Κατερίνα Ηλιοπούλου
Ό,τι
πρόλαβα να σώσω μέσα στην καταστροφή
είναι η νεκρή Βίττη που μου μιλάει μέσα από την πέτρα και λέει:
“εγώ αντί για την γυναίκα που ήμουν στέκομαι τώρα εδώ”
κι εγώ εδώ αντί για την Βίττη, μια γυναίκα στα πενηνταεφτά μου χρόνια
τώρα ξεκινώ και ξέρω πως αν κοιτάξεις μια φορά ένα φύλλο χλόης προσεκτικά
είσαι χαμένος και πως πρέπει να τυφλωθείς για να μπορέσεις να ζήσεις
*
είναι
η χαράδρα που χάσκει ανάμεσα σε μένα και τα γυμνά βουνά
μια χοάνη από αέρα
η ελαφρότης που ξεσηκώνει
το άυλο που τρυπώνει παντού
ανακατεύει καυτό το χώμα
ρουφάει τον χυμό των πραγμάτων
που μένουν ξερά και απολιθωμένα καύκαλα του εαυτού τους
και από τον άλλο κόσμο μέσα από το χώμα και την σιωπή ξεπηδά το τραγούδι
όταν το τζιτζίκι βρίσκεται κάτω από το χώμα
ξέρει ότι θα τραγουδήσει;
*
είναι οι αγκιστρωμένοι στο σκληρό χώμα
θάμνοι νεκροί ή ζωντανοί
ο σκελετός των αγκαθιών κάτω από την τρυφερότητα
το άβατο και αδιάσχιστο παρόν τους
φυλάνε τους χυμούς τους βαθιά
και τις σταγόνες της δροσιάς τις αποστάζουν σε άλλο χρόνο
δικό τους, φυτικό
άθικτα σχήματα ανθεκτικά
αφήνουν τον αέρα να κυκλοφορεί χωρίς αντίσταση
εκπέμποντας την άηχη μουσική τους
με τα σγουρά κεφάλια τους σε διαρκή κατάφαση
*
είναι η ανάγλυφη στήλη με τα τέσσερα μπλεγμένα πόδια
δύο που συναντήθηκαν και τι ήταν η συνάντηση αυτή
πώς ήτανε τα σώματα
μια αγκαλιά, μια ψύχραιμη μετωπική ενατένιση
ένα άγγιγμα χεριών
ποιος είδε τον άλλο και τι είδε εκεί
αν ο κάθε ψίθυρος
γέλιο, άγγιγμα κρατούσε για πάντα τότε τι θα έμενε;
γιατί αυτό που μένει πρέπει πρώτα να χαθεί
κάτω από κάθε καλοδουλεμένη ιστορία
η σαύρα που ξέφυγε, μισή πριγκίπισσα μισή σκλάβα
*
είναι οι ακίνητοι μύλοι με τα ανάπηρα φτερά
στην κορυφογραμμή
χωρίς ψωμί, χωρίς ήχο
μέσα στο πέτρινο κουκούλι τους
ανοιχτό και φυτρωμένο, δεν μένει πια παρά ο σκελετός μιας καρέκλας
και τίποτα αγριόχορτα κρυμμένα σε κοινή θέα
πίσω από
την σπάνια ομορφιά του κρυφού τους ονόματος
κάποιοι όμως έζησαν εδώ που μόνο η δύναμη της πέτρας παραμένει
και η σάρκα;
τι λίπασμα φευγάτο
εκεί που υπήρξαν λέξεις ακουστές
*
είναι το αλμυρίκι που λάμπει
όμως δεν είναι η δροσιά
αλλά η αλμύρα που το στολίζει
είναι το κυπαρίσσι μισό ξερό δαρμένο αποψιλωμένο
και το άλλο μισό σκουροπράσινο θάλλει
*
Και ξαφνικά ηρεμία
τίποτα δεν κινείται
σαν κάτι εντελώς γεμάτο
έτοιμο να ξεχειλίσει
τώρα ο τόπος αναγγέλλει τον εαυτό του
μέσα στη νύχτα με τις οσμές
καθώς πηγαίνω έρχεται κι αυτός σε μένα
άυλος, βαρύς σαν μανδύας
είμαι πεδίο άφιξης
όχι πηγάδι αλλά μεμβράνη
~
Η Κατερίνα Ηλιοπούλου είναι συγγραφέας
και μεταφράστρια. Έχει δημοσιεύσει πέντε βιβλία ποίησης, μια συλλογή διηγημάτων,
ενώ το πρώτο της μυθιστόρημα είναι υπό έκδοση (εκδ. Εστία). Έχει επιμεληθεί και
συμμετάσχει σε δύο συλλογικά βιβλία δοκιμίων για την σύγχρονη ποίηση, ενώ
δημοσιεύει συχνά κριτικές και δοκίμια. Έχει μεταφράσει το έργο της Σύλβια Πλαθ
και του Γουόλτ Γουίτμαν, σε συνεργασία με την Ελένη Ηλιοπούλου. Έχει
συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και η ποίησή της έχει μεταφραστεί και
δημοσιευθεί σε πολλές γλώσσες. Από το 2013, διευθύνει το περιοδικό “ΦΡΜΚ” (Φάρμακο)
για την ποίηση, τις κοινωνικές επιστήμες και τα
εικαστικά. Από το 2017 ώς το 2020, επιμελήθηκε το Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών στα
πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Έχει επίσης
συνδιοργανώσει και επιμεληθεί ποικίλα έργα που συνδυάζουν την ποίηση με τα
εικαστικά και την περφόρμανς, και αναζητούν μια διαφορετική σχέση της σύγχρονης
τέχνης με τον δημόσιο χώρο και με το κοινό.
*** Πατήστε εδώ για τα περιεχόμενα του τεύχους ***

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου