Αίηντριενν Ριτς [Adrienne Rich]
μετάφραση από τα αγγλικά: Ορφέας Απέργης
Οι τίγρεις της Aunt Jennifer
Οι τίγρεις της Αντ Τζένιφερ φρουρούν
ένα τοπίο από τοπάζι, μες στο πράσινο πατούν
χωρίς καθόλου φόβο για τους άντρες κάτω από το δέντρο,
βαδίζουν μέσα στη στιλπνή τους βεβαιότητα, στο κέντρο.
Τα δάχτυλα της θείας Τζένιφερ γλιστρούν
πάνω στη μάλλινη ύφανση με δυσκολία τραβούν
το βελονάκι. Η βέρα που της φόρεσε ο θείος
ζυγίζει τόνους, τη βαραίνει αιωνίως.
Όταν η θεία Τζένιφερ θα ’χει πεθάνει:
στα τρομοκρατημένα δάχτυλά της, η βέρα ακόμα κύκλους κάνει,
μαρτύρια οικιακά –δε ζούνε πια– τη βασανίζουν
Ενώ οι κεντημένες τίγρεις της ακόμα βηματίζουν.
–
Η Adrienne Rich (1929-2012) ήτανε μείζων Αμερικανίδα ποιήτρια, δοκιμιογράφος αλλά και ριζοσπαστική φεμινίστρια· παιδί διάσημου καθηγητή ιατρικής, έκανε λαμπρές σπουδές, παντρεύτηκε στα 24 της έναν καθηγητή του Χάρβαρντ, έκανε μαζί του τρεις γιους, μετακόμισε και ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά στη Νέα Υόρκη, χώρισε με τον άντρα της ο οποίος αμέσως μετά αυτοκτόνησε, και εντέλει αποδέχτηκε ή μάλλον βροντοφώναξε την ομοφυλοφιλία της, φτάνοντας να γίνει σύμβολο του λεσβιακού-φεμινιστικού αγώνα. Σε όλη αυτή τη διάρκεια δεν έπαψε να γράφει και να εκδίδει ποιήματα και δοκίμια, από την πρώτη συλλογή του 1951 (απ’ όπου και το ποίημα που εδώ μεταφράζω) ως την τελευταία, του 2010. Τα περισσότερα ποιήματά της δεν ακολουθούν τις πιο παραδοσιακές, προ-μοντερνιστικές φόρμες· το παρόν αποτελεί εξαίρεση. Πρόκειται για νεανικό της ποίημα (δημοσιευμένο όπως είπα το 1951, όταν ήταν 22 χρονών), το οποίο σχολιάζει με διεισδυτική ειλικρίνεια είκοσι χρόνια αργότερα, το 1971: «Ξέρω ότι το ύφος μου διαμορφώθηκε αρχικά από άντρες ποιητές, από αυτούς που διάβαζα στα προπτυχιακά μου – Φροστ, Ντίλαν Τόμας, Νταν, Ώντεν, Μακνίς, Στήβενς, Γέιτς. Αυτό που κυρίως με μάθανε ήταν η μαστορική (craft). Αλλά τα ποιήματα είναι σαν τα όνειρα: μέσα τους βάζεις αυτά που δεν ξέρεις ότι ξέρεις. Ξανακοιτάζοντας τα ποιήματα που έγραψα πριν τα 21 μου, ξαφνιάζομαι ακόμα, γιατί κάτω από την επιφάνεια της πολύ συνειδητής μαστορικής τους, βλέπω να περνάει και να φαίνεται έστω και φευγαλέα η ρωγμή κι ο διχασμός που ήδη τότε ζούσα, ανάμεσα στο κορίτσι που έγραφε ποιήματα, που όριζε τον εαυτό της κι αυτοπροσδιοριζόταν μέσα από τη γραφή, και το κορίτσι που θα αυτοπροσδιοριζόταν μέσα από τις σχέσεις της με άντρες. ‘Οι τίγρεις της Aunt Jennifer’, που το ’γραψα όταν ήμουνα ακόμα φοιτήτρια, κοιτάζει κι εξετάζει μ’ εσκεμμένη αποστασιοποίηση αυτό το διχασμό. Γράφοντας το ποίημα, μετρημένο και φαινομενικά «ψύχραιμο» όπως είναι, θεωρούσα ότι έκανα το πορτρέτο μιας φανταστικής, μιας επινοημένης γυναίκας. Αλλά αυτή η γυναίκα υποφέρει από την αντίθεση κι αντιμαχία μεταξύ της φαντασίας της –που τη βγάζει πάνω στο εργόχειρο– και του τρόπου ζωής της, όπου «μαρτύρια οικιακά τη βασανίζουν». Ήταν σημαντικό για μένα η θεία Τζένιφερ να είναι όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα διαφορετική από εμένα – να την κρατάει σε απόσταση από μένα ο φορμαλισμός του ποιήματος, ο αντικειμενικός τόνος της παρατήρησης, ακόμα και η γενιά της, η διαφορετική απ’ τη δική μου. Εκείνα τα χρόνια, ο φορμαλισμός ήτανε μέρος της στρατηγικής μου – σαν γάντια αμιάντου, που μου επέτρεπαν να πιάνω και να χειρίζομαι υλικά που δεν (θα) μπορούσα να ακουμπήσω με γυμνά χέρια» (από το δοκίμιό της When We Dead Awaken). – O. A.
O Ορφέας Απέργης γεννήθηκε στην Αθήνα. Δημοσιεύει ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμια από το 2006. Πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του το Τύφλαντ (εκδ. Νεφέλη, 2023).
*** Πατήστε εδώ για τα περιεχόμενα του τεύχους ***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου