Παναγιώτης Ιωαννίδης (επιμ.), Ορφέας Απέργης, Ειρήνη Βακαλοπούλου, Στέλλα Βοσκαρίδου, Δήμητρα Κατιώνη, Δήμητρα Κωτούλα, Στέργιος Μήτας, Ευσταθία Π. (τρία έπσιλον), Θοδωρής Χιώτης
«Προς τον ουρανό συνέχειες του βυθού»
Ξαναδιαβάζοντας
τον Δημήτρη Παπαδίτσα
Ο Δημήτρης Παπαδίτσας γεννήθηκε στην Σάμο το 1922. Σπούδασε και εργάστηκε ως γιατρός· άλλος ένας εκ των ιατρών ποιητών μας: ας θυμηθούμε πρόχειρα τον Αναγνωστάκη και τον Σινόπουλο, που ανήκουν μάλιστα στην ίδια γενιά με τον Παπαδίτσα, την «Πρώτη Μεταπολεμική».
Η ποίησή του μοιάζει εξαρχής να εγκολπώνει μια βίωση του κόσμου που είχε ήδη ονομαστεί υπερρεαλιστική· μα η Ελένη Λαδιά παρατηρεί πως «η αναφορά του ποιητή στον κατάλογο των υπερρεαλιστών γίνεται γιατί ο ίδιος έτυχε να έχει πλούσιο ασυνείδητο και γιατί συμπίπτει χρονικά μαζί τους». Σαφή είναι επίσης τα ίχνη της αρχαιοελληνικής σκέψης, της προσωκρατικής ή της ορφικής, ώστε, σταδιακά, διαμορφώνεται μια ευρύτερα υπερβατική, ας την πούμε, θέαση. Όμως κι αυτήν, την πλέκει ο ποιητής με τις υπαρξιακές αναζητήσεις του –μαζί και με τις όποιες επιρροές, και μαζί με τις εμπνεύσεις, όπως είχε ο ίδιος ομολογήσει, από τις περιπλανήσεις του σε τόπους «αποκαλυπτικούς», όπως την Πάτμο ή τους Δελφούς– για να μας δώσει αληθινά ποιήματα (και όχι διακηρύξεις της μιας ή της άλλης πίστεως), συχνά υψιπετούς ύφους, και πάντα μεγάλου κάλλους· κάλλους γλώσσας και εικόνων – ποιητικής σκέψης, άρα.
Η Ελένη Λαδιά και πάλι: «Η ποίησή του μαγεύει παράξενα με τη γλωσσοπλαστική της δύναμη και τη θαυματουργή ηχητική της, που είναι ανεξάρτητη, εν πολλοίς, από την κατανόηση ή όχι του περιεχομένου». Προκύπτει έτσι ένας «επουράνιος αντίλαλος» από «μια ποίηση που γυρεύει το ίδιο της το βάθος και πάσχει ανιχνεύουσα να απεικονίσει την ουσία της φύσης στην αιώνια ροή της»· μια ποίηση που αρνείται να «υπακούσει σε πρότυπα και καλλιτεχνικούς κανόνες».
Ο Δ.Π. Παπαδίτσας τιμήθηκε δις με το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης: το 1964 για την συγκεντρωτική συλλογή Ποίηση, 1 (1941-1963)· και το 1981 για το βιβλίο του Δυοειδής λόγος· καθώς και, για το σύνολο του έργου του, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη), το 1984.
Ίδρυσε, μαζί με τον Ε.Χ. Γονατά, το βραχύβιο περιοδικό «Πρώτη Ύλη» (1958-1959), και συνεργάστηκε με πλήθος άλλων λογοτεχνικών περιοδικών.
Μετέφρασε Υβάν Γκολλ, και, από κοινού με την Ελένη Λαδιά, τους Ορφικούς και τους Ομηρικούς Ύμνους, καθώς και την «Νέκυια» της ομηρικής Οδύσσειας.
Στην 1η εκδήλωση της 13ης χρονιάς του, το «Με τα λόγια (γίνεται)» [μτλγ] έκανε, με το αφιέρωμά του στην Δ.Π. Παπαδίτσα, την 14η στάση στην διαδρομή επανεπίσκεψης του νεοελληνικού ποιητικού κανόνα την οποία ξεκίνησε το 2013. Σε αυτή την πορεία, το ‘μτλγ’ επιχείρησε να αναδείξει ποιητικές φωνές όχι επαρκώς παρούσες στην συνείδηση του αναγνωστικού κοινού (αλλ’ ίσως και κάποιων που γράφουν ποίηση σήμερα) – όπως, φερειπείν, του Παπατσώνη, του Εμπειρίκου, της Αξιώτη, της Αραβαντινού, της Καρέλλη, της Βακαλό, και του Φωκά· να φωτίσει κάποιες ίσως λιγότερο φωτισμένες όψεις γνωστότερων φωνών: τον Καβάφη πέρα από τα 154 «Αναγνωρισμένα» του ποιήματα, τον Καρυωτάκη μαζί με τους και τις συγχρόνους του, τον Ελύτη σε σχέση με τους ποιητικούς συνομιλητές του· ή να δοκιμάσει έναν δημιουργικό διάλογο με παρελθόντα ποιητικά έργα μεγάλης αξίας: του Σολωμού, του Κάλβου, του Εγγονόπουλου.
Το 2023, λοιπόν, με αφορμή τα 80 χρόνια από το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Παπαδίτσα, Το φρέαρ με τις φόρμιγγες (1943), 12 σύγχρονοι ποιητές και ποιήτριες ξαναδιάβασαν το συνολικό ποιητικό έργο του, και διάλεξαν κάποια ποιήματά του για να τα μοιραστούν μαζί μας (με την σειρά που διάβασαν στην εκδήλωση): Παυλίνα Μάρβιν, Στέργιος Μήτας, Ειρήνη Βακαλοπούλου, Ορφέας Απέργης, Δήμητρα Κατιώνη, Χάρης Γαρουνιάτης, Δήμητρα Κωτούλα, Στέλλα Βοσκαρίδου, Όλγα Παπακώστα, Θοδωρής Χιώτης, Ευσταθία Π. (τρία έπσιλον), Παναγιώτης Ιωαννίδης (που είχε και την συνολική επιμέλεια). Οι συμβολές εννέα εξ αυτών δημοσιεύονται τώρα εδώ. Μπορείτε, ωστόσο, πάντα να (ξανα)δείτε την εκδήλωση στο κανάλι “metalogiaginetai” του YouTube: https://youtu.be/yu8XUXIk9wA?si=UlsJY3EDAzmNptH8
Όπως έγραψε ο ίδιος ο Παπαδίτσας στο δοκιμιακό, διακηρυκτικό κείμενό του «Για μια ποίηση (σκέψεις, αποσπάσματα, σχεδιάσματα)» το οποίο και προέταξε στην συγκεντρωτική έκδοση του 1981 Ποίηση, 2 (1964-1974) (εκδ. Γνώση): «Η βαθύτερη μαγεία της ποίησης είναι […] το ίδιο το πνεύμα που ακατάπαυστα προεκτείνει και προεκτείνεται μέσα σ’ έναν κόσμο νέων συσχετισμών, που ερμηνεύει και αυτοερμηνεύεται. […] Ο ποιητής είναι ένα άλλο είδος προφήτη, που οραματίζεται όχι το μέλλον αλλά το παρόν.»
Ήδη, το 1962, στο προλογικό σημείωμα της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσής του, Ποίηση, 1 (1963· β’ έκδοση: εκδ. Στιγμή, 1985), έγραφε: «Τα είκοσι τελευταία χρόνια [αναφέρεται δηλαδή στον Β’ Π.Π. και στα χρόνια που ακολούθησαν] είναι τουλάχιστον ένα τριπλάσιο παρελθόν εμπειρίας. Η είδηση της Χιροσίμα, το τηλεγράφημα του ακρωτηρίου Κανάβεραλ, οι δορυφόροι της Kamchatka, μας κάναν να βρεθούμε χωρίς ημερολόγια. Συνέβη μια τρομαχτική διαστολή του παρόντος προς τη μεριά του μέλλοντος. Να γιατί η ποίηση σε όλες τις μορφές της και τα είδη της είναι επικαιρική και μαζί ας πούμε προφητική.
Παρ’ όλα αυτά υφίσταται πάντοτε το ερώτημα, αν το ποίημα ενέχει μια δική του αξία ή αυτή είναι το εκάστοτε αποτέλεσμα της σχέσης μας με το ποίημα, που τελικά προορισμός του είναι να δίνει το μέγεθος αυτής της αξίας. Προτού βρεθεί «το μαργαριτάρι έξω απ’ το στρείδι του», σκεφθείτε το μικρό αλλότριο σώμα που προκάλεσε την έκκριση της ύλης του μαργαριταριού. Πού βλέπετε την αξία, στο αλλότριο σώμα, στην έκκριση ή στο μαργαριτάρι;»
Κρατώντας στον νου μας αυτό το προκλητικά γόνιμο ερώτημα –ερεθιστικό σαν βουδιστικό κοάν–, ας ακούσουμε τις πιθανές απαντήσεις του μέσ’ απ’ τα ίδια τα ποιήματα.
Στέργιος Μήτας
Για την ανθρώπινη ευαλωτότητα
Στην τελευταία συλλογή του ποιητή, στο Προεόρτιον του 1986, περιλαμβάνεται μια αριστουργηματική λυρική σύνθεση: ένα ποίημα σε επτά μέρη που έχει τον τίτλο «Τα παραμιλητά του Τιθωνού». Η ιστορία και η μορφή του Τιθωνού είναι βεβαίως μια πολύ γνωστή και αισίως δουλεμένη ποιητική θεματική (βλ. από τη Σαπφώ έως τον Τέννυσον). Ο λόγος για τον μυθικό εραστή της Ηούς, δηλαδή της Αυγής, που του χαρίστηκε η αθανασία, μα όχι και η αιώνια νεότητα. Καταδικάστηκε έτσι να ζει και να γερνάει αέναα, να ζαρώνει «επ’ εσχάτων των καιρών»· δίπλα, μα και ως θλιβερή αντίστιξη στην αθάνατη και άσπιλη ερωμένη του. Μέχρι το έλεος των Θεών να τον μεταμορφώσει λυτρωτικά στο τέλος σε τζιτζίκι. Το σπαρακτικό και αστραποβόλο αυτό ποίημα του Παπαδίτσα είναι μαζί, και τα τρία: ένα βαθιά ερωτικό ποίημα, μια σπουδή για την ανθρώπινη ευαλωτότητα και ένα αισθητικό αυτοσχόλιο. Παραθέτω, δυστυχώς (ως μη όφειλα – πλην εξ ανάγκης και ένεκα οικονομίας), επιλεγμένα μέρη της σύνθεσης:
Τα παραμιλητά του Τιθωνού
με κάτι μέσα μου
ένας τζίτζικας με δένει
Δ.Π.Π. (1941)
1.
Το μάτι αυτό το αράγιστο το διπλό μάτι
ό,τι κοιτάξει μες στο φως το πυρπολεί
δες με, της λέω, αν είσ’ εσύ το χέρι του υπνοβάτη
κι εγώ η ματιά που σε ονειροπολεί
τα σκόρπια μες στη μνήμη οστά σου
συναρθρώνει
και ξαναπιάνομαι κρυφό βαθιά σου φως
κι είσαι το δέντρο που ψηλά ή στη γη φυτρώνει
κι εγώ το αρχαίο τζιτζίκι ο Τιθωνός.
Αιώνιος μισοαθάνατος όσο γερνάω συ μένεις
κορίτσι δεκαοχτάχρονο που μ’ έχεις στην κοιλιά
ούτε είμαι γιος σου ούτ’ έχεις πια το χέρι αγαπημένης
για τ’ όλο ζάρες σώμα μου και τ’ άσπρα μου μαλλιά.
4.
Βαθιά σου αντιζυγιάζεται το νάτριο με το
χλώριο
σταλαγματιά αστροθάλασσας φωτιάς πολλοστημόριο.
Ω νά ’κουγες το στρόβιλο της αρμονίας των
ιόντων
κραύγαζε μες στη δίψα σου το μυστικό των όντων.
Το κάλιο δίνει στη φωτιά τη λάμψη, το
μαγνήσιο
κάμνει να δείχνει πιο όμορφο το ψεύτικο απ’ το γνήσιο
κι ο άνθρακας ψευδάργυρους σμίγει ν’
αναμετρήσει
τη ρίζα από το φύλλωμα το σύννεφο απ’ τη βρύση.
Σαν το άστρο, τό ’χεις μέσα σου που θα σε
τρώει το στόμα
τα γηρατειά αντιμάχονται τις στάχτες και το χώμα
κι ακόμη στων καλοκαιριών τη φλόγινη
ανυδρία
στάλα τη στάλα μέσα σου σε ξεδιψάει μια υδρία
και κάτι από τα σπλάχνα σου φτερό πάει να
φυτρώσει
φτερό διπλό σε φτερωτό να σε μεταμορφώσει.
6.
Σαν ρόδι που έσκασε κι έπεσε απ’ τη ροδιά
τα λόγια μου είναι τα σπυριά του που έχουνε σκορπίσει
σπίνοι μυρμήγκια σκώληκες κι ότι προστάζει η μυρωδιά
ζητούν από το θάνατο το αθάνατο μεθύσι.
«Ποιος είσαι;» τις χιλιάκουγα να με ρωτούν
φωνές
μα έσβηνε κι όλο μού έσβηνε η φωνή μου ν’ απαντήσει
μόνο το φως σου έβλεπε το μάτι μου απλανές
που τύλιγε το σάπιο μου κορμί για να το ντύσει
μα εκείνο βόγκαε μέσα του να γίνει ένα
τζιτζίκι
κι από τα μάτια της θεάς στα δέντρα έχει κρυφτεί,
αμέριμνο όπως κάθεται σε ταπεινό ένα ρείκι
ακούγεται στον πλάτανο ή σε μια ιτιά σκυφτή.
Τα μάτια του είναι αμέτρητα τη ροδαυγή ως
κοιτάζουν
κι έχει μια διάφανη κοιλιά που τρέμει μες στο φως
και διαμαντένια της Ηώς τα μάτια δάκρυα στάζουν
μα αθέατο μένει κι άπιαστο τζιτζίκι ο Τιθωνός.
7.
[…]
Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; το μυστικό είναι
πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.
[…]
Ειρήνη Βακαλοπούλου
Tα μικρά συμβάντα του βίου
Τα μικρά συμβάντα του βίου
Παρηγορούν τις άγριες από δίψα ψυχές
Απ΄τα μικρά συμβάντα του βίου
Προσφέρονται το πρωί στα πτηνά σπόροι , σκουλήκια
Και άλλα βιολογικά περίεργα
Ενώ χάμω κείτονται
Λείψανα άλλων πτηνών στο βίο που τους έλειψε
Η καλοσύνη
Τα σκόρπια εδώ κι εκεί οστά
Η ελευθερία του βλέμματος εύκολα παρομοιάζει
Με σπάνιους αδαμάντινος συνδυασμούς ή άνθη πολύχρωμα
Που εκτοξεύουν την υφή τους την υγρή
Στα σύννεφα
Αυτά, τα μικρά συμβάντα του βίου, συνθέτουν
Αενάως συνθέτουν
Τον έκπλαγο της φύσεως προορισμό.
~
Τα φτερά των πουλιών χτυπούν τον συμπαγή άνεμο, πέφτουν κάτω νεκρά σωριάζονται όπως το σκουλήκι έρπει να βρει τροφή. Ο βίος. Η δραστηριότητα της ζωής των ανθρώπων.
Ο θάνατος των ανθρώπων και η αθανασία των ρούχων τους. Η πολυχρωμία της υπόστασής τους, τα φορεμένα δαχτυλίδια στα δάχτυλα - οστά, σκόρπια οστά όπως των ζώων και άλλων μικρών έμβιων υπάρξεων.
Ο ήλιος και η ομορφιά. Φωτίζουν το ίδιο. Στο κέντρο η ανθρώπινη φυλή με το βλέμμα της θέλησης αντιλαμβάνεται όλες τις διαστάσεις της ύπαρξης όπως ο αετός. Το τώρα να συνθέτει και ο προορισμός να επανασυνθέτει.
«Πήγα στο δάσος γιατί ήθελα να ζήσω σκόπιμα, να αντιμετωπίσω μόνο τα ουσιαστικά δεδομένα της ζωής και να δω μήπως δεν μπορούσα να μάθω αυτό που έπρεπε να μου διδάξει , κι όταν έφτασα να πεθάνω ανακάλυψα πως δεν είχα ζήσει» (Χένρι Ντέιβιντ Θορώ).
Ορφέας Απέργης
Το ἐγενόμην του Παπαδίτσα
«ἐγενόμην» λέει –έτσι, με πλάγια και πεζό αρχικό– στην αρχή του σπονδυλωτού ποιήματος «Ἐν Πάτμῳ» ο Δ.Π. Παπαδίτσας (1964), και στις δικές του, λίγες, ελάχιστες, υποσημειώσεις σπεύδει να διευκρινίσει ότι αυτό το ἐγενόμην «εννοιολογικά μπορεί να πάρει πολλές από τις σημασίες και ερμηνείες που δίνονται στο ‘γίγνομαι’, [όπως λέει ο Αριστοτέλης στα Φυσικά του, Α: 190α:] ‘πολλαχώς δε λεγομένου του γίγνεσθαι’». Ταυτόχρονα μας παραπέμπει στον Ιωάννη της Αποκάλυψης: από εκεί τρυγάει το «ἐγενόμην» του ο Παπαδίτσας, όπου αυτό το αποκαλυπτικό ρήμα του αορίστου, αυτό το αόριστον ρήμα δανείζει τον τύπο του στην αοριστία του «ειμί»: αόριστος του «είμαι» είναι το «εγενόμην», δηλαδή το «έγινα», το «γίνηκα» – σα να μας λέει ο Παπαδίτσας δια του Ιωάννη: «γεννηθήκαμε για να ξαναγεννηθούμε, γεννηθήκαμε για να γίνουμε – γίναμε για να γίνουμε», όπου το δεύτερο, το «ξανά», το «για να γίνουμε», είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους πλήρεις προθέσεως, μας κάνει αυτόβουλα, βουλητικά, βουλιμικά, βουλιμικώς βουλητικά όντα, ελεύθερα:
Αυτός –ο «γινόμενος» και «γινωμένος»– είναι ο «τρέμων μίσχος» του Παπαδίτσα, το λέει στη μικρή εισαγωγή του ποιήματος: «το άνθος του λόγου στη διαρκή του προέκταση, [που] απογυμνώνεται σε μίσχο που τρέμει μέσα στο αχανές και νοσταλγεί την προϊστορική του αφετηρία, τον άλλο του συντελεστή, τον [ή την, βέβαια – μην σταθούμε σ’ αυτό, είναι κακιά σύμβαση εκείνης της εποχής!] – τον ή την ποιητή».
Έτσι ο λόγος προεκτεινόμενος χάνει το άνθος του, δεν μπορεί να γονιμοποιήσει ή να γονιμοποιηθεί, δε γεννάει ούτε γεννιέται άλλο, και μονάχα πια γεννάει και γεννιέται, μονάχα πια γίνεται, όταν ψηλά-ψηλά εκεί ψηλωμένος («είχε ψηλώσει ο νους της» ψιθυρίζει ο Σκιαθίτης γέρων, ο Παπαδιαμάντης στον Παπαδίτσα), εκεί λοιπόν (απο)ψηλωμένος, ορφανός, χωρίς πια άνθος κανένα, τρέμει ο εν λόγω νους μονήρης, μονωμένος, μονάχος, και βλέπει εν σιωπή – αυτό είναι το εν σιωπή κοίταγμα, το κοίτασμα («εκ του κοιτάζω») και έτσι πρέπει να το λέμε γιατί είναι εξορύξιμο κι έχει μέσα του μετάλλευμα πολύ, ψυχικό, βάθος πολύ να δώσει. Αυτό το βλέμμα, το ανάβλεμμα, όχι το προς τα άνω αλλά το προς τα έξω και έσω και πέρα, το κατά Παύλον «ως δι’ εσόπτρου», το κατά Χαίλντερλιν (κι αυτός ψιθυρίζει αρειμανίως αλλά και μακαρίως στο αυτάκι του εν λόγω Παπαδίτσα) «still Blick», το «σιωπηλό βλέμμα, το επίμονο», αυτό είναι που μας κάνει να καταλάβουμε –όχι διά λόγου πια, αλλά με οξυμένο το αισθητήριο–, μας κάνει όχι να γνωρίζουμε αλλά να αιστανθούμε, όχι να ξέρουμε αλλά να νιώσουμε –να δούμε και ν’ ακούσουμε– ότι «της ησυχίας τα ορύγματα…» [να η εξόρυξη του «κοιτάγματος/κοιτάσματος»] «…είναι κεραύνια», κι αν μες στον κεραυνό αυτόν, τον εντελώς (ή ατελώς;) μεταφυσικό, ο άνθρωπος δεν είναι παρά δέντρο-δεντρί-δεντράκι (σύμφυτο με τον απογυμνωμένο μίσχο του λόγου του), να καταλάβουμε, να νιώσουμε, να δούμε και ν’ ακούσουμε, ότι καθώς ψηλώνει (κατά Παπαδιαμάντη κι Ιωάννη) σε «ανήσυχα περάσματα» θα δέρνεται, τα περάσματα «της σκόνης που ανεβαίνει από τα κοιμητήρια» και χώνεται μέσα «στην καταιγίδα».
Το σπονδυλωτό ««Ἐν Πάτμῳ» του Παπαδίτσα έχει έντεκα σπονδύλους-αναβαθμούς, έντεκα σκαλοπάτια, σαν σκάλα, σαν κλίμακα αποστολική δώδεκα πλην του Ιούδα αποστόλων, σαν κλίμακα του άλλου Γιάννη, του Σιναΐτη – πολλές και πολλοί θα πέσουν και θα πέφτουν απ’ τη σκάλα, αλλά «τώρα», μας λέει στο καταληκτικό, πεζότερο «επιμύθιο», «μπορώ να σας προσκαλέσω» [να την ανεβείτε;] «γιατί κι εγώ όσο ήμουν τιποτένιος έκρυβα το πρόσωπό μου», κι εκεί, στο τελειωτικό «πρόσωπό μου», δεν βάζει τελεία: αυτό είναι το διαρκώς και εις το διηνεκές ανοιχτό πρόσωπο του και της ανθρώπου, αυτό, το ότι μπορεί πάντα και διαρκώς να γίνεται –κατά το «ἐγενόμην»–, να γίνεται σαν αοριστικό δάνειο προς το «είμαι» του, να γίνεται όχι από τις συνθήκες –κατά το «ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ, τῇ καλουμένη Πάτμῳ»– αλλά από τη δικιά του τη βούληση, που βούλεται, εν βλέμματι σιωπής, να συσταλεί –να συστείλει το λόγο του κι έτσι να τον διαστείλει, χωνεμένο, ως την αίσθηση– κατά το δεύτερο «ἐγενόμην» του Ιωάννη, το πιο αποκαλυπτικό, το «ἐγενόμην εν πνεύματι» – έτσι, με το «π» μικρό γιατί είναι ολωνών μας!
Να πώς τα χτίζει τα σκαλοπάτια του ο Παπαδίτσας (ελλειμματική εξ ανάγκης η σκάλα γιατί δεν χωράει εύκολα εδώ – αλλά μήπως χωράει ποτέ εύκολα ετούτη η σκάλα του αχωρήτου, ετούτη η που διαρκώς και πάντα προχωράει;):
Από την εισαγωγή, πεζῇ:
«…μου δόθηκε μια ελευθερία λόγου και ήχων ώστε να δύναμαι, ψαύοντας ουράνια μεγαλεία, να ψιθυρίζω και να μένω ταπεινός. […] Να κάτι που δεν είχα υπολογίσει: τα ποιήματα αυτά είναι μικρές κατά διαλείμματα σιωπές, που ανάμεσά τους παρεμβάλλονται περίοδοι στοχασμών και άσκησης. Έτσι αρχίζω να καταλαβαίνω πως με τον καιρό, χωρίς να ’χει φθαρεί, το πάτμιο βίωμα μέσα μου μεταχωρεί από επίπεδο σε επίπεδο κι από βάθος σε βάθος σε μια κατάσταση ανυπαρξίας και οδυνηρής ύπαρξης μαζί, σιωπής και μαζί απολύτου λόγου, που δεν είναι ούτε μέσον ούτε έκφραση, αλλά συστατικό ‘ομοούσιον’ του ποιητικά γίγνεσθαι και υπάρχειν. Μιλούνε για κινδύνους, ιδού ένας κίνδυνος: το άνθος του λόγου στη διαρκή του προέκταση απογυμνώνεται σε μίσχο που τρέμει μέσα στο αχανές και νοσταλγεί την προϊστορική του αφετηρία, τον άλλο συντελεστή του, τον ποιητή».
Έπειτα:
ἐγενόμην
I
Η μικρά σκέψις ως κρώζον πτηνό
Εκ του ύψους σκοπεύει τη σάρκα
Το ξηρό δέντρο
Η σκληρή πέτρα που ελαξεύθη
Απ’ το ακαταμάχητο όνειρο
Και στην Πάτμο ανεστράφη η καρδία
Και μαράθηκε το άνθος το πικρό
Ω ξηρό δέντρο διάφανο
Δια να βλέπομεν άστρα
Δια να βλέπομε πίδακες κίτρων
Και εις κόπρον αλόγων
Σπόρους δασών
Δια να βλέπομε σύννεφα
Και ρομφαίες ψιθύρων
[…]
Και η μικρά σκέψις
Μη ομοιάζουσα πλέον με πτηνό
Απέκτησεν ιριδισμούς που έφεγγαν
Και ούτω αι καρδίαι του πλήθους
Ωμοίαζαν με κατοικίες αλιέων
Τη νύχτα
Και όπως του φοίνικος
Ο χρόνος αφαιρεί τους κλάδους
Και ανέρχεται ο κορμός του
Εν μέσω ηλίου και ανέμων
Της διανοίας παρομοίως
Συνέβη η άνοδος
[…]
Χ
Ήταν η οργή που κραύγαζε
Κι ανέβαινε η πραότης
Απέραντη απ’ το στήθος
Μέσα της ο μεγάλος
Μίσχος μονήρης έτρεμε
Κι ανύπαρχτος ευώδιαζε
Τα ουράνια
Τ’ ανύπαρχτα, που θεία
Και βροντερά σκοτείνιαζαν
Χρώματα αιθρίας
Ποιος ανακράζει μόνος
Χωρίς ο ουρανός
Να περάσει το σώμα του
Άγνωστος
Και ποιος δεν έγινε άνεμος
Στον άνεμο, ποιος δέντρο
Στο δάσος; ως δι’ εσόπτρου
Βλέπουμε να διαβαίνει
Ο τρέμων μίσχος
ΧΙ
Α, πόσα έγκατα διάβασε
Ο επίορκος νους κι ο ίσκιος
Στα ιώδη βραδιάσματα
Άγνωστος πάνω σε άγνωστες
Πέτρες κάθονταν
Κι άνοιγε τα κρησφύγετα
Της ησυχίας, μα ο κίνδυνος
Του θείου σεισμού ενεδρεύει:
Της ησυχίας τα ορύγματα
Είναι κεραύνια
Μα ο κίνδυνος ο άλλος
Να ’ναι από μέσα ο άνθρωπος
Δέντρο, δε λιγοστεύει
Όταν της τρυφερής
Ανοίξεως οι κερήθρες
Τον ανυψώνουν
Στ’ ανήσυχα περάσματα
Της σκόνης που ανεβαίνει
Από τα κοιμητήρια
Στην καταιγίδα.
Και στο επιμύθιο:
…Τώρα μπορώ να σας προσκαλέσω γιατί κι εγώ όσο ήμουν
τιποτένιος έκρυβα το πρόσωπό μου
(Από το ποίημα ««Ἐν Πάτμῳ» που κυκλοφόρησε ως αυτοτελής συλλογή το 1964)
Δήμητρα Κατιώνη
Εκείνο που με βρήκε
Έφηβο μες στον άντρα και δειλό στον ήρωα
Στοχαστικό να κινδυνεύει έξι μερόνυχτα μέσα στις καταιγίδες ενός άγνωστου προσώπου
Που παρασταίνει ή μπορεί να ‘ναι ο καθρέφτης διψασμένων αβύσσων που με δείχνει εκατόχρονο
Να ξεζαρώνει από μεθυστικές αναπνοές κι από χνουδάτα χαιρετίσματα χαδιών
Που φυτεύουν ζουμερά χορτάρια σε μακάριους ύπνους
Εκείνο που γύρισε και με βρήκε με λιωμένο γύρω-γύρω μυαλό
Απ’ το πιο αναμμένο όνειρο, φίδι ή αηδόνι μού τό’ δωσε η τύχη
Να λιγοστεύω μέρα με τη μέρα σε βαθιές λιακάδες
(Δ.Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, 2, εκδ. Γνώση, 1981, σ. 53)
Η αποστολή, να βρεις ανάμεσα στα ποιήματα του Παπαδίτσα το αγαπημένο σου, είναι δύσκολη. Τα ποιήματά του είναι τόσο ειλικρινή, που μοιάζουν να μιλούν όλα για σένα. Από εσένα. Διάλεξα σχεδόν στην τύχη.
Το ποίημα είναι άτιτλο. Είναι ανώνυμο. Αγαπώ τα σταυρωμένα του χέρια. Τον ήρεμο αναστοχασμό του και την χωρίς ηθικά πρόσημα ψυχή του. Αγαπώ ότι κοιτά πίσω κι ότι βλέπει εκεί το όνειρο. Πίσω δεν υπάρχει ό,τι έγινε, ό,τι δεν έγινε, μα ένας άνθρωπος που θέλησε, που γλυκάθηκε, που ζεστάθηκε, που τρόμαξε, που δεν τα κατάφερε, μα δεν απέτυχε.
Συνομιλεί με την ψυχή του ο ποιητής, όμως Εκείνο, το Εκείνο, δεν είναι του Φρόιντ, μα ένα τρυφερό προσωνύμιο συμφιλίωσης με ό,τι μέσα σου κατά καιρούς σε εξόργισε, σε διέλυσε, σε απογοήτευσε.
«Τα ποιήματα», λέει ο Παπαδίτσας, «όπως και τα νησιά, είναι οι προς τον ουρανό συνέχειες του βυθού»*. Η παρήγορη αυτή προς τα πάνω κατεύθυνση παράγεται στο ποίημα αυτό, στο ποίημά μου, από μιαν άφεση του γράφοντα σε ό,τι έγινε και σε ό,τι είναι γραμμένο, από μία ανακωχή ανάμεσα στο φίδι και στο αηδόνι. Και από την παραδοχή ότι οι λιακάδες μπορεί να είναι βαθιές σαν βυθοί, σαν χαρακώματα, σαν τάφοι ίσως, μα πάντα είναι όμορφες, δηλαδή σε συγχωρούν και σε χωράνε. Το οποίο είναι πάνω κάτω το ίδιο. Στις λιακάδες αυτές αφήνομαι και ευχαριστώ τον ποιητή που φώτισε με δικά του λόγια την δική μου ψυχή και με βοήθησε, επειδή πρώτος αυτός το έκανε, να λιγοστέψω.
* Δ.Π. Παπαδίτσα, Ως δι’ εσόπτρου, Αστρολάβος-Ευθύνη, 1989
Δήμητρα Κωτούλα
«Η μικρά σκέψις ως κρώζον πτηνό»
«Σάψιλα – Πάτμος
20 Οκτωβρίου 1962, ώρα 10 π.μ.
Νώντα,
Αυτό το ποίημα δένεται μ’ ένα συγκλονιστικό γεγονός. Μετά το γράμμα που σου‘γραψα, έφυγα τελείως νηστικός και μετά δεκαπεντάλεπτη πορεία βρέθηκα στο σπήλαιο της Αποκάλυψης. Εις την αριστερά του πλευρά βρίσκεται θέσις όπου εκάθονταν ο Ευαγγελιστής. Εις το σημείο που ακουμπούσε το κεφάλι του παραμένει εντύπωμα επί του σκληρού βράχου (εκ γρανίτου), όπου διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και εις απόστασιν 50 εκ. μικρό βαθούλωμα, που εχρησιμοποίει ως χειρολαβήν. Εις την οροφήν διακρίνονται τρεις ρωγμαί, αίτινες συναντώνται εις ένα σημείο. Εκ του σημείου αυτού βγήκε η φωνή του Θεού. Μόλις άγγιξα το σημείο αυτό (σχηματίζεται και σταυρός, Μυστήριο!), ο καλόγερος μου είπε: «Μπορώ να σας αφήσω μόνον, γιατρέ, γιατί πρέπει να υπάγω στο μοναστήρι που με ζήτησε ο ηγούμενος;». Κάθισα επί τόπου, ακούμπησα στο περβάζι ενός μικρού παραθύρου και έγραψα αυτό που μου υπαγορεύθη στην καθαρεύουσα. Στην αρχή ήμουν πολύ ήρεμος, σιγά-σιγά όμως οι στίχοι άρχισαν να με κατακλύζουν, για να σταματήσω στο τέλος, πέφτοντας μέσα μου η πιο θορυβώδης σιωπή. Είχα να γράψω απ’ τον Απρίλιο».
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον μυστικό και τον άγιο, σημειώνει ο Σιοράν, ρουμάνος στοχαστής που πολιτογραφήθηκε γάλλος, είναι ότι ο πρώτος σταματά στην εσωτερική ενόραση ενώ ο δεύτερος προβαίνει στην πράξη της. Επομένως, η ειδοποιός τους διαφορά έγγειται στον τρόπο με τον οποίο «πολιτεύονται», στον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται την εσωτερική τους οδοιπορία: και οι δύο βλέπουν τη φωτιά, γεύονται τις φλόγες της, αντηχούν τις συνηχήσεις της, αλλά ενώ ο γνήσιος μυστικός σιωπά, ο άγιος, συχνά σε πείσμα της ίδιας της φύσης του, επιμένει πεισματικά να την περιγράψει (λεπτομερώς ενίοτε). Ομοίως και ο ποιητής, όπως εδώ ο Ιωάννης Θεολόγος –ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Αποκάλυψη πρωτίστως δεν είναι παρά ένα ποίημα– αλλά και ο ποιητής-γιατρός Δ. Ν. Παπαδίτσας. Το παραπάνω απόσπασμα περιγράφει στον αδερφικό του φίλο, τον λογοτέχνη Ε. Χ. Γονατά, τις συνθήκες συγγραφής του ποιήματός του «εγενόμην» από τη συλλογή Εν Πάτμω (Αθήνα: Πρώτη Ύλη, 1966).
Όμορφο, θα πει η Σιμόν Βέηλ, γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια, είναι το ποίημα που συμβαίνει ενόσω η προσοχή μένει στραμμένη προς το-αδύνατον-να-εκφραστεί. Αλλά ακόμη κι όταν αυτό εκφραστεί, όπως εδώ στην περίπτωση του Παπαδίτσα, ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι το αποτέλεσμα δεν είναι όμορφο;
εγενόμην
Η μικρά σκέψις ως κρώζον πτηνό
Εκ του ύψους σκοπεύει τη σάρκα
Το ξηρό δένδρο
Η σκληρά πέτρα που ελαξεύθη
Απ’ το ακαταμάχητο όνειρο
Και εις την Πάτμο ανεστράφη η καρδία
Και μαράθηκε το άνθος το πικρό.
Ω ξηρό δένδρο διάφανο
Δια να βλέπωμεν άστρα
Δια να βλέπωμε πίδακες κίτρων
Και εις κόπρων αλόγων
Σπόρους δασών
Δια να βλέπωμε σύννεφα
Και ρομφαίες ψιθύρων
Η στενωπός εκ της καρδίας κατέβαινε
Κι ανέβαιναν αύρες
Ως διάφανα όνειρα
Κι από των παραθύρων τα ολάνοιχτα βλέφαρα
Έχυναν μέσα
Γλυκείς στεναγμούς των αγίων
Γραίες εβάδιζαν, παιδία
Επί του λιθοστρώτου έγραφαν τους ήχους
Του μέλλοντος
Οι όρχεις των λιμνάζοντα ύδατα
Ενώ τα φύλλα εδρόσιζαν
Τα γόνατα των απομάχων
Και η μικρά σκέψις
Μη ομοιάζουσα πλέον με πτηνό
Απέκτησεν ιριδισμούς που έφεγγαν
Και ούτω αι καρδίαι του πλήθους
Ομοίαζαν με κατοικίες αλιέων
Τη νύχτα
Και όπως του φοίνικος
Ο χρόνος αφαιρεί τους κλάδους
Κι ανέρχεται ο κορμός του
Αν μέσω ηλίου και ανέμων
Της διανοίας παρομοίως
Συνέβη η άνοδος.
Στέλλα Βοσκαρίδου
Το «πνεύμα της αληθείας» ως ποιητικό πρόβλημα
Μερικές φορές, καθώς λέω μια προσευχή, σταματάω σε κάποιες λέξεις ή φράσεις. Κάνω εκεί μεγάλες στάσεις, συνομιλώ μαζί τους και αυτές παίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι, ή μάλλον αισθάνομαι την πίστη. Την πίστη σε ό,τι μας υπερβαίνει, την πίστη στο πανταχού παρόν, την πίστη σε ό,τι περνάει μέσα από το κακό πασχίζοντας να το μετουσιώσει σε καλό, σε αγάπη. Σκέφτομαι τότε πόσο καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο προσδιοριζόμαστε μεταφυσικά τα γλωσσικά σχήματα που χρησιμοποιούμε στις προσευχές μας. Πόσο σηματοδοτούν τη μεταφυσική μας υπόσταση οι τρόποι με τους οποίους βάζουμε σε λόγια το «πνεύμα της αληθείας», για να χρησιμοποιήσω μια φράση που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της δικής μου πίστης. Σκέφτομαι τον Θεό και την ανθρώπινη πίστη ως ένα ποιητικό πρόβλημα× ως το κατεξοχήν, ίσως, ποιητικό πρόβλημα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, κάποια ποιήματα-προσευχές τα δέχομαι ως ανεκτίμητα δώρα για τον τρόπο που διευκολύνουν αυτή τη συνομιλία, για τον τρόπο με τον οποίο δίνουν σχήμα σε αυτό που μας ξεπερνά, στο θαυμαστό και στην πηγή τής χωρίς τέλος αγάπης. Από τη συλλογή του Δ. Π. Παπαδίτσα, Παράθυρο, του 1955, διαβάζω τα δύο τελευταία ποιήματα, που λειτούργησαν ακριβώς έτσι – ιδιαίτερα μέσα από κάποιους στίχους τους.
Από τη συλλογή Το παράθυρο, 1955:
IV
Το δωμάτιο με το ένα παράθυρο
Με το ᾽να δέντρο έξω βουλιαγμένο στην αστροφεγγιά
Η αστροφεγγιά με το βάρος της πάνω μου
Η σκληρή προσφυγή σε σένα Κύριε
Η θέληση γονατισμένη στα πόδια σου
Το πρόσωπο που γαληνεύει αργά-αργά
Όπως το πυρωμένο σίδερο στον αέρα
Η ψυχή σα δάσος που πήρε φωτιά
Και τα ζώα ζωσμένα απ᾽ τις φλόγες
Θρηνωδούν
Κύριε βγάλε από μέσα μου
Τον κακό άνθρωπο, δίνε του κάθε μέρα κάτι να σκοτώνει
Ή άφησέ τον
Σαν ένα πυρωμένο σίδερο να σβήνει
Απ᾽ την δροσιά μου
Κάποτε τα χέρια μένουν στο δρόμο
Σα να ξεκολνούν από το βάρος μιας θωπείας
Κάποτε η αγάπη σαν πουλί τρομαγμένο
Από μια τουφεκιά, ξαναπηγαίνει στον ουρανό της
Κύριε ξαναδώσ᾽ μου τα χέρια
Γιατί έχω να χαιρετίσω τόσους φίλους
Κι ας έλθει πάλι η αγάπη, τόσο πολύ
Θέλει η ψυχή μας κάτι από ψηλά
Οι σκέψεις να ᾽ναι ακίνητες σαν ακατοίκητα σπίτια
Να ρωτάς το χτες και το παρόν να σε προτρέπει να αντι-
λαμβάνεσαι το σώμα σου αλλαγμένο
Σάμπως να φύσηξε ένα στόμα
Και μοναμιάς να του έσβησε το φως
Κύριε δώσε ξανά το φως στο σώμα
Τόσο πολύ θέλει το σώμα κάτι από ψηλά.
V
Το λέω ξανά είμαι μόνος
Σα μια μόνη πατημασιά ανθρώπου σε δάσος
Είμαι μόνος σα δάχτυλο σε χέρι
Που η μηχανή τού πήρε τα άλλα τέσσερα
Αν ήμουν σταγόνα θα ᾽χα σβήσει στα έγκατα διψασμένης γης
Δεν είμαι όμως σταγόνα
Είμαι μικρή πέτρα ίσως πολύτιμη
Που ο καιρός την κάμνει άμμο
Και βλέπω το σχήμα της και τη λάμψη
Και τη σκληρότητά της
Και το βάρος της να γίνονται άμμος
Το λέω ξανά
Στην καρδιά μου είναι μια προσευχή
Όμως μένει μέσα
Ας ήταν τώρα που δεν υπάρχει στόμα να ᾽χα μια μαχαιριά
στο πλευρό
Να βγει από εκεί σαν τρυφερό κορίτσι
Η προσευχή.
Θοδωρής Χιώτης
Συναρμογές των αισθήσεων
Φαινόμενα [απόσπ.]
1
Ο χαλαζίας αναμετράει χιλιάδες μίλια απ’ τη φωνή ώς την ερωτική κρωξιά του
φρύνου
απ’ τη φωνή ώς τη βουβή απόκριση ότι πέθανα δέκα χιλιάδες φορές
χωρίς ούτε μια να λάμψω (εγώ όμως ξέρω το πρωί τί είμαι
και ξέρω το πολλαπλάσιό μου ότι έρχεται απ’ αλλού και προς αλλού πάει, μαζί και
η άγνωστη αρτηρία μου και η δνοφερή της απειλή)
Το ένα κι ένα κάνει δύο το διαψεύδει η αφή μου
το μυαλό μου είναι ο διαιρέτης του πέντε και του εφτά
τί όμως σημαίνει πέντε ή εφτά τίποτα δεν μου το λέει
ούτε το ιλιγγιώδες κλάσμα που με συμπληρώνει
Γι’ αυτούς όλους τους λόγους περιφέρομαι στην Τροία και οσμίζομαι του Αίαντα το
αίμα
Με το να λέω «ον» δεν σώζω κανένα δέντρο κι ούτε το φυτεύω
κι ούτε μιγνύω το είναι μου στη φωτοσύνθεση
γίνονται μόνο ερωτικά τα μάτια μου και με γδέρνουν θηλυκά νιάτα
Οι στίχοι μου λένε ότι είναι αστρικοί μα όποιος τους βλέπει τα χαράματα είναι
φαιοί αρουραίοι που τρυπούν τη χαρά
Περιφέρομαι λοιπόν στην Τροία μακρυμάλλης Αχαιός ή ξυρισμένος Αρπαλίων
Έκτωρ στην καρδιά και Διομήδης στο χέρι, αλαλάζω κι αλαλάζω
Ο Κάλχας —φωνάζω— αχ ο Κάλχας ο ψεύτης,
κι ο Κάλχας είμαι εγώ
Και βροντούν μες στο θάνατο οι πανοπλίες που τις σκυλεύει ο αδελφός
κι ο αδελφός είμαι εγώ
Κι άκουσα τότε ένα τικ τακ, κι ήταν η τελευταία φορά που ρώτησα αν ήταν η
καρδιά μου ή αν ήταν μια παλλόμενη ραδιοπηγή ή το τικ τικ τικ της φωτοσύνθεσης
αν ήταν της σμυρτιάς η φλούδα ή ένα βουνό που πρόκειται να σπάσει σε δέκα
αιώνες
Περιφερόμουν λοιπόν στην Τροία όπως περιφέρομαι τώρα σε νησιά αχρηστεύοντας
κάθε συμβατική μου συμπεριφορά και πρώτα απ’ όλα χειρονομίες και λόγια
και τα βαθιά μου τα μάτια που κλείνουν το φεγγάρι τους καθρεφτισμένο
Αν θέλω να δείξω ότι τώρα έφτασα από κάπου, δεν θέλω να μου το πουν ούτε οι
μικρές ρυτίδες των ημίκλειστων ματιών των άλλων, ούτε τα χρώματα, ούτε οι
αδιόρατες εκκρίσεις που συρρικνώνουν μέχρι δακρύων τα χείλη
απλώς δανείζομαι το δολιχόσκιον έγχος του Ατρείδη
φαντάζομαι θαμμένα γέλια Δρυάδων σε απάτητες χαράδρες
κι αυτό σημαίνει «έφτασα από κάπου» χωρίς να το αποδείχνουν μ’ όλους τους τρόπους
τους οι άλλοι˙
κι όχι μονάχα έφτασα από κάπου, αλλά το κορμί μου ξαναγεννημένο αχολογάει στις
επίγειες κερήθρες του και στο άσβηστο μυαλό μιας Βάκχης
αχολογάει ζωές επερχόμενες
Σήμερα είναι η χιλιοστή μέρα που τα χέρια μου ζεστάθηκαν σε δάση παλαιολιθικά
ω πόσο με καινούριες αισθήσεις συνδαυλίζω τον κόσμο
Ανακάλυψα το αριθμητικό μου αντίστοιχο, βρήκα τα νιτρικά μου σφαιρίδια και τα
σθένη του άνθρακα,
σαλέψανε στις δρασκελιές μου φτέρες κι εκατομμύρια δροσοστάλες,
ο νους μου είναι ο πρώτος κεραυνός που ορθάνοιξε τα μάτια ενός βρέφους
είναι το αντίβαρο αναπόφευκτων κύκλων
Όλα τα ζώα και τα πετρώματα μ’ έχουν δικό τους σαν να ’χω βγει από μέσα τους
οι κομήτες και τα λουλούδια με κάνουν θρήσκο
Είμαι πια αγνός
και τα φυλλοκάρδια μου διαιωνίζουν τη ζωή
[...]
1981
Στο συγκεκριμένο ποίημα του Παπαδίτσα, επιτελείται η βασική λειτουργία της ποίησης: καταλύονται τα όρια που διαχωρίζουν τον μύθο από την πραγματικότητα, το οργανικό από το μη-οργανικό, και πλέον ο χώρος και ο χρόνος μοιάζουν να καταρρέουν ο ένας μέσα στον άλλο. Στο ποίημα πλέον μοιάζει να μας απευθύνεται η ίδια η Γλώσσα και όχι ο ποιητής. Με αυτόν τον τρόπο, το ποίημα δημιουργεί ριζώματα που μας επιτρέπουν να βιώσουμε όχι μόνο άλλες, πιθανές ζωές αλλά και διαφορετικούς τρόπους συναρμογής των αισθήσεων μας: στο ποίημα του Παπαδίτσα, ακόμη και η πιο μικρή μονάδα ύλης έχει τη δική της αυτονομία και μοναδικότητα και δεν μπορεί να αρθρώσει λόγο παρά μόνο με τον δικό της τρόπο.
Ευσταθία Π. (τρία έπσιλον)
Ο άνθρωπος ως εξισορρόπηση της φρίκης
Το όνομα του Δ.Π. Παπαδίτσα το άκουσα πριν 10 περίπου χρόνια, πρώτη –και ίσως μοναδική μέχρι να λάβω την πρόσκληση για το «Με τα λόγια (γίνεται)»– φορά, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Φιλολογία. Η ακριβής φράση, όπως την ανακαλώ, ήταν «Παπαδίτσας, υπερρεαλιστής» στα πλαίσια της συζήτησης για τις Μεταπολεμικές Γενιές στην ποίηση. Οπότε, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν τον «ξαναδιάβασα» για την εκδήλωση, αλλά τον διάβασα για πρώτη φορά εξ αιτίας αυτής. Μπήκα στον τόμο των Απάντων του ως αναγνώστρια, χωρίς να ψάξω περισσότερες πληροφορίες για το ποιος είναι και το τι γράφει, αφήνοντας στην άκρη τη φιλολογική προσέγγιση. Και έτσι βυθίστηκα, μαγεύτηκα από ένα σύμπαν πολύ κοντινό και οικείο. Αν μου έλεγε κάποιος ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν τώρα, θα τον πίστευα, γιατί περνούσα από το ένα στο άλλο, χωρίς οριακά να κοιτάζω τους τίτλους τους, καθώς και αυτούς των συλλογών. Αρχικά είχα διαλέξει ένα κομμάτι από την ευρύτερη σύνθεση Εν Πάτμω: το πρώτο, που παρουσιάστηκε ήδη. Ωστόσο, το αγαπημένο μου τμήμα είναι το πέμπτο, μέσα στο οποίο βρίσκω κάτι το πολύ πραγματικό, μια συνθήκη φρίκης που εκτυλίσσεται μέσα στο τοπίο και ταυτόχρονα μια έντονη συμμετοχή του ανθρώπου ως εξισορροπητική δύναμη στα όσα συντελούνται. Πρόκειται ίσως για μια αντι-αποκάλυψη, ένα τοπίο καταστροφής στην ποιητική του, όπου όλα ωστόσο συνεχίζουν να υπάρχουν, χωρίς καμία λύση να δίνεται, πέρα από τη συμμετοχή του ανθρώπου στα γεγονότα.
Στα νησιά οι
αμέτρητοι
Θάνατοι κι οι νηστείες
Που της διάνοιας πότιζαν τη ρίζα
Μα εσένα σκόνη ανάλαφρη
Στα νησιά πάλι σ’ έρριχναν
Κύκλοι αστραπής
Όταν από τις θύρες
Του ορίζοντα δραπέτευσε
Η αστροφεγγιά και τότε
Τα νησιά καθώς άγγιζε
Κύκλοι αστραπής τη σκόρπιζαν
Και πάλι σκόνη
Κι όταν γεμίζει η
σκόνη
Κάθε ρωγμή κι ανοίγουν
Της ησυχίας τ’ άνθη
Τι θέλει ο νους ο αχάριστος
Και δραπετεύει
Κι από ‘να στόμιο
σκοτεινό
Περνάει ρομφαία το ψύχος του
Και τ’ ουρανού τα δώρα
Τα παγώνει;
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Σήματα και συνοδοί
Ξαναδιαβάζοντας όλο το ποιητικό του έργο, που εκτείνεται επί 40 χρόνια και πλέον (από το 1943 έως και το 1986), είδα πως τα ποιήματα που περισσότερο με ενδιέφεραν και με έθελγαν, συγκεντρώνονταν κυρίως σε μια πρώτη περίοδό του· έως το 1962: 17 ποιήματα. Από δε την περίοδο 1964-1974, άλλα 4 μόνο. Αναλογιζόμενος ποια να διαλέξω εντέλει, συνειδητοποίησα πως υπήρχαν 3 ποιήματα της περιόδου 1951-1962 που μιλούν για τον έρωτα, την μοναξιά και την μνήμη. Κι εμφανίζονται, και στα τρία –πάλι εξεπλάγην, ενώ δεν θα έπρεπε πια– πουλιά (και φυτά): ως σήματα της δικής μας ύπαρξης, και ως συνοδοί της δικής μας ζωής.
Από το Α’ μέρος της Περιπέτειας (1951-1953), το έβδομο ποίημα· από τα Νυχτερινά (1956), το τέταρτο ποίημα· τέλος, ίσως το πιο αγαπημένο μου, το «Πίσω από κάθε πόρτα» από τις Ουσίες (1959-1962).
Τα παραθέτω εν σειρά, για να διαπιστώσετε κι εσείς τον μεταξύ τους διάλογο:
Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των
πουλιών
To
να ψάχνειστα μάτια των άλλων νά ’βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα
Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δεν μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ ΄τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο
Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.
~
Από πού έρχεται η νύχτα; πώς μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντάς με να με στεγνώσεις
Σα νά ’μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;
Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω
μου με χιλιάδες καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.
~
Υπάρχει ένας τόπος από τραγούδι
Υπάρχουν για τη φωνή μας υποσχέσεις
Όχι από θάνατο ούτε από ρέμβη
Χέρια αγαπημένα καθώς ακουμπούν στο μέτωπό μας
Βλέμματα που σαλεύουν μέσα μας όπως πουλιά στον ουρανό
Αφήνοντας το ρίγος μιας τωρινής ευτυχίας
Αν αύριο μ’ εύρισκες αμίλητον
Στερημένο κι από σκιά δέντρου ακόμα
Στο δέρμα μου θα κάρπιζε ο αλλοτινός καιρός
Θα με πλησίαζες και θα έφευγες με την ανάμνησή μου
Νά γιατί τα βήματά μου τ’ ακούς σε κάθε
σκάλα
Και πίσω από κάθε πόρτα
Στέκομαι χτυπώντας.
Μα ας κλείσουμε με τα λόγια του ίδιου του ποιητή:
«Η ποίηση είτε το πει κανείς αμέσως είτε απλωθεί σε τόμους είναι αυτό το ίδιο το πνεύμα και η διάρκειά του μέσα στα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας. Τα ποιήματα όπως και τα νησιά είναι οι προς τον ουρανό συνέχειες του βυθού.»
(«Για μια ποίηση (σκέψεις, αποσπάσματα, σχεδιάσματα)», Ποίηση, 2 (1964-1974), εκδ. Γνώση, 1981.)
~
O Ορφέας Απέργης γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Πιο πρόσφατο, έκτο ποιητικό βιβλίο του: Τύφλαντ (εκδ. Νεφέλη, 2023). Κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του Η Επιτροπή (εκδ. Νεφέλη, 2021· με το ψευδώνυμο Αλέκος Σμπαρούνης) και, σε μετάφρασή του, το λυρικό δράμα Ελλάς του Shelley (εκδ. Gutenberg, 2021).
H Ειρήνη Βακαλοπούλου γεννήθηκε το 1982 στην Θεσσαλονίκη. Είναι ποιήτρια και υποψήφια διδάκτωρ του τμήματος της Κοινωνιολογίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.
Η Στέλλα Βοσκαρίδου (γ. 1981, Λεμεσός) έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αναγέλαστα, Των Γεναικών τζαι των Σκαλαπουντάρων (εκδ. Τεχνοδρόμιον, 2013), ΦόΒ, Υπογλώσσιο Νυχτερινό (εκδ. Τεχνοδρόμιον, 2015) και Μικρομηχανισμοί (εκδ. Εντευκτήριο, 2022). Κείμενά της περιλαμβάνονται, επίσης, σε ανθολογίες, έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά.
Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης γεννήηκε το 1967 στην Αθήνα, όπου και ζει. Τέσσερα βιβλία ποίησης· πιο πρόσφατο: Ρινόκερως (εκδ. Καστανιώτη, 2020). Συμμετοχή σε δύο βιβλία δοκιμίων· πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη – Η καλλιτεχνική πράξη ως διεργασία γνώσης (εκδ. ΦΡΜΚ, 2020). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “[ΦΡΜΚ]”· ιδρυτής και επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων “Με τα λόγια (γίνεται)”.
Η Δήμητρα Κατιώνη γεννήθηκε το 1983 στην Καβάλα. Από το 2001, ζει στη Θεσσαλονίκη. Πιο πρόσφατη, η τρίτη της ποιητική συλλογή Ζώα - Φυτά (εκδ. Κέδρος).
Η Δήμητρα Κωτούλα εργάζεται ως αρχαιολόγος/ιστορικός τέχνης και είναι ποιήτρια. Το 2025, κυκλοφόρησε η τέταρτη συλλογή της, Λάμια (εκδ. Πατάκη).
Ο Στέργιος Μήτας έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Έμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων (εκδ. Μικρή Άρκτος, 2013) και (μαζί με τους Θ. Ρακόπουλο και Α. Ψάλτη) Ξέρετε το τέλος (εκδ. Αντίποδες, 2017).
Η Ευσταθία Π. γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Φιλολογία και Γενική Συγκριτική Γραμματολογία. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, Γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας, έλαβε το βραβείο ανέκδοτης συλλογής των εκδόσεων Θράκα για το 2022, καθώς και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου/ης στην ποίηση «Γιάννης Βαρβέρης» από την Εταιρεία Συγγραφέων.
Ο Θοδωρής Χιώτης επιμελήθηκε την ανθολογία Futures: Poetry of the Greek Crisis (εκδ. Penned in the Margins, 2015) με μεταφράσεις του συγχρόνων Ελλην/ιδ/ων ποιητ/ρι/ών. Οι δημοσιεύσεις του στα αγγλικά περιλαμβάνουν τα: Screen, limit.less: towards an assembly of the sick, Counterfactual και alloys – ενώ αναμένεται το πρώτο του ελληνικό βιβλίο, κράμα (εκδ. ΦΡΜΚ).
*** Πατήστε εδώ για τα περιεχόμενα του τεύχους ***


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου