Ευσταθία Παλιοτζήκα
Μύθοι μισοί: εναλλακτικές των μύθων και της ευτυχίας
Λένια Ζαφειροπούλου, Φύση μισή – Τα χειρόγραφα από το σπίτι του λόφου (εκδ. Πόλις, 2024)
Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο της Λένιας Ζαφειροπούλου φέρνει τον λόγο της ποίησης πιο κοντά στις ρίζες του δράματος και της προφορικής παράδοσης. Φόρμα θεατρική, ποιητικοί μονόλογοι με έντονη μουσικότητα, ένας ετερόκλητος χορός από ζώα. Τα κεντρικά πρόσωπα: η Κυρά, ο Χωρικός, ο Κυνηγός και η Χήνα με τα χρυσά αυγά.
Η Ζαφειροπούλου προτάσσει στην αρχή του έργου της την ταυτότητα ενός θεατρικού έργου: Πρόσωπα και Σκηνή. Στην ίδια κατεύθυνση συγκλίνουν και οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων, οι οποίοι μας προϊδεάζουν για το τι θα ακολουθήσει σε κάθε μέρος,[1] ενώ την ίδια στιγμή ο υπότιτλος του βιβλίου Τα χειρόγραφα από το σπίτι του λόφου παραπέμπει περισσότερο σε ημερολογιακές καταγραφές, προσδίδοντας μια διάσταση αντικειμενικότητας σε όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Πράγματι, στο τέλος της ενότητας 28, η οποία κλείνει το έργο, βλέπουμε το παιδί, καρπό του ερωτικού τριγώνου του μύθου, να τοποθετείται στη θέση του συγγραφέα/καταγραφέα της ιστορίας αυτής, ενώ ενημερωνόμαστε για τη μετέπειτα τύχη των χειρογράφων (ΦΜ110-111). Ταυτόχρονα, στο Σημείωμα της σελίδας 113 η Ζαφειροπούλου μας ενημερώνει πως οδηγήθηκε στην επιλογή του κεντρικού μύθου από το βιβλίο Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον της Σέλμα Λάγκερλεφ. Αποτελεί άραγε η ύπαρξη του γιου και των χειρογράφων του ή η παράθεση της πηγής ένα απαραίτητο στοιχείο για να προσεγγίσει κανείς το έργο της ή είναι απλά αναγκαία στοιχεία μιας πλαισίωσης της σύνθεσης του έργου, κάτι που έχουμε δει αντίστοιχα να συμβαίνει στο προηγούμενο έργο της; Η χρήση του διακειμένου είναι διαφορετική, τόσο από την Αίθουσα των χαμένων βημάτων (Πόλις, 2019) όπου το διακείμενο λειτουργεί κομβικά στην κατανόηση του συνθέματος όσο και από το Σκληρό να σκοντάφτεις σε πέτρες (Πατάκης, 2016) όπου και πάλι η γνώση των έργων που λειτουργούν ως πρώτη ύλη συνεισφέρει αναγνωστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Στη Φύση μισή βρισκόμαστε απέναντι σε ένα έργο που, παρά το έντονο μυθικό και παραμυθικό του διακείμενο, λειτουργεί απόλυτα αυτόνομα και χωρίς αυτό.
Ο κεντρικος μύθος της Φύσης μισής, αυτός της γυναίκας-πτηνού, απαντάται στην παγκόσμια λογοτεχνία. Συγκεκριμένα, ο μύθος της χήνας-συζύγου (goose-wife) ανήκει στην παράδοση των Ινουίτ, και θέλει τον άντρα να κλέβει το φτέρωμα ή το δέρμα της γυναίκας-πτηνού την ώρα που εκείνη πλένεται στη λίμνη προκειμένου να την κρατήσει κοντά του.[2] Όπως αναφέρει ο Χωρικός, το ταίρι της Κυράς: Του ανθρώπου που θέλει και θέλει και θέλει. // Που θέλει μια σπάνια φύση διπλή / να σκίσει στα δύο και να θάψει στο δάσος / την πρώτη, ασημένια, αρχαία μορφή. / Κι αυτήν που απέμεινε, υπήκοο της λήθης, / να πάρει στο σπίτι, μια φύση μισή. (ΦΜ34) Λίγες σελίδες αργότερα, στον μονόλογο της γυναίκας-πτηνού, ή αλλιώς της Κυράς, διαβάζουμε: Ίσως να με μαγνήτισε, να με ξερίζωσε ή να με ξεκόλλησε από κάπου (ΦΜ44). Η μαγεία της φύσης, όπως αυτή ανθρωποποιείται σε θηλυκότητα, γίνεται κάτι το φθαρτό και το πεπερασμένο. Ο ήρωας έχει καταφέρει με έναν τρόπο που δεν μας δίνεται μέσα στο βιβλίο να συζεί με το μαγικό αυτό πλάσμα, το οποίο δεν φαίνεται να έχει μέσα στα σχέδιά του τη φυγή αλλά κυρίως προβληματίζεται γύρω από το πώς επήλθε σε αυτή την κατάσταση, διερευνώντας τη νέα του αυτή φύση. Μία άλλη ενδιάμεση μορφή πτηνού-ανθρώπου διερευνάται και στον μονόλογο του Κόρακα, όπου ο νεκρός, μετά την αποδημία του, γεύεται τη φύση του πτηνού μέσα από το πέταγμα της ψυχής του και έτσι καταλήγει να επαναδιαπραγματεύεται το νόημα της ως τότε ζωής του μέσα από τη νέα αυτή οπτική.
Κομβική στιγμή του έργου αποτελεί η πράξη/σκηνή στη λίμνη, ένα συμβάν που παρουσιάζεται πολυπρισματικά, από την οπτική και των τριών κεντρικών χαρακτήρων: ο χορός της Κυράς με τον Κυνηγό πάνω στην παγωμένη λίμνη υπό το άγρυπνο βλέμμα του Χωρικού. Αυτή είναι η στιγμή όπου η Κυρά απελευθερώνεται, ερχόμενη να εκπληρώσει τον κύκλο της στις ζωές των δύο ανδρών. Η λύση της μαγείας πραγματοποιείται με την επιστροφή του δέρματος στη γυναίκα-πτηνό από τον Χωρικό: άρπαξα το φτέρωμα και σαν βίαιος καβαλιέρος το έριξα στους ώμους της. // Τα φτερά έμπηξαν ρίζες στη σάρκα της, στα χείλη της βλάστησε το κέρας του ράμφους, κι αυτά που ήταν άλλοτε τα πόδια της έγιναν κλαδωτά νύχια πτηνού και ξεκόλλησαν απ’ το έδαφος. / Οι δυνατές φτερούγες μάς ράπισαν στο πρόσωπο, στιλπνά μάτια πουλιού μας κοίταξαν χωρίς να μας γνωρίζουν. (ΦΜ95) Εδώ η μεταμόρφωση έχει ήδη συντελεστεί. Πιο συνηθισμένη είναι η αντίστροφη συνθήκη, όπου η μεταμόρφωση της γυναίκας σε πουλί είναι αποτέλεσμα κατάρας (η Οντέτ στη Λίμνη των κύκνων) ή θεϊκής παρέμβασης (η Αλκυόνη, η Πρόκνη και η Φιλομήλα στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου). Εδώ, το αν υπήρξε η θηλυκή αυτή οντότητα φυλακισμένη ή απλά επισκέπτρια και παρατηρήτρια μιας ανθρώπινης συνθήκης παραμένει αδιευκρίνιστο. Οι μονόλογοι διαρκώς ψηλαφούν την έννοια της ελευθερίας μέσα από την έκθεση των σκέψεων των κεντρικών χαρακτήρων, χωρίς να αποτυπώνονται κρίσεις για τις καταστάσεις που βιώνουν τα πρόσωπα. Ακόμα και η οπτική των ζώων, αυτού του ιδιότυπου χορού, δεν φαίνεται να λειτουργεί αποκαλυπτικά ως προς τις προθέσεις των ηρώων, αλλά παραπληρωματικά, αν όχι σχεδόν ανεξάρτητα.
Μια από τις ρίζες των μύθων που βρίσκουμε μέσα στο βιβλίο οδηγεί στα παραμύθια των αδερφών Γκριμ και πιο συγκεκριμένα στη «Χρυσή χήνα», σύμβολο της ανθρώπινης απληστίας. Η ποιήτρια ωστόσο δεν πατάει και πάλι πάνω στη γνωστή πραγμάτευση του μύθου, αλλά η χήνα με τα χρυσά αυγά τρέπεται σε μια ιδιότυπη αφηγήτρια της ιστορίας μα και ταυτόχρονα σε θησαυρό ανελευθερίας. Ο πρώτος και ο προτελευταίος μονόλογος του βιβλίου της ανήκουν: μέσα από τα δικά της μάτια μπαίνουμε και βγαίνουμε στον κόσμο του δάσους και της πόλης, εκεί που διερευνάται η φύση της ελευθερίας – φύση μισή. Η χήνα είναι που πρώτη δέχεται τα δάχτυλα του κυνηγού κάτω από τη χιονάτη στρογγυλάδα της, εκείνη που, μετά τη φυγή της Κυράς, γίνεται μάρτυρας της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Χωρικό και τον Κυνηγό, βγαίνοντας μια μέρα, χήνα κοινή πια, στο δάσος έξω από το κτήμα. Το μαγικό πτηνό, η πηγή του υλικού πλούτου, παύει να επιτελεί τη λειτουργία του όταν μέσα στο σπίτι επικρατεί η συντροφικότητα και η αγάπη. Όταν τη θέση του χρυσού αυγού παίρνει πλέον το παιδί. Η ίδια, άλλωστε, είναι αυτή που προοικονομεί τη μεταμόρφωση της Κυράς της: «Φαντάστηκα με ενθουσιασμό την αστραπή της/ξανακερδισμένης μνήμης στα μάτια της, και τα φτερά/να μπήγονται στη σάρκα της και να την παίρνουν/μακριά από δω (σ.74). Ο τρόπος με τον οποίο ο μύθος παραλλάσσεται και εμπλουτίζεται, με τη χήνα όχι να δολοφονείται αλλά να επιστρέφει στο κοπάδι, είναι πολύ κοντά στο Σκληρό να σκοντάφτεις σε πέτρες, όπου διάφορες ιστορίες ξαναγράφονται μέσα σε ποιήματα και μικρούς μονολόγους.[3]
Ένα ερώτημα που θα ήταν ενδιαφέρον να θέσουμε είναι αν υπάρχουν ψήγματα της κεντρικής ιδέας της σύνθεσης στο σύνολο του έργου της Ζαφειροπούλου. Ξαναδιαβάζοντας τα βιβλία της, βρήκα κομμάτι από τη ρίζα της Φύσης μισής στην πρώτη της ποιητική συλλογή, Paternoster Square (Πόλις, 2012): Τείχη αγροί και γάλα από κοπάδια / Όπλα άροτρα γυναίκες δούλοι / Χρυσάφι και παραπετάσματα / Παλιά ο πλούτος ήταν παιδικός (σ.56) Αυτόν τον παιδικό πλούτο, την παραμυθική αφήγηση θα αξιοποιήσει εδώ η Ζαφειροπούλου επειχειρώντας μια σύνδεση με μια άλλη παράδοση, τόσο μορφικά όσο και θεματικά. Όλο και πιο συχνά στις σύγχρονες συλλογές αρχίζει να διαφαίνεται πως το ποίημα, ως μικρή φόρμα με ορισμένα μορφικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, έχει αποδειχθεί από καιρό ανεπαρκές για μια μεγάλη μερίδα δημιουργών, ειδικά γυναικών.[4] Στη Φύση μισή ακούμε ένα τραγούδι, ένα παραμύθι με αρχή μέση και τέλος, ενδεχομένως και ένα ιδιάζον ηθικό δίδαγμα. Οι μέρες προς τη δύση / Πετούν ανάσκελα / Με νύχια μαζεμένα στον αέρα / Και με χρυσά φτερά [...] Οι οξυδερκείς στα παρατηρητήρια / Δεμένοι με ιμάντες / Κρέμονται στο κενό / Πυροβολούνε τα χρυσά θηρία / Τα πούπουλα σκορπίζουν [...] Και τώρα πού με όλο τούτο το χρυσάφι; (PS 112) Από τα χρυσά θηρία του πρώτου βιβλίου, έχει απομείνει στη Φύση μισή μία μόνο χήνα με χρυσά αυγά, της οποίας η μαγική ιδιότητα θυσιάζεται για το ελάχιστο τίμημα της ελευθερίας. Από τους οξυδερκείς κυνηγούς με τα γεμάτα χρυσάφι χέρια απομένει μόνο ένας, που αναγνωρίζει ως μόνο πλούτο έναν πλούτο «παιδικό». Γιατί η ελευθερία την οποία έρχεται τελικά να στέψει με δάφνες η Ζαφειροπούλου, δεν είναι η ελευθερία έξω από τις πόλεις, τις ίδιες πόλεις που έχει συζητήσει εναργώς από την πρώτη της συλλογή, αλλά μια ελευθερία ταυτοτική, μια ελευθερία στην οποία, σύμφωνα και με το μότο της συλλογής, δεν μένει κανείς παραπάνω από λίγες στιγμές. Οι δύο άντρες έρχονται, μετά τον μύθο και μέσα στον μύθο, να αναλάβουν τον ρόλο των γονέων, να θρέψουν το παιδί της μαγικής γυναίκας με ρόδια στα στήθια ως άλλες Περσεφόνες, ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στις παρυφές της πόλης και του δάσους, με μόνη δύναμη αυτή της πίστης στη διαιώνιση της ζωής, με μόνη ελπίδα τους τον γιο διπλής φύσης και διπλής σποράς. Περνώντας μέσα από τα σκοτάδια της αφήγησης, με τα πρόσωπα και τον χορό να έχουν προβληματιστεί πάνω στη φύση της ύπαρξής μας, εδώ οι δύο κατεξοχήν αρσενικές μορφές, ο Χωρικός και ο Κυνηγός, έρχονται να αναλάβουν τον ρόλο Τροφών του παιδιού. Του παιδιού που γίνεται η ελπίδα, και ο πυρήνας που διαιωνίζει την αφήγηση – αφήγηση που ευελπιστεί να διαιωνίσει την ευτυχία.
Με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση, ή έστω στους μύθους της, η ποιήτρια στη Φύση μισή φτιάχνει ένα σκηνικό, παίρνει τους αιωρούμενους με ιμάντες ηθοποιούς του Paternoster square και τις σφαγμένες του χήνες και επαναμαγεύει την ιστορία. Κατεβάζει τους ηθοποιούς ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν ίπτανται πλέον, κοιτάνε τους αναγνώστες στα μάτια, εκφωνούν τους μονολόγους τους, άλλοτε γραμμένους σε ομοιοκαταληξία, άλλοτε απλά με μεγάλη ποιητικότητα, βρισκόμενοι ανάμεσά μας. Κι εμείς στεκόμαστε σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης λίγο πιο έξω από το χωριό, κοιτώντας άλλοτε το δάσος, άλλοτε τη λίμνη, άλλοτε το σπίτι στον λόφο· και αντιλαμβανόμενοι πως ο μόνος τρόπος να συνεχίσουμε να αφηγούμαστε είναι μέσα από την αμφισβήτηση και την επαναδιαπραγμάτευση των ταυτοτήτων που μας δόθηκαν, προκειμένου να ζήσουμε όχι εκτός κοινωνίας, αλλά ως πραγματικά ελεύθερα όντα εντός της. Παρήλθαν / Στα υψηλά τρόπαια των πόλεων [...] Τι πάει στραβά στην ιστορία που βλέπουν; / Οι κυνηγοί της λύπης / Πάντα την άρπαξαν με φόρα απ’ τη μέση / Πικρό το φόρεμά της / Τους χτύπησε στο στόμα // Είπες γι’ αυτούς (PS104).
Στην ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα στις σελίδες της Φύσης μισής τίποτα δεν πάει στραβά. Η τάξη αποκαθίσταται, η λύπη γίνεται χαρά, και η ποιήτρια μας αφηγείται μια εναλλακτική εκδοχή των μύθων. Αυτή στην οποία καμία βία δεν ασκείται, και τα πρόσωπα και τα ζώα συνεχίζουν να έχουν φωνή, ν’ ασκούν κριτική στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι ζωές μας και αρθρώνονται τα συναισθήματά μας. Οι μονόλογοι των προσώπων και των ζώων βρίθουν τόσο ποιητικών εικόνων όσο και προβληματισμών για την ανθρώπινη κατάσταση. Προβληματισμοί που οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως, όπως το θέμα και η δομή αυτού τού βιβλίου, αποτελούν μια συγγραφική επιλογή, ή ενδεχομένως και πρόταση, για μια προσέγγιση της ανθρώπινης κατάστασης, στο δικό μας αναγνωστικό παρόν. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και η απεύθυνση των στίχων του τελευταίου μονολόγου: Για χάρη του κοινού που μυρμηγκιάζει στις πλαγιές. / Που αδημονεί να δει την οριστική έξοδο των ανθρώπων / και την οριστική κατάργηση των νόμων του. // Να δει επιτέλους το παγοδρόμιο έρημο / Και να το απολαύσει άναρχα ξανά.
[1] Η ίδια η ποιήτρια αναφέρει (στη συνέντευξη της στον Κώστα Κατσουλάρη στο «Βίος και πολιτεία», επ.78) ότι έμπνευση για τη δομή αυτή υπήρξε το μυθιστόρημα, Τα βιβλία του Ιακώβ της Όλγκα Τοκάρτσουκ. https://www.youtube.com/watch?v=lrahKcCRlIk&ab_channel=PoliteiaBookstore
[2] Η ποιήτρια αναφέρεται εκτενώς στον μύθο στη συνέντευξή της (ό.π.) ενώ παραπέμπει και στο έργο του Νίκου Σκαλκώτα Με του Μαγιού τα μάγια.
[3] Τη χρήση αυτή της επανεγγραφής της ιστορίας υπογραμμίζει σε σημείωμά της για το βιβλίο η Παυλίνα Μάρβιν στο περιοδικο «ΦΡΜΚ» https://www.google.com/amp/s/frmk.gr/2017/06/04/zafeiropoulou_lenia/amp/
[4] Ο επανιδωμένος μύθος (re-vision, σύμφωνα με την Adrienne Rich στο «When We Dead Awaken: Writing as Re-Vision») μαζί με τη μετατόπιση στη φόρμα (Jeri Kroll, «The Hybrid Verse Novel and History») αποτελούν βασικά εργαλεία των γυναικών συγγραφέων στην προσπάθειά τους να επανα-προσεγγίσουν και να επανα-νοηματοδοτήσουν τόσο την καλλιτεχνική παράδοση όσο και τον κόσμο.
~
Η Ευσταθία Παλιοτζήκα είναι εκπαιδευτικός, επιμελήτρια και υπ.διδ. του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ. Έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία ποίησης (γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας, εκδ. Θράκα, 2022 και Σίνγκερ, εκδ. Θράκα, 2025). Τη δεδομένη στιγμή, ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
*** Πατήστε εδώ για τα περιεχόμενα του τεύχους ***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου