Σοφία Ιακωβίδου
Τάσεις και εξελίξεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας στον 21ο αιώνα
Δημήτρης Τζιόβας (επιμ.), Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα – Από την παγκοσμιοποίηση στν τεχνητή νοημοσύνη (εκδ. Διόπτρα, 2025, σελ. 381)
Ποιες είναι οι τάσεις και οι εξελίξεις στο ευρύτερο λογοτεχνικό τοπίο – όχι μόνο στην ίδια τη λογοτεχνία, αλλά και τη θεωρία, την κριτική, τα κοινωνικά δίκτυα, τον ακαδημαϊκό και εκδοτικό χώρο; Έχουμε ήδη συμπληρώσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, και απέχουμε μια εικοσαετία από δύο καταγραφές που είχαν γίνει με την ευκαιρία δύο συνεδρίων, στην Αθήνα (2002) και την Οξφόρδη (2004), σχετικά με τους διεθνείς προσανατολισμούς και τις διασταυρώσεις της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας[1]. Το συνέδριο που πραγματοποιήθηκε με συντονιστή τον Δημήτρη Τζιόβα εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Νεοελληνικών Σπουδών, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος τον Απρίλιο του 2024, ανέλαβε να επεκτείνει εκείνα τα πορίσματα, να δώσει μια αντιπροσωπευτική εικόνα ολόκληρου του οικοσυστήματος της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως αυτό διαμορφώνεται κατά τον 21ο αι. μέσα στο νέο εκδοτικό, θεσμικό και ψηφιακό τοπίο. Μια πλειάδα ειδικών σε κάθε τομέα (26 συνολικά), εξέτασαν διαφορετικές όψεις αυτών των τάσεων, προσφέροντας ένα καλειδοσκόπιό τους.
Στο άνοιγμα του τόμου, με τον πυκνό, αλλά ουδόλως ασφυκτικόκαι πάντα καίριο τρόπο του, ο Δημήτρης Τζιόβας δίνει ήδη μια μικροφόρμα τους. Το άγχος της διεθνοποίησης είναι πάντα στο επίκεντρο.Όμως «στον 21ο αι. δεν μπορούμε να επικαλούμαστε διαρκώς την απουσία αστικής τάξης ή τη μικρή, μη αυτοκρατορική Ελλάδα για την ατροφία του νεοελληνικού μυθιστορήματος ή την αδυναμία εξαγωγής του», επισημαίνει ορθά ο Τζιόβας (σ. 19). Υπάρχουν πλέον όλο και περισσότερες ευκαιρίες για διαπολιτισμική επικοινωνία. Παρά το γεγονός αυτό, το άγχος της διεθνοποίησης δεν μοιάζει να έχει λειτουργήσει δημιουργικά. Θα λέγαμε ότι δύο είναι οι κυρίαρχες τάσεις σε ό,τι αφορά το ελληνικό μυθιστόρημα: η μία κοιτάζει προς το παρελθόν (ενισχυμένη και από τις επετείους του ’21 και της Μικρασιατικής Καταστροφής) και η άλλη εστιάζει στο παρόν, σε ζητήματα όπως η επισφάλεια των millenials, η ρευστότητα των φύλων και τα κλονισμένα οικογενειακά στερεότυπα. Αξιοσημείωτη είναι και η αλματώδης άνοδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο φαίνεται να έχει λάβει τη θέσητου πάλαι ποτέ κοινωνικού μυθιστορήματος (το συγκεκριμένο κεφάλαιο, διά χειρός Βαγγέλη Χατζηβασιλείου). Δυναμική επίσης είναι η παρουσία των graphic novels στην εγχώρια εκδοτική σκηνή, ενός υποείδους των κόμικς που έχει καταφέρει να κάνει τη διαφορά, συνδυάζοντας σε αρκετές περιπτώσεις υψηλή λογοτεχνία και οπτική αφήγηση, με ξεχωριστούς δημιουργούς όπως ο Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος, που και ως θεωρητικός των κόμικς υπογράφει το πολύ καίριο σχετικό κεφάλαιο). Σε ό,τι αφορά τη θεματική της κρίσης, αν και στην ποίηση είχαμε ανθολογίες και άλλες εκδόσεις που προκάλεσαν συζητήσεις και στο εξωτερικό, η πεζογραφία είναι αυτή που την ανέδειξε περισσότερο. Το ζήτημα του φύλου παραμένει ισχυρό, με δυναμική την παρουσία τόσο του κουήρ – ως «λοξής και έκκεντρης ποιητικής/πολιτικής μεθοδολογίας», όπως σημειώνεται στην Ανθολογία ελληνικής κουίρ ποίησης που εξέδωσαν οι εκδόσεις Θράκα (2023) – όσο και των γυναικών, οι οποίες συχνά οδηγούνται σε έναν πολιτισμικό ακτιβισμό, ενίοτε και σε έναν επιθετικό φεμινισμό (διακρίνεται κάτι τέτοιο και στους τίτλους ακόμη ορισμένων συλλογών, για παράδειγμα στο Οι άντρες μου λένε τι είναι ποίηση, Βάγια Κάλφα, 2023). Χαρακτηριστικά μάλιστα κουίρ έργα τιμήθηκαν με βραβεία, όπως Η πολεμική μηχανή του Χάρη Καλαϊτζίδη (2022), που ισορροπεί μεταξύ ωμότητας και λυρισμού, πιστοποιώντας ότι «η σύγχρονη λογοτεχνία πασχίζει να επανεφεύρει το πολιτικό και να επαναπροσδιορίσει το αισθητικό» (σ. 27). Άλλο σημείο των καιρών αποτελεί η, κατά Βασίλη Λαμπρόπουλο, «αριστερή μελαγχολία», δηλαδή η αίσθηση που γεννάται σε πολλούς νεώτερους λογοτέχνες ότι το επαναστατικό ιδεώδες, τόσο στην πολιτική (η χειραφέτηση), όσο και στην τέχνη (η πρωτοπορία), κατά πάσα πιθανότητα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Άλλοι βέβαια τη θεωρούν ένα κάδρο στο οποίο δεν θα έμπαιναν ούτε οι ίδιοι (για παράδειγμα, η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη), ούτε άλλοι της γενιάς τους, αντιστεκόμενοι σε οποιαδήποτε ομαδοποίηση.
Άλλη έννοια που ανέκυψε στη συζήτηση περί σύγχρονης ποίησης, είναι η μεταπολιτική, η αντικατάσταση του συγκρουσιακού από το συναινετικό, όπως το έθεσε η Chantal Mouffe.Η συνθήκη, πιο απλά, όπουοι πολίτες έχουν απογοητευτεί από κόμματα και θεσμούς και κυριαρχεί μια κρίση αντιπροσώπευσης, που εντέλει οδηγεί στο να υπηρετείται η πολιτική από άτομα που δεν είναι πολιτικοί. Βέβαια, και εντός αυτής της συνθήκης, πολλοί σύγχρονοι ποιητές διεκδικούν τον παρεμβατικό ρόλο της τέχνης τους. Ειδικά σε αυτούς, επανέρχεται έτσι, δια του πολιτικού, η συλλογικότητα της έννοιας της «γενιάς». Ακόμη κι εδώ βέβαια, κριτικοί όπως η Τιτίκα Δημητρούλια, αμφισβητούν τη χρησιμότητά της. Οι σύγχρονοι ποιητές όμως έχουν περάσει στην αυτοοργάνωση, αντιτάσσοντας την πρωτοβουλία και την εξωστρέφεια απέναντι στο θεσμικό κενό: ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, για παράδειγμα, διοργανώνει τις εκδηλώσεις «Με τα λόγια γίνεται..», που παρουσιάζουν μεγάλη απήχηση· ή έχουν προβείσε κινήσεις συλλογικές, όπως η έκδοση του πρωτοποριακού περιοδικού «ΦΡΜΚ» από την Κατερίνα Ηλιοπούλου. Κι όλα αυτά, ανεξάρτητα από την έννοια της όποιας «γενιάς», δεν αισθάνονται ότι συναποτελούν ούτε οι νεώτεροι πεζογράφοι (για παράδειγμα, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος θεωρεί ότι η έννοια αυτή εξιδανικεύει κάπως τη νεότητα και ότι οι τροχιές παραμένουν πάντα ατομικές).
Σε αντίθεση πάντως με τη σφύζουσα λογοτεχνική παραγωγή, δεν παρατηρείται κάτι αντίστοιχο στον κριτικό λόγο. Για τον Δημοσθένη Κούρτοβικ μάλιστα, η κριτική πνέει τα λοίσθια. Ίσως τα κοινωνικά δίκτυα να εξασφαλίζουν αμεσότερη πρόσβαση στον κριτικό λόγο –ή σε αυτό που ορισμένοι εκλαμβάνουν ως τέτοιο– ίσως πάλι, η βασική προϋπόθεση ενός αληθινού κριτικού, το να γνωρίζει πραγματικά καλά τα έργα, τα πρόσωπα και τις τάσεις του λογοτεχνικού πεδίου, να μην είναι τόσο απλή υπόθεση, αν λάβουμε υπόψη και τον τεράστιο όγκο της παραγωγής. Στο χώρο των εντύπων τώρα, κάτι άλλο που αναδύθηκε, είναι η «αποποίηση κληρονομιάς», όπως επιγράφεται το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Βλάβη» (2023), τουτέστιν η αμφισβήτηση, από τους νεώτερους, της αίγλης των τοτέμ του λογοτεχνικού κανόνα, όπωςτης γενιάς του ’30, και η προβολή αντ’ εκείνων συγγραφέων που, όπως υποστηρίζει η συντακτική ομάδα, δεν πριμοδοτούνται σήμερα, δεν επανεκδίδονται τα έργα τους, όπως ο Γιώργος Ιωάννου (πρόσφατα ωστόσο επανακυκλοφόρησαν με ανανεωμένη εμφάνιση τα βιβλία του), o Κώστας Ταχτσής, ο Πέτρος Πικρός, η Μαργαρίτα Καραπάνου, η Ζυράννα Ζατέλη (εδώ βέβαια πρέπει να πούμε ότι πολλοί από εμάς, κυρίως για αυτούς γράφουμε και αυτούς διδάσκουμε).
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, έχει επισημανθεί από τη Μαρία Τοπάλη ότι και στην ποίηση, μέχρι το ’90, εξακολουθούσαμε να βρισκόμαστε στη σκιά της ποίησης της γενιάς του ’30, ενώ ακολούθως έπαψε κάτι τέτοιο. Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος είδε μάλιστα να ανεβαίνει ως μέγεθος στο χρηματιστήριο αξιών των σύγχρονων ποιητών η μορφή του Βύρωνα Λεοντάρη, όχι μόνο ως ποιητή, αλλά και ως κριτικού. Διαφαίνεται εδώ μια προτίμηση για τους ποιητές της αμφισβήτησης, κάτι που συντονίζεται με τον αντικομφορμισμό και τον αντιεξουσιαστικό λόγο που προσπαθούν να εκφέρουν οι νεώτεροι. Παρόλα αυτά, οι Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Κατσαρός, Τάσος Λειβαδίτης, επιμένουν ως αναφορές ή συνομιλητές στην ποίηση των νεώτερων (αν και δεν έχουν να κάνουν με την εξεγερσιακή τους ροπή). Από τις γυναίκες, στις προτιμητέες προγόνους τους δεν συναντούμε την Κική Δημουλά ή τη Ζωή Καρέλλη, αλλά μάλλον τις Ελένη Βακαλό, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουρκ και Τζένη Μαστοράκη, ενώ υψηλή παραμένει η δημοφιλία της Κατερίνας Γώγου. Σαφής είναι και η απομάκρυνση από τον λυρισμό των παλιότερων και η στροφή στη σωματικότητα, στο πεζόμορφο στοιχείο, τους τυπογραφικούς πειραματισμούς, την επιτελεστικότητα, μέσα από το διαδίκτυο και όχι μόνο. Εν τω μέσω όλης αυτής της ρευστότητας, διαπιστώνεται συγχρόνως με ευχέρεια η προσπάθεια να αποδοθεί κάποιας μορφής ταυτότητα στους νεώτερους ποιητές (όχι ακριβώς στους πεζογράφους), τόσο από κριτικούς όσο και από μελετητές. Εδώ ενδεχομένως να άκουγε κανείς την προτροπή του Ντεριντά: «κάθε φορά που κάποιος ή κάτι αναγγέλλει την ταυτότητά του, κάποιος ή κάτι φωνάζει: προσοχή! παγίδα, πιάστηκες! Κάνω ό,τι μπορώ για να αποφύγω αυτήν την παγίδευση». Υπήρξε εξάλλου αντίδραση εντός των τειχών και ως προς την ανθολογία ποίησης Μέτρα λιτότητας της Κάρεν Βαν Ντάυκ που κυκλοφόρησε και στο εξωτερικό. Το ίδιο συνέβη με την έννοια της «αριστερής μελαγχολίας», υπό την έννοια ότι αυτή έμοιαζε να θέτει έξωθεν επιβαλλόμενες σχηματοποιήσεις. Εδώ, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος απαντά με μια ατάκα που θα ζήλευαν και οι πιο εμπνευσμένοι κειμενογράφοι: η αριστερή μελαγχολία «δεν είναι πόζα, είναι Πίζα». Είναι «ένα ποίημα που δεν ‘βγαίνει’, δεν βρίσκει το στόχο του, τα βάζει με τον εαυτό του, ενοχλείται από τον λυρισμό του, εμπαίζει το κοινό του, οικτίρει τον ειρμό του» (σ. 174).
Αυτό που είναι σίγουρο πάντως, μέσα σε όλες αυτές τις αντεκδικήσεις, τις διαφορετικές στάσεις, είναι ότι η ελληνική λογοτεχνία του 21ου αι. είναι πολυτασική υπόθεση.Κρίσιμος είναι και ο ρόλος των εκδοτών, αλλά το εκδοτικό τοπίο δεν μπορεί να σταθμιστεί και πολύ εύκολα, από τη στιγμή που όλο και περισσότεροι συγγραφείς περνούν στην αυτοέκδοση. Η κρίση υπήρξε φυσικά και εδώ δυναμικός καταλύτης: αρκετοί εκδοτικοί οίκοι έκλεισαν, μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων αποχώρησαν από την αγορά (π.χ η FNAC), η βιβλιοκριτική μετακόμισε στο διαδίκτυο. Όμως, κατά την πανδημία ενισχύθηκε η φιλαναγνωσία, και ταυτόχρονα τα ήδη υπάρχοντα μαθήματα, εργαστήρια και προγράμματα δημιουργικής γραφής βαίνουν αυξανόμενα. Επίσης, αναδείχθηκαν σημαντικοί μικροί εκδοτικοί οίκοι, όπως Μελάνι, Θράκα, Βακχικόν κ.ά. που τολμούν να εκδίδουν νέους ποιητές – αν και τις δραστηριότητές τους, παρακολουθεί κανείς περισσότερο στα κοινωνικά δίκτυα παρά στις προθήκες των μεγάλων βιβλιοπωλείων. Σημαντική είναι και η παραγωγή νέων ποιητικών ανθολογιών: δέκα έντυπες ανθολογίες εμφανίστηκαν μόνο μεταξύ 2009-2020. Ο Δημήτρης Τζιόβας διακινδυνεύει μάλιστα την άποψη ότι οι ποιητικές ανθολογίες θα υποκαταστήσουν το ρόλο των ιστοριών της λογοτεχνίας κατά τον 21ο αι. Μετά το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ, η εικόνα της βιβλιοπαραγωγής είναι βέβαια ελλιπής, αν και επιχειρήθηκε μια χαρτογράφηση του τοπίου από το 2009 μέχρι το 2022, εκ μέρους του ΟΣΔΕΛ, καλύπτοντας και την ψηφιακή συνθήκη. Διαπιστώθηκε ότι, και εντός της ψηφιακής μας πραγματικότητας, το έντυπο βιβλίο εξακολουθεί να κατέχει το 97% της παραγωγής, όπως και ότι η κυριαρχία της λογοτεχνίας όλο και εντείνεται μεταξύ των άλλων ειδών, με μια προτίμηση στα μυθιστορήματα, έναντι των διηγημάτων ή της ποίησης. Ανάμεσα τώρα στα μεταφρασμένα έργα, επικρατούν, όπως είναι αναμενόμενο, εκείνα από την αγγλική γλώσσα. Τούτων λεχθέντων, «είναι δύσκολο να αποτυπωθεί το χρηματιστήριο της ανάγνωσης» (σ. 42), καθώς δεν έχουμε ποσοτικά δεδομένα για το αναγνωστικό κοινό και το δίκτυο των βιβλιοθηκών, πόσο και τι διαβάζουν οι millenials για παράδειγμα. Εντούτοις, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι διαπιστώνεται αύξηση προσβάσεων στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων των βιβλιοθηκών. Οι επισκέψεις στις βιβλιοθήκες πάντως, όσο και οι δανεισμοί από αυτές, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυξήθηκαν μετά την πανδημία, αλλά δεν επέστρεψαν στα προ της πανδημίας επίπεδα.
Αν ο τόμος ανοίγει με την πρόκληση της διεθνοποίησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τον Νίκο Μάντη, ο οποίος με άρθρο του στον «Αναγνώστη» είχε πυροδοτήσει τη σχετική συζήτηση, κλείνει εύλογα με μία άλλη παγκόσμια πρόκληση: την Τεχνητή Νοημοσύνη [ΤΝ] (και μια ερεθιστική εποπτεία της νέας αυτής συνθήκης, εκ μέρους του Γιώργου Χατζηβασιλείου). Σύμφωνα με τον Yuval Harari, η πρόκληση της ΤΝ είναι ότι,για πρώτη φορά στην ιστορία, η τεχνολογία μπορεί να πάρει αποφάσεις στη θέση του ανθρώπου ή να δημιουργήσει ιδέες. Από την άλλη, μπορεί στο μέλλον να παρέχει χρήσιμες υπηρεσίες στον γηράσκοντα πληθυσμό του δυτικού κόσμου, καθώς θα μπορεί να διαβάζει στους ηλικιωμένους. Όμως το γεγονός ότι θέτει ένα ζήτημα με τα πνευματικά δικαιώματα ή απειλεί να αντικαταστήσει ολόκληρους κλάδους, όπως τη μετάφραση και τη συγγραφή σεναρίου (η πρόσφατη απεργία των σεναριογράφων του Χόλυγουντ λέει πολλά επ’αυτού), για να μην πούμε ολόκληρα επαγγέλματα, από τους δασκάλους μέχρι τους γιατρούς, μιλά από μόνο του για τις τεκτονικές αλλαγές που θα επιφέρει.
Οι ηθικές προκλήσεις είναι επίσης φοβερές: σε τριάντα με σαράντα χρόνια, το σύνολο των κειμένων που θα έχουν παραχθεί με ΤΝ εκτιμάται ότι θα ξεπερνά σε ποσότητα ό,τι έχει γραφεί σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Αν σήμερα είναι ακριβοθώρητο το να φορά κανείς χειροποίητο πουλόβερ, το ίδιο μπορεί να ισχύει σε λίγα χρόνια για κείμενα γραμμένα από άνθρωπο.Υπολογίζεται ότι η ΤΝ θα φτάσει την ανθρώπινη νοημοσύνη το 2075 – ο Nick Bostrom θεωρεί ότι αυτό θα έχει συμβεί το 2050. Για να μην τη δαιμονοποιούμε ωστόσο, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε ότι όλα μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι Τεχνολογία (σ. 378). Δεν γνωρίζουμε αν στο μέλλον θα έχουμε τρόπους που θα διαχωρίζουν αν η λογοτεχνία είναι γραμμένη από άνθρωπο ή όχι, ή νόμους που θα διασφαλίζουν κάτι τέτοιο – και αν υπάρξουν τέτοιοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, ποιος μας εγγυάται ότι το ίδιο θα κάνουν και η Κίνα ή η Ινδία; Το σίγουρο είναι ότι η ΤΝ φέρνει πληθώρα προκλήσεων, κυοφορώντας την αρχή μιας βαθιάς μετάλλαξης, όχι μόνο της λογοτεχνίας ή του πολιτισμού, αλλά της ίδιας της πραγματικότητας. Βρισκόμαστε μόνο στις απαρχές, αν όχι στο βρεφικό στάδιο, μιας τέτοιας επίφοβης όσο και συναρπαστικής αλλαγής.
[1] Βλ. Αγγελική Σπυροπούλου και Θεοδώρα Τσιμπούκη (επιμ.), Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2002, και Peter Mackridge και Eleni Yannakakis (επιμ.), Contemporary Greek fiction in a United Europe: from local history to the global individual, Οξφόρδη, εκδ. Legenda, 2004.
~
Η Σοφία Ιακωβίδου σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Παρίσι (Paris IV, INALCO) και το Μπέρμινχαμ. Έχει διδάξει Νεοελληνική Λογοτεχνία και Θεωρία Λογοτεχνίας στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων, Δ. Μακεδονίας, ΑΠΘ· και Δημιουργική Γραφή στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΔΠΘ (ΤΕΕΠΗ). Βιβλία της: G. Ioannou, le corps de l’œuvre. Psyché de l’écrivain, sociopoétique de l’œuvre (ANRT), Inter-esse. Θέματα και ερμηνευτικές προσεγγίσεις στη νεοελληνική λογοτεχνία (εκδ. Gutenberg).
*** Πατήστε εδώ για τα περιεχόμενα του τεύχους ***
%20s.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου