20251130

λ. μακνής : "ημερολόγιο φθινοπώρου / v"


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λούι ΜακΝής [Louis MacNeice]

 

μετάφραση από τα αγγλικά: Ορφέας Απέργης 

 

Ημερολόγιο φθινοπώρου / V

 

 

Σήμερα ήτανε μια πανέμορφη μέρα, ο ουρανός ένα μπλε εκτυφλωτικό,

πρώτη φορά εδώ και εβδομάδες,

Όμως οι αφίσες κυματίζουνε πάνω στα σύρματα και λεν στον κόσμο που αρμενίζει

ότι ο Χίτλερ γκαρίζει, ο Χίτλερ γκαρίζει,

Και δεν μπορούμε να το καταπιούμε καθώς πηγαίνουμε στις καθημερινές μας

εργασίες με το μονότονο ρεφραίν της επικεφαλίδος «Πόλεμος»

Να βουίζει γύρω μας σαν έντομο κρυμμένο

και σκεφτόμαστε «Δεν μπορεί, λάθος έχει γίνει, αυτό έχει ξαναγίνει,

Ακριβώς έτσι έχει ξαναγίνει, δεν μπορεί, ονειρευόμαστε·

πάει καιρός που αυτές εδώ οι μύγες

Ξαναβουΐζανε έτσι, άρα γιατί ακόμα να βομβαρδιζόμαστε

στ’ αυτιά αν όχι και τα μάτια;»

Και το γελάμε και βολτάρουμε στην πόλη τα βράδια,

                αυτή τη φορά, λέμε, κερνάω εγώ·

Κάτι πιο εκλεκτό, ένα Pimms Number One, ένα Picn

όμως, τα είδατε

Τα νέα; Εννοείτε που ο Cobb συνέτριψε το ρεκόρ

                ή που οι Αυστραλοί τη φάγανε με διαφορά

Δέκα ουίκετς στο κρίκετ ή εννοείτε πως τα ρούχα τα φθινοπωρινά…; –

                όχι, τίποτα τέτοιο δεν θα εννοούμε πια ξανά.

Όχι, αυτό που εννοούμε είναι τον Χότζα, τον Χάινλαϊν, τον Χίτλερ,

                τη γραμμή Μαζινό,

Τον πυκνό πανικό που στουμπώνει και σφίγγει τα πνευμόνια και πιέζει

                το κολλάρο στον αυχένα, ακριβώς εδώ.

Και όταν βγαίνουμε και πάμε προς το Piccadilly

                πουλάνε κι αγοράζουνε άλλο ένα έκτακτο παράρτημα

Που το αρπάζουνε και το διαβάζουνε απότομα

κάτω από σήματα ηλεκτρικά, χοντροκομμένα σαν τη Μοίρα.

Και ο ατομικός άνθρωπος, ανίσχυρος, πρέπει –αναγκαστικά–

                να ασκήσει τη βούληση και την επιλογή

Και να διαλέξει ανάμεσα σε υπέρογκα κακά

                που το καθένα εξαρτάται από ενός άλλου τη φωνή.

Οι κύλινδροι ρολάρουνε στις πρέσες,

                οι νάρκες στρώνονται,

Οι κορδέλες –χαρτοπόλεμος– βυθομετρούν τα βυθισμένα βάθη της Wall Street,

                κι εσύ κι εγώ φοβόμαστε.

Σήμερα χτίζανε στην Oxford Street,

το τσιμέντο μύριζε ωραία,

Όμως τώρα μού μοιάζει ματαιότητα, κι ηλιθιότητα,

                να χτίζεις μαγαζιά όταν κανείς δεν έχει ιδέα

Τι θα συμβεί μετά. Τι θα συμβεί

                ρωτάμε και ξοδεύεται η ερώτησή μας στον αέρα·

Ο Nelson είναι πέτρα κι ο Johnnie Walker ανοίγει

                το βήμα σαν κρετίνος πάνω από την Trafalgar.

