώνονται
Θέλω όμως να κλείσω με
ένα ποίημα από την Εκλογή Β'. Είναι
από την ενότητα “Του Γένους και των
Μαρτύρων” – άρα ο Παπατσώνης θεωρεί
ότι έχει, με έναν τρόπο, ιστορικό θέμα.
Και, όντως, ο τίτλος του, “V
DAY”, παραπέμπει στην 8η
Μαΐου 1945, το επίσημο τέλος του Β' Π.Π.. Θα
μπορούσε, όμως, να αναφέρεται, κατ'
επέκτασιν και σε άλλες νίκες, ίσως....
Πάντως, το ποίημα μού
μοιάζει τόσο πολύ συναφές με το κλίμα
της Ursa Minor,
γραμμένης μες στην Κατοχή, που σκέφτομαι
ότι θα μπορούσε και να την στέφει.
Αρχίζει μ' έναν κήπο,
και κλείνει με την αγάπη.
V
DAY [απόσπ.]
[] ένα λουλούδι παλεύει
ν’ αντισταθεί στο μελτέμι
ο τρόμος του δείχνει
τον τρόμο μας []
ένα λουλούδι παλεύει
ν’ αντισταθεί στο μελτέμι
ο τρόμος του είναι
τρόμος μας ανοίξαμε τα περιβόλια
ξεριζώσαμε τους
φράχτες προχωρεμένη άνοιξη []
η νύχτα που ακολούθησε
δίχως ώρες δίχως φυλακές
νύχτα ατέρμονη νύχτα
δίχως φυλαχτό
δάκρυα της απιστίας
δεν ακουστήκαν
γιατί κοκόροι δε
λαλήσαν ούτε μια φορά
και μια δεν είχε δάκρυα
δεν είχε και ξαλάφρωση
όλα τα καταργήσαμε
και συνερχόμαστε τώρα
άβουλη και παράνομη
συναγωγή
στα σκοτεινά κοπάδι
χαμένο κι’ αλαλάζομε
δίχως να συμφωνάμε
λαλώντας ο καθένας
δικιά του Βαβυλώνα
μίσος στα πρόσωπα
κι έχθρητα δείχνουν
την οικτρή μας πρόοδο
τι τραχύ πούειναι τ’
όφελός μας τι ταραγμένες
κάποτε βγαίνουνε οι
νίκες οι αψήφιστες
μαζί με τ’ άλλα ως
φαίνεται τα δεινά
καταργήσαμε αλόγιστα
και τη γαλήνη
ποιος νάρθει τώρα για
να πει
στην αφρισμένη ταραχή
μας ειρήνη υμίν
δε θα προφτάσει θα
σφαγεί και θα του αξίζει
μέσα όμως καταστάλαξε
ένα κατακάθι
θολό και κόκκινο
θαμμένος θησαυρός
βαθύ και κοκκινο
μυστικό
ούτε το λέει ο ένας
του άλλου
ό,τι απομένει της
αγάπης
ένα λουλούδι παλεύει
ν’ αντισταθεί στο μελτέμι
ο τρόμος του είναι
τρόμος μας ό,τι απομένει
το λέμε της αγάπης
κανένας το λουλούδι της
δε βλέπει στα σκοτεινά
«a oscuras
y seguro»
στην ελεητικιάν
ασφάλεια του σκοταδιού
κανένας δε δροσίζει
τες αισθήσεις του χαϊδεύοντάς το
κι’ όμως μάς στέκεται
πλημμύρα της παρηγοριάς
ο λογισμός μας όλος
πώς θα το συμπλέξομε
με ό,τι βαραίνει λίθος
στο στήθος
όνειρο της νυχτός
φύλλο στην απογύμνωση
ξεδιάλυμα ντροπής οι
αναποφάσιστοι
μπροστά στη γούβα της
αδεξιότητας
πιστέψανε στη δύναμη
της θαυματουργίας του
έχει εξάπαντος
συγκεντρώσει το τελευταίο
τούτο λουλούδι του
κόσμου τη γλύκα όλη της αμαρτίας
την απαλότητα της
αφέσεως τη μνήμη της καλωσύνης
την περισυλλογή του
διωγμένου ανθρώπου
την καυτερή σφραγίδα
του καλού οιωνού
την έλξη της αγνότητας
βουτηγμένη
στην παράφορη τη θυσία
αυτήν που λαμπαδιάζει
μαρτυρικά στην πυρά
των ερωτικών ξύλων
τη συνοχή των έντεκα
του δείπνου γύρω στον ένα
τη συνοφρύωση της
δωδέκατης φλαργυρίας
τη στιγμή της πανάρχαιας
λατρείας
κάτω απ’ τα δένδρα
τα παχιά
και τα βαθύσκιωτα
τότε που υπήρχε η
αγάπη
η προαιώνια η αγάπη
αυτή που ανθίζει και
ξανανθίζει
με τις μυγδαλιές
ανοίξαμε τα περιβόλια
ένα λουλούδι
βρήκαμε ν’ αντιστέκεται
στο μελτέμι
ο τρόμος του είναι
τρόμος μας
μην πάει και πάθει
τίποτα η αγάπη.
Παναγιώτης Ιωαννίδης
*
Ένας άλλος, νεότερός
του ποιητής, ο Μηνάς Δημάκης (γεννημένος
το 1913), έγραψεviii:
“Είναι ο Παπατσώνης από τους λίγους,
θα έλεγα ο μοναδικός (μετά τον Καβάφη,
αυτό το βίαιο φαινόμενο, που σάρωσε τα
πάντα, ποιητικές, τεχνοτροπίες,
κατεστημένες αλήθειες) που σε πρώιμα
χρόνια, τόσον ενωρίς, ενώ ήκμαζαν και
μεσουρανούσαν μεγάλοι παραδοσιακοί, ο
Παλαμάς και ο Σικελιανός, θα αγνοήσει
την ποιητική γραφή της εποχής και θα
προτιμήσει με τόση τόλμη, την ανταρσία.
Χωρίς να έχει βεβαιότητα ότι θα δικαιωθεί
το εγχείρημά του, αλλά υπακούοντας στην
προσωπική του πρωτοτυπία. Βέβαια, ο
Παπατσώνης από τους λίγους στην Ελλάδα,
βαθιά καλλιεργημένος [], ενημερωμένος
στα παγκόσμια ποητικά ρεύματα,
πληροφορημένος όσο λίγοι από τους
ομοτέχνους του για το φαινόμενο της
ποίησης, έζησε αμεσώτερα τα ποιητικά
προβλήματα και η γνώση εβοήθησε την
έμφυτη πρωτοτυπία να εκδηλωθεί.”
i
τώρα στο: Φωκάς, Νίκος, Επιχειρήματα
για τη γλώσσα, για τη λογοτεχνία, εκδ.
Εστίας, 1982.
ii
Φωκάς, Νίκος, «Τ.Κ. Παπατσώνης, ένας
καταραμένος ποιητής», στο: Τιμή στον
Τ.Κ. Παπατσώνη για τα ογδοντάχρονά του,
Τετράδια «Ευθύνης» 1, β’ έκδ. συμπληρωμένη,
1999.
iii
Αργυρίου, Αλέξανδρος, Τάκης Παπατσώνης,
εκδ. Γαβριηλίδης, 2009.
iv
Μπήτον, Ρόντρικ (μτφρ.: Ευαγγελία Ζουργού
και Μαριάννα Σπανάκη), Εισαγωγή στη
νεότερη ελληνική λογοτεχνία – Ποίηση
και πεζογραφία, 1821-1992, εκδ. Νεφέλη,
1996.
v
Μυρσιάδης, Κώστας, «Η μορφή της Βεατρίκης
στην Ursa Minor
του Τάκη Παπατσώνη», στο: Τιμή στον
Τ.Κ. Παπατσώνη για τα ογδοντάχρονά του,
Τετράδια «Ευθύνης» 1, β’ έκδ. συμπληρωμένη,
1999.
vi
Καρέλλη, Ζωή, «Κατευθυνθήτω», ό.π..
vii
Τσιρόπουλος, Κώστας, «Ο συνδοξασμός»,
ό.π..
viii
Δημάκης, Μηνάς, «Ποιητικοί προβληματισμοί
και ο Τ.Κ. Παπατσώνης», ό.π..
*
Παναγιώτης Ιωαννίδης. Γράφει και
μεταφράζει – ποιήματα, κυρίως, και
δοκίμια. Βιβλία του: Το σωσίβιο
(2008), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία
(2016), Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα
(συλλογικό, 2018). Είναι μέλος της συντακτικής
ομάδας του περιοδικού ΦΡΜΚ, και
επιμελείται τις ποιητικές αναγνώσεις
“Με τα λόγια (γίνεται)”.