Στο κυβερνητικό κτήριο του Corner House καθαρίζουν τις μοκέτες – καθαρίστριες

                προελαύνουν ανάμεσα στα τραπέζια καταδιώκοντας ψίχουλα

Ανηλεώς, σαν μεραρχία από ερπύστριες

                που υπακούνε στο ρυθμό τυμπάνων.

Στην Tottenham Court Road (πιο πάνω)

πουτάνες και νέγροι χασομεράνε και χαζεύουνε ασκόπως

Και το αεράκι βάζει κρύο,

όπως τόσα άλλα βράδια του Σεπτεμβρίου.

Μυρουδιά από γαλλικό ψωμάκι στη Charlotte Street,

                το φύλλωμα των δέντρων στο Regents Park θροΐζει

Και ξαφνικά απ’ το Zoo ακούω έναν θαλάσσιο ελέφαντα

                με αυτοπεποίθηση να γαβγίζει.

Κι έτσι επιστρέφω στο διαμέρισμά μου, τα δέντρα έξω απ’ το παράθυρο,

                σαν ντάλιες τα φώτα στο Primrose Hill, στο λόφο,

Του οποίου η κορυφή κάποτε χρησιμοποιήθηκε για πυροβολαρχείο

                κι είναι πολύ πιθανό

Έτσι να ξαναχρησιμοποιηθεί. Η ματωμένη μεθόριος –κωλοσύνορο!–

                Συγκλίνει προς ολονών μας τα κρεβάτια

Σαν τους μπήτερς στη ζούγκλα, που ραβδίζουνε το δάσος παγιδεύοντας

                σταδιακά το προδιαγεγραμμένο τρόπαιο από τομάρια και κεφάλια.

Και αυτή την ώρα της ημέρας δεν αρκεί να πεις

                «απελθέτω απ’ εμού»·

Έχοντας βοηθήσει, όλοι εμείς επί προσωπικού, να γεμίσει το ποτήρι,

είναι λογικό τώρα να πρέπει να το πιούμε ως τον πάτο.

Ούτε μπορούμε να κρύψουμε τα κεφάλια μας στην άμμο,

την άμμο την πήρε ο αέρας·

Δε μένει παρά ο βράχος αυτήν εδώ την ώρα,

την ώρα αυτή, το σημείο μηδέν της ημέρας.

Ή έτσι κάπως φαίνεται σε μένα, καθώς ακούω

                μια πετροκουκουβάγια να καλεί στις έξι, σα σειρήνα

Κι έπειτα ένα αγριοπερίστερο λαλάει και σωπαίνει, όμως ο αέρας συνεχίζει

                παίζοντας μοιρολόι μες τα δέντρα, παίζοντας τα παιχνίδια του.

Και τώρα ο γαλατάς έρχεται αγκομαχώντας, κλοπι-τι-κλοπ –

                γάλα στην πόρτα–

Οι βιομηχανικοί εργάτες πάνε για τα εργοστάσια

                και οι παραδουλεύτρες για τη λάτρα.

Κι εγώ παρατηρώ φτεράκια πούπουλα να ξεφυτρώνουν

μέσα από το τριμμένο μαύρο μετάξι

Απ’ το διπλό πάπλωμα πάπιας Αρκτικής που ήτανε δώρο γάμου

                πριν από οχτώ χρόνια, όταν όλα ήταν εντάξει,

Και τα σεντόνια όπου ξαπλώνω είχανε έρθει από την Ιρλανδία, από άλλη γη,

                σε άλλες εποχές,

Όταν ό,τι σκεφτόμουνα ήτανε η στοργή

και τα χουζούρια και τα χάδια και οι αγκαλιές.

Και τώρα το αγριοπερίστερο ξανά αρχινά κι αρνείται

                τις αξίες της πόλης με ευθύτητα,

Κι ένα αμάξι πέρα απ’ το λόφο επιταχύνει, ανεβάζει,

                έχοντας μόλις κατεβάσει ταχύτητα.

Ένα τρένο αρχίζει να αγκομαχάει κι εγώ αναρωτιέμαι το πρωινό

                φύλλο της εφημερίδας τι θα λέει,

Κι αποφασίζω γρήγορα να αποκοιμηθώ,

γιατί ήδη το πρωί είναι εδώ, η μέρα είναι σήμερα.

 

*

 

Σημείωση του μεταφραστή  

Το Ημερολόγιο Φθινοπώρου γράφτηκε από τον Louis MacNeice (Λούι Μακνίς) μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 1938. Σε 24 ποιήματα (I-XXIV) καταγράφει, σαν σε μικρό έπος, τη συναισθηματική και διανοητική εξέλιξη του ποιητή, καθώς αυτός αντιμετωπίζει τα «ασήμαντα», της καθημερινής του πραγματικότητας, μαζί –αξεδιάλυτα– με τα «σημαντικά», της ιστορίας, με τη συμφωνία του κατευνασμού στο Μόναχο (μεταξύ Χίτλερ και Τσέιμπερλεν) και τη διαγραφόμενη επικράτηση του Φράνκο στην Ισπανία. Ο Μακνίς –γράφει ο Σύριλ Κόνολλυ– συλλαμβάνει πλήρως «την ατμόσφαιρα της χρονιάς του Μονάχου. Χτυπάει την πένθιμη καμπάνα της πολιτικής δεκαετίας του ’30, με θριαμβική μελαγχολία». Μήπως το Ημερολόγιο του Μακνίς συνέβαλε στη σύλληψη και του δικού μας Ημερολόγιου Καταστρώματος Α΄ (του 1939, αλλά και των επομένων); Μήπως ο Σεφέρης, συνδυάζοντας και συνδέοντας, και αυτός, τα «ασήμαντα» με τα «σημαντικά», τα δικά του γεγονότα με τα γεγονότα ολονών, ακολουθούσε το υπόδειγμα ή έστω το παράδειγμα του Μακνίς; 

Ο Λούι Μακνίς (1907-1963) –όχι τόσο γνωστός όσο θα του έπρεπε στην Ελλάδα– γεννήθηκε στο Μπέλφαστ, γιος Αγγλικανού ιερέα. Δυστυχισμένη παιδική ηλικία –στα πέντε έχασε τη μάνα του–, φιλόδοξες σπουδές στο Μάλμπορο Κόλλετζ και κατόπιν στην Οξφόρδη, εγκατάλειψη ακαδημαϊκής καριέρας κλασικού φιλολόγου και εντέλει μακρά θητεία, ως το θάνατό του, στο BBC, με μοναδικό διάλειμμα τον ενάμιση χρόνο που πέρασε στην Αθήνα (!), ως διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Πρωτοπόρος του θεατρικού έργου για το ραδιόφωνο, μεταφραστής (ιδίως του Αισχύλου και του Γκαίτε), κριτικός λογοτεχνίας, αλλά πάνω απ’ όλα ποιητής – πνευματώδης και βρετανικά παιγνιώδης, όμως με πολύ ισχυρή την αίσθηση της τραγικής μοίρας του ανθρώπου: «Όλα μας τα παιχνίδια είναι παιχνίδια νεκρικά». Ο τόνος του μού θυμίζει έναν λίγο πιο Βρετανό Σεφέρη. Ο Μακνίς, αποτιμά η Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας του Νόρτον, «θεωρείται πλέον, όλο και περισσότερο, υποδεέστερος μόνον του Ώντεν» στις γενιές μετά τον Έλιοτ. 

Ο Ορφέας Απέργης γεννήθηκε στην Αθήνα. Δημοσιεύει ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμια από το 2006. Πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του το Τύφλαντ (εκδ. Νεφέλη, 2023).


*** Πατήστε εδώ για τα περιεχόμενα του τεύχους ***

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου